Το πέτυχα σε πολλές παραλίες, το πήρε το μάτι μου σε Instagram stories, βεράντες και ταβέρνες και ήμουν σίγουρη ότι ήταν αυτό, γιατί χάρη στη μεγάλη πορτοκαλί καραβίδα στο εξώφυλλο δεν μπορείς να το μπερδέψεις με κανένα άλλο. Το «Εκεί Που Τραγουδάνε Οι Καραβίδες» της Delia Owens μπορεί να κατέφτασε μεταφρασμένο στη χώρα μας από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ το καλοκαίρι του 2019, ωστόσο φέτος, λόγω της μεταφοράς του στον κινηματογράφο προκλήθηκε εκ νέου θόρυβος γύρω από τον τίτλο, πράγμα που οδήγησε πολλούς να συμπεριλάβουν το βιβλίο στη βαλίτσα των διακοπών. Κάποιοι εξ αυτών, νομίζοντας ενδεχομένως ότι επρόκειτο περί υψηλής λογοτεχνίας, εξεπλάγησαν με το περιεχόμενο, βιάστηκαν να το κακοχαρακτηρίσουν και δήλωσαν στα social πως το εγκατέλειψαν στα μισά. Ως υπέρμαχος (σε ένα βαθμό) της (ποιοτικής) λογοτεχνίας για τις μάζες, έσπευσα να τους ενθαρρύνω να δώσουν στο βιβλίο μια ευκαιρία και να μην το θεωρήσουν σκουπίδι τύπου «50 Αποχρώσεις του Γκρι». Έχοντας όμως πλέον δει τις «Καραβίδες» και στη μεγάλη οθόνη, δεν θα συνιστούσα ποτέ -μα ποτέ- σε κανέναν να δει την ταινία. Δυστυχώς, η «Πιτσιρίκα του Βάλτου» δεν έτυχε καλής αντιμετώπισης ούτε από τον κόσμο της showbiz.
Η ιστορία της μικρής Κάια που εγκαταλείπεται σε μικρή ηλικία από την οικογένειά της και επιβιώνει σαν αγρίμι μακριά από όλους στο σπίτι της στο βάλτο, μέχρι που βρίσκεται κατηγορούμενη για το φόνο ενός νεαρού με τον οποίο διατηρούσε ερωτική σχέση, έχει πουλήσει πάνω από 15 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα βιβλία των τελευταίων ετών. Πρόκειται για τεράστιο επίτευγμα, δεδομένου ότι πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της Αμερικανίδας ζωολόγου και βιολόγου, η οποία μέχρι τα 70 της ασχολείτο ως επί το πλείστον με τη μελέτη των ζώων και δημοσίευε μόνο επιστημονικά έργα. Λόγω ακριβώς αυτού του ιδιώματος της συγγραφέως, αυτό το αστυνομικό / κοινωνικό / εφηβικό / ερωτικό δράμα, παρόλο που αναντίρρητα ανήκει στα ράφια της pop-lit, ξεχωρίζει, όχι μόνο επειδή εκτυλίσσεται με φόντο τα βαλτοτόπια της Βόρειας Καρολίνας, αλλά και επειδή έχει ως πηγή έμπνευσης και σημείο αφετηρίας τις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές που παρατηρούνται στο ζωικό βασίλειο. Ενδεικτικά, το ελληνικό trailer προώθησης του βιβλίου ήταν αυτό:
Πώς λοιπόν οι δημιουργοί της ταινίας -όσο mainstream κι αν ήθελαν να είναι το αποτέλεσμα- αντί να χτίσουν ένα πολυεπίπεδο ψυχολογικό θρίλερ επέλεξαν να φτιάξουν μια άψυχη τηλεταινία που ακόμα και ως rom com είναι επίπονο να τη βλέπεις, είναι άξιο απορίας, δεδομένου ότι το φιλμ είχε τη σύμφωνη γνώμη της Delia Owens, την υπογραφή της Olivia Newman που είχε σκηνοθετήσει (αξιοπρεπώς) «Τα Μυστικά Πλάσματα του Νότου» και την έγκριση της έμπειρης Reece Witherspoon από την καρέκλα του παραγωγού. Δεν μιλάμε για τυπική φανατική αντίδραση «το βιβλίο ήταν καλύτερο» όπως συμβαίνει κατά κόρον στο