Στη Σκανδιναβία του 9ου αιώνα μ.Χ., ο Aurvandil, ο Raven King of the Jutes (Ethan Hawke), επιστρέφει νικητής στο βασίλειό του μετά από μια περίοδο σκληρού πολέμου, για να ξανασμίξει με την βασίλισσα Gudrún (Nicole Kidman), αλλά και τον μονάκριβο γιο τους, τον Amleth. Η επιστροφή του Aurvandil ωστόσο δεν θα γιορταστεί όπως αξίζει στον γενναίο βασιλιά και πολεμιστή, μιας που ο ετεροθαλής αδερφός του, Fjölnir (Claes Bang), σύντομα θα τον προδώσει, εκτελώντας τον και κλέβοντας τη σύζυγό του και βασίλισσα ώστε να την κάνει γυναίκα του. Και ενώ όσοι από τους άνδρες του Fjölnir συμμετείχαν στο σχέδιο αυτό για την αρπαγή του θρόνου θα τον διαβεβαιώσουν για την εκτέλεση και του μικρού Amleth, εκείνος στην πραγματικότητα θα βρει την ευκαιρία να δραπετεύσει από το βασίλειο, αναζητώντας την τύχη του στην Ανατολική Ευρώπη. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Amleth, το μίσος και τα τραύματα τα οποία έχει βιώσει ως παιδί τον έχουν πια μετατρέψει σε έναν άκρως σκληρό, χωρίς ίχνος συναισθήματος, θηριώδη πολεμιστή, θα αναζητήσει την εκδίκηση για τη δολοφονία του πατέρα του, αλλά και την αρπαγή της μητέρας και του βασιλείου του. 

Αυτή είναι πάνω - κάτω η πλοκή στο The Northman,  την τρίτη ταινία του "σκοτεινού" σκηνοθέτη Robert Eggers η οποία έχει μέχρι στιγμής προκαλέσει ποικίλες εντυπώσεις, διαστάσεις απόψεων και ένα μεγάλο δίλημμα ως προς το τελικό της αποτύπωμα: είναι τελικά μια εντυπωσιακή απεικόνιση στείρας, μυθολογικής βαρβαρότητας με την υπογραφή, απλώς, ενός "ψαγμένου" σκηνοθέτη ή αυτό το βόρειο-μυθικό έπος κρύβει βαθύτερα νοήματα κάτω από τη βία και τους κοιλιακούς του Alexander Skargargard ; Οι κινηματογραφικοί συντάκτες του Avopolis, Ναταλία Πετρίτη και Βασίλης Σπανός έχουν δύο διαφορετικές απαντήσεις να δώσουν. 

 

Για τη Ναταλία Πετρίτη αυτό που μένει στο τέλος του The Northman είναι το αιματοκύλισμα και  η υπερβάλλουσα τεστοστερόνη 

Ο Robert Eggers κλήθηκε να αφηγηθεί μια επική ιστορία εκδίκησης στην τρίτη και πολυαναμενόμενη ταινία μεγάλου μήκους του, έπειτα από το The VVitch του 2015 και το The Lighthouse του 2019, ταινίες που τον κατέστησαν σε έναν από τους πιο ελπιδοφόρους auteurs του σύγχρονου κινηματογράφου. Και όχι άδικα, μιας που αυτό που κατάφερε μέχρι στιγμής ο Eggers μέσα από τις ομολογουμένως σκοτεινές παραγωγές του (και αυστηρά ταινίες εποχής), ήταν να αναδείξει το ταλέντο του στην απεικόνιση αυτή του σκότους, είτε πραγματικού και σε σχέση με ένα αφιλόξενο φυσικό τοπίο, είτε μεταφορικού, ως αποτέλεσμα του ψυχισμού των χαρακτήρων των ταινιών του και του κοινωνικού setting στο οποίο και τους βρίσκουμε. Όλα αυτά, δίνοντας εντυπωσιακή προσοχή στη λεπτομέρεια, ιστορική και σκηνογραφική, χαρίζοντας στο σινεφίλ κοινό μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές κινηματογραφικές σκηνές των τελευταίων ετών (από τη σκηνή αποδοχής της Thomasin ότι είναι μια μάγισσα στο The VVitch, μέχρι τον αυνανιζόμενο Robert Pattinson στο The Lighthouse), και με ένα budget που απείχε έτη φωτός από αυτό που έχουν στη διάθεσή τους μεγάλα studios του Hollywood. Κάτι που φαίνεται να αλλάζει στο The Northman και δυστυχώς δεν μιλάμε αποκλειστικά για την περίπτωση του budget, που απλόχερα χαρίστηκε αυτήν τη φορά στον Eggers, αγγίζοντας το αστρονομικό ποσό των 90 εκατομμυρίων δολαρίων (όταν στο The VVitch περιοριζόταν στα 3 εκατομμύρια και στο The Lighthouse στα 11).

