Η μυθοπλασία στην ελληνική τηλεόραση απέχει ακόμη από κάποια άνθιση ή μια «χρυσή εποχή» αλλά τουλάχιστον φέτος είδαμε δυο τηλεοπτικές σειρές που ξεφεύγουν με διαφορά από τα συνηθισμένα και μας κάνουν να αισιοδοξούμε. Ο Σιωπηλός Δρόμος (MEGA) και το 42°C (Cosmote TV) είναι δυο σειρές που (επιτέλους) μας κάνουν να ξεχάσουμε τις καθημερινές σαπουνόπερες με τα ατέλειωτα κοντινά πλάνα και τα έντονα make up σε εσωτερικούς χώρους, τα αδιάφορα σίριαλ με τις πλαδαρές και άστοχες πλοκές, τον οπισθοδρομικό συντηρητισμό των λαοφιλών Άγριων Μελισσών και τα αμερικάνικα κακέκτυπα (Έτερος Εγώ) που δεν πατάνε στα πόδια τους.
Η σκηνοθεσία του Βαρδή Μαρινάκη στα 13 επεισόδια που αποτελούν τον Σιωπηλό Δρόμο είναι υψηλού επιπέδου. Άψογη πλανοθεσία, υποδειγματική ανάπτυξη χαρακτήρων, μινιμαλιστική προσέγγιση στην αστυνομική ίντριγκα και μια εικαστική απειλή στην πλοκή και στην ατμόσφαιρα.
Μια μαζική απαγωγή εννέα παιδιών από το σχολικό τους λεωφορείο ένα τυχαίο πρωινό, θα ταράξει ολόκληρη την κοινωνία ενός ακριβού προαστίου της Αττικής. Όσο εκτυλίσσεται αυτό το forensic δράμα απαγωγής, οι ζωές των μεγαλοαστών γονέων θα βουτηχτούν στη σήψη και τις υποψίες. Ο εχθρός είναι μυστηριώδης, τα κίνητρά του ανεξιχνίαστα και το τραύμα που προκαλούν οι πράξεις του εν τέλει διαβρώνει μια ολόκληρη κοινότητα που είναι παντελώς ανίκανη να αντιδράσει. Το σενάριο είναι καλά καταρτισμένο, με ώριμη χρήση του cliffhanger και οι σεναριακές λεπτομέρειες του πολυεπίπεδου στόρι δεν περιορίζονται στην εγκληματολογική σπαζοκεφαλιά αλλά προσθέτουν στην εμβάθυνση των χαρακτήρων.
Η Ανθή Ευστρατιάδου και η Πηνελόπη Τσιλίκα είναι πειστικές ως τα αθώα θύματα μιας παράλογης διαστροφής, ο Δημήτρης Λάλος ερμηνεύει άψογα τον αφοσιωμένο αστυνομικό που ερευνά την υπόθεση, ο Νικόλας Παπαγιάννης δεν κάνει τίποτα παραπανίσιο και απογειώνει τον αβανταδόρικο λούμπεν χαρακτήρα του, ο Αντώνης Καφετζόπουλος φέρνει έναν νατουραλισμό στην εικόνα του πάτερ φαμίλια και ο Χρήστος Λούλης μπολιάζει με ηλεκτρισμό ακόμη και τις πιο ήπιες στιγμές. Αν και κάποιοι ρόλοι είναι underwritten, όπως της Βίκυς Παπαδοπούλου (σύζυγος δημάρχου) της Μυρτούς Αλικάκη (διευθύντρια σχολείου) και της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου (σύζυγος του ιδιοκτήτη των λατομείων) οι τρεις τους δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό μέσα σε ένα θρίλερ που θα μπορούσε να εξαντληθεί στην απεικόνιση σπονδυλωτών περιστατικών γύρω από τη βάρβαρη δράση ενός απαγωγέα αλλά παρατάει την ιντριγκαδόρικο ιδεαλισμό πάνω στη φύση του «κακού» και την ιδέα της μεταμέλειας τη στιγμή ακριβώς που αρχίζουμε να την αντιλαμβανόμαστε.