είδος του fantasy τα τελευταία χρόνια (βλέπε "Harry Potter" ή "Game Of Thrones"). Εδώ έχουμε μια περίπτωση ταινίας η οποία αναλώνεται σε γλυκανάλατο διάλογο και υποβιβάζει το περιεχόμενο του βιβλίου σε φθηνό ρομάντζο. Το χειρότερο δε είναι ότι αντιμετωπίζει την κεντρική ηρωίδα -την οποία πασχίζει να υποδυθεί, με προφανέστατα κάκιστες σκηνοθετικές οδηγίες, η δύσμοιρη Daisy Edgar-Jones (το γιατί επέλεξαν μια Βρετανίδα να υποδυθεί ένα αγριοκόριτσο του αμερικανικού Νότου, ασχολίαστο) ως ελαφρώς αντικοινωνική Λολίτα, η οποία παρά την απομόνωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό, μοιάζει να τα περνάει ζάχαρη, οπότε αφού μετατρέπει την παράγκα της σε boho φωλίτσα (όπου όλα είναι ατσαλάκωτα και τακτοποιημένα λες και περιμένουν να φωτογραφηθούν για το Pinterest) περιφέρεται στους βάλτους με μαλλί κομμωτηρίου και δαντελένια φορέματα για να συλλέξει φτερά πουλιών και να βρει γκόμενο. Α, παρεμπιπτόντως, γίνεται κι ένας φόνος και κατηγορείται η φίλη μας (στον ελληνικό υποτιτλισμό -ποιος ξέρει γιατί- προτιμάται η προσφώνηση «Το Κορίτσι του Έλους») η οποία επιμένει για την αθωότητά της, οπότε συνήγορος υπεράσπισης αναλαμβάνει ο συμπαθέστατος David Strathairn, για τη γούνα του οποίου δεν έχουμε ράμματα (και είναι ο μόνος).
Όλη αυτή η κακομεταχείριση του πρωτότυπου υλικού έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύεται η αντίληψη πως τα περισσότερα βιβλία που γράφουν οι γυναίκες είναι «γυναικουλίστικα» και αφορούν μόνο γυναίκες, το οποίο προσωπικά με εξοργίζει, καθώς οι σελίδες του βιβλίου περιείχαν πολύ καλογραμμένες περιγραφές του τόπου, πάμπολλες λεπτομέρειες γύρω από τα πλάσματα του βάλτου και μια πλοκή που είχε πράγματα να πει: για την ενδοοικογενειακή βία, τον αγώνα της επιβίωσης, την ενηλικίωση, την ανθρώπινη φύση, την απατηλή πλευρά του έρωτα, τον ρατσισμό, την ερωτική χημεία, την έμφυτη εξυπνάδα, τις ζωώδεις παρορμήσεις. Είναι μεγάλο κρίμα και χαμένη ευκαιρία όλο αυτό που συνέβη με τις Καραβίδες, καθώς σε σωστά χέρια, στην οθόνη μπορεί να απογειωθεί η ατμόσφαιρα ενός βιβλίου και ως πρόσφατο παράδειγμα έχω στο μυαλό μου την ε-ξαι-ρε-τι-κή τηλεοπτική μεταφορά ενός άλλου μυθιστορήματος που είχε τεράστια απήχηση στις μάζες: αναφέρομαι φυσικά στην "Τετραλογία της Νάπολης της Έλενα Φερράντε, την οποία διασκεύασε για την τηλεόραση το HBO (η πρώτη σεζόν διατίθεται και στην Ελλάδα και τη συστήνω ανεπιφύλακτα).
Τελικά, τι μένει; Όσοι λάτρεψαν το «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» θα απογοητευτούν και θα θέλουν να ξεχάσουν ό,τι είδαν, όσοι δεν το είχαν διαβάσει δεν θα αποκομίσουν απολύτως τίποτα από την ταινία και αμφότεροι, φεύγοντας από την αίθουσα θα προσευχηθούν στον θεό του σελιλόιντ να καταργηθούν οριστικά τα κλισέ κινηματογραφικά φιλιά με φόντο στροβιλλιζόμενα φθινοπωρινά φύλλα ή ιπτάμενες χήνες σε οίστρο και, για το θεό, ας το πει επιτέλους κάποιος: κανείς μα κανείς δεν φιλιέται υποβρυχίως.