Οι αδερφοί Russo, με τα Winter Soldier, Civil War και κυρίως τις 2 τελευταίες περιπέτειες των Avengers, έδωσαν ισχυρά διαπιστευτήρια όσον αφορά στη σωστή διαχείριση projects με budget άνω των 200 εκατομμυρίων και ευλόγως σήμερα αποτελούν ένα αρκετά hot σκηνοθετικό δίδυμο στον χώρο των action blockbusters. Το Netflix δεν πτοήθηκε από το Cherry -την πρώτη τους μετά–Marvel σκηνοθετική δουλειά-, το οποίο δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση σε ταμεία και κοινό και εμπιστεύτηκε στα χέρια τους την πιο ακριβή παραγωγή του μέχρι σήμερα, την κινηματογραφική διασκευή του The Gray Man, ήρωα μιας σειράς κατασκοπευτικών βιβλίων από τον Mark Greaney -συνεργάτη του Tom Clancy στις τελευταίες χάρτινες περιπέτειες του Jack Ryan, αλλά και συνεχιστή αυτών, μετά τον θάνατο του Clancy το 2013.
Το The Gray Man κυκλοφόρησε αρχικά στις κινηματογραφικές αίθουσες και μετά από λίγο στην συνδρομητική πλατφόρμα του καναλιού, με φανερή φιλοδοξία την δημιουργία ενός νέου κινηματογραφικού κατασκοπευτικού σύμπαντος, στο οποίο ο Sierra 6, πρώην κατάδικος και νυν πράκτορας ενός ειδικού προγράμματος της CIA, στρέφεται ενάντια στην υπηρεσία του και επιχειρεί να ξεσκεπάσει τις παράνομες δραστηριότητες των υψηλόβαθμων στελεχών της.
To Netflix όμως, για ακόμη μια φορά, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει, σε ένα ικανοποιητικό βαθμό, να συγχρονίσει το όραμά του με εκείνο σκηνοθετών όπως ο Martin Scorsese, ο Alfonso Cuaron, ο David Fincher ή η Jane Campion -παράγοντας ταινίες, οι οποίες κατάφεραν να συμπεριληφθούν σε αρκετές top-10 λίστες και σημαντικά κινηματογραφικά φεστιβάλ, τις χρονιές που κυκλοφόρησαν-, παραδόξως αδυνατεί ακόμα να δημιουργήσει γνήσια καλό, ψυχαγωγικό σινεμά αξιώσεων. Στα χνάρια του πρόσφατου Red Notice, το The Gray Man, μπορεί να περιέχει ένα κοκτέιλ εκρήξεων-μεγάλων star-εντυπωσιακών τοποθεσιών ανά την υφήλιο (συν μερικές ευφάνταστες χορογραφίες δράσης σώμα με σώμα), αλλά στερείται οποιουδήποτε ουσιαστικού ενδιαφέροντος, όντας μια θορυβώδης απόπειρα για μια ταινία ανεξέλεγκτης δράσης με 90ς αέρα, δίχως όμως την ανεπιτήδευτη και απενεχοποιημένη υπερβολή, που έκανε ταινίες όπως το Conair ή το The Rock γνήσια διασκεδαστικές και, εν τέλει, διαχρονικές στο είδος τους.
Η απόλυτα generic πλοκή, μοιάζει σαν να μην έχει καμία σημασία, ξεχνιέται σταδιακά, όσο οι κεντρικοί χαρακτήρες ‘’τηλεμεταφέρονται’’ σε διάφορες ευρωπαϊκές τοποθεσίες, ανακαλύπτοντας νέους τρόπους για να τις κατεδαφίσουν, ενώ το στείρο σενάριο, στερείται οποιασδήποτε ‘’χάρης’’ και γνήσιας fun διάθεσης, μοιάζοντας να υπηρετεί μονάχα την παραγωγή -η οποία με τη σειρά της, επιθυμεί απλά να δικαιολογήσει το πελώριο budget με κάθε πιθανό τρόπο. Οι κεντρικοί χαρακτήρες δε, με τον τρόπο που είναι γραμμένοι δεν εκμεταλλεύονται επαρκώς το ερμηνευτικό status των ηθοποιών που τους υποδύονται -ο Chris Evans πασχίζει να δώσει το κάτι παραπάνω, σε έναν κεντρικό villain που μοιάζει σαν να ξεπήδησε από το Hudson Hawk του 1991, ενώ το κωμικό momentum του Ryan Gosling περνάει σχετικά απαρατήρητο.