Το σενάριο βγάζει από το μανίκι τον άσσο ενός συγκλονιστικού plot twist (που έρχεται μετά το 8ο επεισόδιο). Ο Σιωπηλός Δρόμος εκφράζει αρκετά άβολα ερωτήματα για το δράμα της χαμένης προσωπικής ζωής για χάριν του οικογενειακού καθήκοντος. Οπωσδήποτε τα εγκληματολογικά εργαστήρια και ο εξοπλισμός στο εσωτερικό των κεντρικών γραφείων είναι στα όρια της φαντασίας αλλά από την άλλη, είναι σωστή αυτή η επιλογή, καθώς κανείς δε ζήτησε να δει τη ρεαλιστική μιζέρια της ΓΑΔΑ. Ελπίζω κάποτε αυτή η σειρά να βρει τον δρόμο της στο Netflix γιατί πραγματικά το αξίζει.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ψυχολογικό δράμα μυστηρίου 42°C. Πρόκειται για ένα παράξενο ερωτικό θρίλερ 8 επεισοδίων που γυρίστηκε εξ’ ολοκλήρου στην Κέρκυρα. Ένα ανεξιχνίαστο φονικό κάτω από τον ήλιο θα αναβιώσει έξι χρόνια αργότερα. Η μικρή Λένα (καλή στον ρόλο αυτό η «άγουρη» Ναταλία Swift) θα επιστρέψει στο νησί έξι χρόνια μετά τη μέρα που η μητέρας της έπεσε στο κενό και το άψυχο σώμα της βρέθηκε στη θάλασσα. Η έφηβη κοπέλα θα ξαναζήσει τον εφιάλτη όταν η ατίθαση αδερφή της θα βρεθεί νεκρή στο ίδιο σημείο.
Ο Γιώργος Παπαβασιλείου προσεγγίζει το υλικό του με το νεύρο και την ένταση των σύγχρονων διασκευών του BBC σε έργα κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας και μυθοποιεί με στόμφο το αίνιγμα. Η «αγέλαστη» Κατερίνα Λέχου και η «συμβιβασμένη» Έμιλυ Κολιανδρή συνθέτουν τη μητριαρχική ατμόσφαιρα στο νησιώτικο σπίτι που το λούζει το λιοπύρι. Ο Χρήστος Λούλης είναι ο ντόπιος αστυνομικός που βρίσκεται μάλλον απρόθυμα μπλεγμένος στα δίχτυα της δυσεπίλυτης ίντριγκας και στο πρόσωπό του κουβαλάει μια μελαγχολία ανάλογη με εκείνη που έφερνε ο Kenneth Branagh στον ρόλο του Επιθεωρητή Βαλάντερ.
Η σειρά είναι άκρως ψυχαγωγική, αν και δε φτάνει ποτέ στο επίπεδο της υποβλητικότητας που θα μπορούσε γιατί δεν καταφέρνει να προκαλέσει ταύτιση με τους χαρακτήρες και τις ιστορίες του. Μάλλον δεν προλαβαίνει, καθότι παρασύρεται από την «έντεχνη» διάθεση και τη θλίψη στα σκυθρωπά πρόσωπα, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνεται συχνά. Χρειάζονταν ίσως μια καλύτερη διαχείριση της ισορροπίας ανάμεσα στην «αγκαθακριστική» έρευνα και στο βαρύ οικογενειακό τραύμα που ορίζει τις τύχες. Ωστόσο η προσέγγιση είναι ανθρωπολογική και το ύφος αρκούντος στοχαστικό. Τα ιμπρεσιονιστικά καδραρίσματα και η αξιοποίηση του νησιώτικου καύσωνα συχνά λειτουργούν και ας αφήνουν μια αίσθηση ανολοκλήρωτου. Αυτό το λεπτομερές και υπερφορτωμένο από στοιχεία, θαλασσοδαρμένο αστυνομικό noir, θέτει ψηλά τον πήχη της αισθητικής και σε αυτό συμβάλλει η εξαιρετική μουσική του Θοδωρή Ρέγκλη.
Επιτέλους, το ελληνικό binge watching αρχίζει και γίνεται πραγματικότητα.