mv5bzwy3otdkzdqtyjdjmy00ndrmlthizjityjuzzgnkzdyyyzc0xkeyxkfqcgd_p93151

 

Απορρίπτοντας αυτή τη φορά τον ιστορικό καμβά και επιλέγοντας μια ξεκάθαρα μυθολογική προσέγγιση, που τον απαλλάσσει από τις ανάγκες διατήρησης ρεαλιστικών στοιχείων, ο Eggers επιχειρεί στον Northman τη δημιουργία της δικής του εποποιίας, με ευθείες αναφορές σε έργα όπως αυτό του Κόναν του Βάρβαρου και με απώτερο σκοπό την πρόκληση δέους στους θεατές της ταινίας. Και τίποτα το κακό δεν θα είχαν τα παραπάνω, αν ο σκηνοθέτης δεν εγκλωβιζόταν αυτήν τη φορά στο δόγμα του θεάματος για το θέαμα, που σύντομα καταλήγει σε ένα ομολογουμένως φλύαρο αποτέλεσμα, που ταυτόχρονα όμως δεν έχει και τίποτα να πει. Στο The Northman παρακολουθούμε την προσωπική κινηματογραφική saga του Eggers, που αν και γεμάτη από εντυπωσιακές σκηνές, ζηλευτή εικονογραφία του Σκανδιναβικού τοπίου, γενναίες δόσεις της τοπικής μυθολογίας και σαφείς επιρροές από το έργο του Lovecraft και του Shakespeare (εξ ου και ο πρίγκιπας Amleth), δυστυχώς μένουμε στο τέλος με μια γεύση στην οποία επικρατεί απλώς το αιματοκύλισμα και η υπέρμετρη τεστοστερόνη.

 nori-2-768x512

Από εκεί που ο σκηνοθέτης ξεκινά με μια διάθεση δημιουργίας ενός έπους που προσιδιάζει σε αρχαιοελληνική τραγωδία μέσα από τα μοτίβα της κεντρικής ιστορίας του και τις ανατροπές του, τυφλώνεται από τις πρωτοφανείς δυνατότητες που του δίνονται ως προς την παραγωγή αυτής της ταινίας, επενδύοντας τελικά δυσανάλογα σε περιττά εφέ και ξεχνώντας να κάνει αυτό που έκανε στο παρελθόν καλύτερα: να ρίχνει φως στους ίδιους τους χαρακτήρες της ταινίας του και στον σύνθετο ψυχισμό τους. Στον Northman αυτό γίνεται ορατό όχι τόσο στην περίπτωση του σκοτεινού πρίγκιπα Amleth που αναζητεί εκδίκηση, αλλά κυριότερα στους γυναικείους χαρακτήρες που ερμηνεύουν η Nicole Kidman και η Anya Taylor-Joy (η σύντροφος του Amleth που θα τον βοηθήσει στην αποστολή του). Χαρακτήρες που παρότι μπορούσαν κάλλιστα να αναπαρασταθούν με το απαραίτητο βάθος, δίνοντας εντελώς διαφορετική πνοή στο συνολικό αποτέλεσμα, κυριολεκτικά χαραμίζονται στα 136’ λεπτά της ταινίας.

Εν τέλει αυτό που κρατά κανείς στη θέαση του The Northman δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι η βαρβαρότητα αναπόφευκτα γεννά κι άλλη βαρβαρότητα. Το πρόβλημα όμως έγκειται στο ότι ο Eggers με αυτήν του την ταινία δεν σταματά ποτέ για να στοχαστεί  γύρω από αυτήν την αέναη συνθήκη και, κυριότερα, αποτυγχάνει να εμβαθύνει στα διαφορετικά είδη αυτής της βαρβαρότητας με τα οποία μπορούμε τελικά να βρεθούμε αντιμέτωποι στη ζωή μας.

 

Για τον Βασίλη Σπανό  το The Northman δίνει θέαμα χωρίς εκπτώσεις στην προσωπική σκηνοθετική σφραγίδα 