Όμως αν κάποιος βγαίνει απόλυτα χαμένος από τα συντρίμμια του The Gray Man, είναι το σκηνοθετικό δίδυμο των αδερφών Russo: στο Captain America: The Winter Soldier, είχαν καταφέρει να δομήσουν μια εξαιρετική κατασκοπευτική περιπέτεια, κάτω από τον μανδύα μιας υπέρ-ηρωικής ταινίας και το άγρυπνο βλέμμα του Kevin Feige -πιθανότατα την αρτιότερη ταινία του MCU, ακόμα και σήμερα. Στο The Gray Man-όπου ο Joe Russo είχε και χρέη σεναριογράφου- φαινόταν μια εξαιρετική ευκαιρία να γυρίσουν πίσω στο είδος αυτό που έδειχνε εξ’ αρχής να τους γοητεύει, αλλά να το προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα -μιας και δεν ήταν πλέον ‘’όμηροι’’ του υπέρ-ηρωικού είδους και των ‘’δικλείδων ασφαλείας’’ της Marvel- δημιουργώντας το δικό τους Mission: Impossible ή, ακόμα καλύτερα, το δικό τους Jason Bourne. Τελικά όμως, δείχνουν να ενδιαφέρονται μονάχα στο να ανακαλύπτουν διαρκώς αφορμές ώστε να ανατινάζουν και κατεδαφίζουν τα πάντα, σε ρυθμούς που θα ζήλευε και ο Michael Bay, απέχοντας όμως παρασάγγας από την over the top εξτραβαγκάνζα του ή την ικανότητά του να μοιάζει σαν τον απόλυτο μαέστρο, ενός άναρχου μα συμπαγούς και χορταστικού χάους. Οι Russo μπαίνουν στον αυτόματο πιλότο, σκηνοθετούν ένα flat, αποστειρωμένο θέαμα, το οποίο καταφέρνει -γιατί περί κατορθώματος πρόκειται- να γίνεται επαναλαμβανόμενο και βαρετό όσο περνάει η ώρα, ενώ οι ελάχιστες καλές σκέψεις ή χορογραφίες μαχών ‘’πολτοποιούνται’’ από την γενικότερη κακοφωνία των κακών CGI και του εξουθενωτικού -στα όρια της ναυτίας- μοντάζ. Η νέα τους δε ‘’ανακάλυψη’’, τα κινηματογραφικά drones, ‘’φτηναίνουν’’ ακόμα περισσότερο το τελικό αποτέλεσμα, ρίχνοντάς το σχεδόν στην κατηγορία της τηλεταινίας. Η σκηνοθεσία τους δεν υστερεί σε ρυθμό και ένταση, μιας και η ταινία κυλάει αβίαστα και εύκολα από την αρχή μέχρι το τέλος, στερείται όμως προσωπικότητας και διάθεσης για το κάτι παραπάνω, για το κάτι πέραν του διεκπεραιωτικού και τετριμμένου.
Αν σώζεται κάτι από αυτό το δυστύχημα, είναι η Ana De Armas, η οποία, αν και δεν έχει πολλά να κάνει και να πει σαν χαρακτήρας, είναι μια δροσερή παρουσία που διαχειρίζεται με άνεση τους ρόλους δράσης, όπως πρόσφατα απέδειξε και στο No Time To Die. Της ανήκουν οι καλύτερες σκηνές κλωτσοπατινάδας της ταινίας και η ίδια φαίνεται να τις διασκεδάζει αρκετά. Κερδισμένος σίγουρα θα είναι και ο μέσος θεατής του Netflix, ο οποίος μια Κυριακή μεσημέρι ή ένα βράδυ μετά την δουλειά, θα μπορεί να βάλει να δει μια ταινία κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να σκέφτεται άλλα πράματα ή να την διακόψει όσες φορές θέλει, χωρίς να χάσει κάτι σημαντικό ή να ‘’πεταχτεί εκτός’’.
Δυστυχώς το Netflix δεν ξεκινάει με το δεξί την απόπειρά του για την δημιουργία ενός νέου, υποσχόμενου κινηματογραφικού franchise. Μπορεί το The Gray Man να βλέπεται σχετικά ευχάριστα για αυτό που είναι, αλλά δεν δικαιολογεί ούτε το τεράστιο budget του, ούτε το ταλέντο πίσω και μπροστά από τις κάμερες. Είναι άλλη μια άψυχη και άνευρη περιπέτεια δράσης, από αυτές που δυστυχώς μας έχει συνηθίσει το κανάλι -και δυστυχώς φαίνεται να συνεχίζει να επενδύει σε αυτές.