Η επιστροφή του Robert Eggers, ενός από τους πλέον αγαπητούς και ταλαντούχους νέους Αμερικανούς σκηνοθέτες του κινηματογραφικού τρόμου, στα κινηματογραφικά δρώμενα, με το The Northman δείχνει ότι ο σκηνοθέτης "σαλπάρει" προς μια διαφορετική κατεύθυνση, εκείνη του επικού σινεμά με στοιχεία φαντασίας και τρόμου, βουτώντας γερά στην σκανδιναβική μυθολογία και τους Vikings. Μοιράζεται μέχρι ενός σημείου την ίδια ταυτότητα με τις δύο πρώτες του ταινίες (The Witch, The Lighthouse), πατώντας δυνατά πάνω στην ιστορική ακρίβεια, διανθίζοντάς την σταδιακά με μυθολογικά στοιχεία, φολκλορικούς μύθους και ελαφριά αναχρονιστικά δάνεια, που με την σειρά τους προσθέτουν διακριτικά -ή και όχι- μια άλλη διάσταση στο τελικό αποτέλεσμα. Καταφέρνει λοιπόν να ξεφύγει από τα ‘’στενά’’ πλαίσια που η πραγματικότητα ορίζει και να τρυπώσει στις πιο μύχιες γωνίες του ανθρώπινου νου και συνείδησης, ικανοποιώντας έτσι την δημιουργική του ‘’τρέλα’’ και το γνήσιο -αν μη τι άλλο- καλλιτεχνικό όραμα του.

Στο The Northman ο Eggers δεν έχει ως μοναδικά βέλη στην φαρέτρα του το ιστορικό πλαίσιο και τη νορβηγική μυθολογία, αλλά όπως φαίνεται ήδη από την περίληψη της ταινίας και το όνομα του πρωταγωνιστή, σύμμαχός του είναι και ο ίδιος ο βάρδος του Avon, William Shakespeare, μιας και ο τελευταίος δανείστηκε πολλά στοιχεία για τον Hamlet του από την εν λόγω ιστορία της μεσαιωνικής Σκανδιναβικής μυθολογίας. Έτσι ο θεατρικός λόγος  μπαίνει και αυτός μέσα στο παιχνίδι που σκαρώνει ο Eggers, θολώνοντας τα νερά μεταξύ περιπέτειας και τραγωδίας.

Με μια λοιπόν πολύ-θεματική στη βάση της ταινία, αρκετά ‘’βαριά’’ σε επιρροές αλλά και εκ φύσεως ανοικτή σε πολλαπλές εναλλακτικές κατευθύνσεις, ο Eggers εσκεμμένα ή μη (ο ίδιος, ελαφρώς άκομψα πριν την πρεμιέρα, δήλωσε ότι δεν είχε τον τελευταίο λόγο στο τελικό cut της ταινίας) επιλέγει ένα σενάριο, στο οποίο η αρχέγονη φύση του δεν γνωρίζει καμία ανατροπή ή πινελιά γνήσιας δημιουργικής τρέλας, όπως μας είχε συνηθίσει μέχρι τώρα. Στις στιγμές που του δίνεται η ευκαιρία να ξεφύγει από τα ‘’στεγανά’’ της τυπικής ιστορίας εκδίκησης και να προκαλέσει νοητικά τον θεατή με κάποιες ενδιαφέρουσες θεματικές -όπως αυτή που προκύπτει από μια ενδιαφέρουσα ανατροπή στην τρίτη πράξη της ταινίας- ο Eggers επιμένει σε πιο συμβατικές νόρμες, που δεν παρεκκλίνουν από την αναμενόμενη εξέλιξη των πραγμάτων. Η ταινία είναι μια ιστορία εκδίκησης ειπωμένη με σχεδόν απόλυτους όρους, δίχως να δείχνει διατεθειμένη να αφουγκραστεί καμία ‘’παραξενιά’’ ή κάτι που θα ‘’τραυμάτιζε’’ τον πυρήνα της. Αυτό, ίσως, σε πρώτο χρόνο να απογοητεύσει ελαφρώς τους φίλους του σκηνοθέτη, αλλά και όποιον ήλπιζε ότι σε έναν τόσο μεγάλο -70 με 90 εκατομμύρια budget- καμβά, ο Eggers μετά το The Witch και το The Lighthouse, θα απασφάλιζε πλήρως τις δημιουργικές του αρετές και καλλιτεχνικές ανησυχίες, ζωγραφίζοντας κάτι εξίσου ‘’αντιδραστικό’’ σε όρους επικού cinema.

images-2

Όμως το αιματοβαμμένο Viking έπος του Eggers, σε μια πιο ψύχραιμη ανάγνωση, καταφέρνει κάτι άλλο: να ντύσει με την κινηματογραφική γλώσσα και τους ‘’μανιερισμούς’’ του -σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη- μια ιστορία, η οποία από την αρχή μέχρι το τέλος της κάνει τον θεατή να νιώθει οικειότητα μαζί της λόγω αυτού του αρχετυπικού της χαρακτήρα. Και πετυχαίνει να παραδώσει μια αυθεντικά ψυχαγωγική ταινία, η οποία δεν αισθάνεται ότι χρειάζεται στο τέλος να απολογηθεί για την επιλογή της να μην ‘’θολώσει’’ τα νερά ή να μην επιχειρήσει κάτι τόσο ριζοσπαστικά ‘’αυθάδες’’ όπως οι δύο προηγούμενες ταινίες του.

Γενναίες ενέσεις μυθολογίας τονώνουν συνεχώς το ιστορικό πλαίσιο, φτάνοντας στο σημείο όπου η μυθολογία παίρνει κεφάλι από την πραγματικότητα σχεδόν οργανικά, με αποκορύφωμα  την τελική μονομαχία της ταινίας, μια από τις πιο εντυπωσιακές σεκάνς δράσης των τελευταίων ετών. Σκηνές όπως η εμφάνιση της Βαλκυρίας, η εναρκτήρια επιδρομή των Berserkers ή η απόκτηση ενός μυθικού σπαθιού από τον κεντρικό ήρωα, μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από τις σελίδες του Frank Frazetta ή τις παρτιτούρες των Bathory, ενώ, φωτιά ατσάλι και αίμα δίνουν την σειρά τους σε τριπαρισμένα οράματα και ψυχεδελικές μυστικιστικές σεκάνς, που θυμίζουν από τη μια το The Fountain του Darren Aronofsky και από την άλλη έναν χαοτικό πίνακα του Hieronymus Bosch εν κινήσει. Η  ιμπρεσσιονιστική φωτογραφία του Jarin Blaschke, το soundtrack των Robin Carolan και Sebastian Gainsborough και η μεγαλοπρέπεια των σκηνικών -φυσικών και μη- βοηθούν τα μέγιστα τον Eggers στο να εξαπολύσει μια αισθητική επίθεση στον αμφιβληστροειδή, φυσική συνέχεια των πειραματισμών του στο The Witch και κυρίως στο The Lighthouse.

Στο επίκεντρο του έργου, ο Alexander Skarsgard σηκώνει στις -τεράστιες- πλάτες του μεγάλο μέρος της ταινίας, αφού ενσαρκώνει ιδανικά τον Amleth, ως ένα αγρίμι το οποίο πασχίζει να βρει την ανθρώπινη πλευρά του σε έναν σκληρό και βίαιο κόσμο, όπου η ανθρώπινη ζωή έχει ελάχιστη αξία. Επισκιάζεται ελαφρώς, όμως, σε σημεία από τον Claes Bang, ο οποίος υποδύεται τον θείο του Fjölnir, έναν καλογραμμένο ‘’villain’’ που αποκτάει περισσότερο ανθρώπινη υπόσταση από τον Amleth όσο προχωράει η ταινία. Από το υπόλοιπο cast ξεχωρίζει η Anya Taylor-Joy, η οποία επανασυνδέεται με τον Eggers μετά το The Witch, η Nicole Kidman σε έναν κομβικής σημασίας ρόλο που φέρει εις πέρας με την αναμενόμενη βαρύτητα στην ερμηνεία της, καθώς και ο Ethan Hawk σε μια πολύ ιδιαίτερη εμφάνιση σε σχέση με αυτές που μας έχει συνηθίσει γενικότερα. Σε σύντομες μα χαρακτηριστικές εμφανίσεις, επίσης, δίνουν το δικό τους feature ο Willem Dafoe και -η λίγο προβλέψιμη- Björk.

bjork-in-the-northman-1649863972

Το Valhalla Rising του Nicolas Winding Refn είναι μια φορμαλιστική ψυχοτρόπα κατάβαση προς τον εφιάλτη, την τρέλα και την Κόλαση, ενώ το αριστουργηματικό Conan the Barbarian του John Milius αγκαλιάζει και αναδεικνύει τον ήρωά του στην πορεία του προς εκδίκηση ενάντια στην οργανωμένη θρησκεία, καθώς αφουγκράζεται τις νιτσεϊκές του καταβολές. Διόλου τυχαία και οι δύο ταινίες συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το The Northman ως προφανέστατες επιρροές του. Δεν καταφέρνει να τις κοιτάξει επί ίσοις όροις, καθώς κινείται σε μια διαφορετική κατεύθυνση από την οποία απουσιάζει το βάθος των προαναφερθεισών ταινιών, αλλά και η ‘’αυθάδεια’’ που μας είχε συνηθίσει με τα δύο προηγούμενα του έργα ο Eggers. Θα είχε ενδιαφέρον ένα μελλοντικό Director’s Cut για το The Northman, όμως μπροστά στο πρώτο αμιγώς mainstream -όσο μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι- έργο της καριέρας του, ο Robert Eggers δεν απογοητεύει και παραδίδει μια άκρως ψυχαγωγική ταινία -την πιο ψυχαγωγική του πιθανότατα- η οποία δεν κάνει εκπτώσεις ούτε στο θέαμα, ούτε και στην προσωπική του σκηνοθετική σφραγίδα. Και αυτό, σήμερα, για ταινίες των 100 εκατομμυρίων budget και άνω, δεν είναι κάτι σύνηθες, ούτε και δεδομένο. 

 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured