The United States vs. Billie Holiday
(Lee Daniels)
Ο σκηνοθέτης Lee Daniels μας έχει αποδείξει ότι είναι τολμηρός (Precious), ότι έχει camp χιούμορ (Paperboy) και ότι εκτιμάει το ανώδυνο trash (δικό του και το τηλεοπτικό Empire). Εάν φιλοδοξούσε να κάνει τη «μεγάλη» ταινία του έχοντας για ηρωίδα τη Billie Holiday, μάλλον δεν το κατάφερε απόλυτα. Βέβαια, αυτό το biopic επιλέγει έξυπνα να μην απλωθεί στο χρόνο και να μιλήσει για μια συγκεκριμένη εποχή που η Lady Day αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με το νόμο, επειδή επέμενε να τραγουδάει ζωντανά το συγκλονιστικό τραγούδι διαμαρτυρίας, “Strange Fruit”, το οποίο ενοχλούσε το λευκό κατεστημένο. Είναι εμφανές ότι ο Lee Daniels νοιάζεται για την ηρωίδα του και για την πολυτάραχη ζωή της, όμως δεν καταφέρνει να ενώσει ικανοποιητικά τα άλματα στο χρόνο και αδυνατεί, για έναν περίεργο λόγο, να εμβαθύνει στην ψυχή της ταλαιπωρημένης ιέρειας των blues. Η βία, οι καταχρήσεις και η ρατσιστική ασφυξία γύρω από το πρόσωπο της Billie Holiday θα όφειλαν να δημιουργούν ένα πιο ζωηρό πλαίσιο δράσης, όμως η ταινία μένει στα πρωτοεπίπεδα νοήματα και απογειώνεται λιγάκι όταν οι ηχογραφήσεις της Holiday βγαίνουν μπροστά. Άξιζε καλύτερη ταινία ο αντίκτυπος του “Strange Fruit” στην εποχή που το γέννησε. Η ερμηνεία της Andra Day (Χρυσή Σφαίρα Γυναικείου Ρόλου) στο ρόλο της Holiday είναι εξαιρετικά πειστική.
Judas and the Black Messiah
(Shaka King)
Ο Fred Hampton ήταν ο χαρισματικός ρήτορας και ο υποσχόμενος ακτιβιστής που ανέβηκε ψηλά στην ιεραρχία των Μαύρων Πανθήρων, στη δεκαετία του '60, όταν η ιστορία των κοινωνικών διεκδικήσεων και της αμφισβήτησης δούλευε υπερωρίες. Η φήμη του ήρωα τον είχε τοποθετήσει ψηλά στο στόχαστρο του FBI και του J Edgar Hoover. Η αποστολή του Bill O'Neal ήταν να παρεισφρήσει ως undercover στον απελευθερωτικό οργανισμό και να δώσει πληροφορίες στο κράτος για την πρόοδο της επανάστασης. Ο σκηνοθέτης Shaka King δεν έχει το budget που θα ήθελε για να κάνει μια πιο πειστική αναπαράσταση της εποχής, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι δε δείχνει να έχει την απαραίτητη οργή και τη συναισθηματική εμπλοκή με τα γεγονότα, ώστε να δώσει ένα πολιτικό υπόβαθρο σε όσα συμβαίνουν –όπως δηλαδή έκανε ο Spike Lee με το BlacKkKlansman πριν λίγα χρόνια. Ο Daniel Kaluuya και o LaKeith Stanfield στους αντίστοιχους ρόλους αποτελούν καλές επιλογές και προσδίδουν ειδικό βάρος σε ένα επίπεδο σενάριο, που μοιάζει να γράφτηκε μετά από μια πρόχειρη έρευνα των γεγονότων στη Wikipedia. Στο σύνολό του, το φιλμ έχει μια γοητεία αλλά λείπει η μεγάλη σκηνή, η βαθύτερη ανάγνωση των γεγονότων, μια πιο φιλοσοφική προσέγγιση στο δίπολο προδότη και προφήτη.
Ma Rainey’s Black Bottom
(George C. Wolfe)
Κατά τη διάρκεια των πιεστικών ηχογραφήσεων, ο φιλόδοξος τρομπετίστας και ο λευκός μάνατζερ προσπαθούν να ελέγξουν την πληθωρική Ma Rainey που αποκαλείται η Μητέρα των Μπλουζ. Έντονα διαλογικό φιλμ θεατρικών καταβολών, που διαδραματίζεται σε ένα από τα άθλια καταγώγια στα οποία γράφτηκε η θρυλική ιστορία της r’n’b. Η Viola Davis είναι καλή στον ρόλο της “big mama” που είναι έξαλλη με όλους και που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με το σπαταλημένο ταλέντο της. Εξαιρετικός είναι και ο Chadwick Boseman (Χρυσή Σφαίρα Ανδρικού Ρόλου). Δυνατοί μονόλογοι, παραπανίσιο στυλιζάρισμα για δράση περιορισμένων τετραγωνικών και αποπροσανατολιστική διεύθυνση φωτογραφίας, καθώς τα χρώματα στο κάδρο τραβάνε την προσοχή από όσα ξεστομίζονται εν βρασμώ ψυχής. Ο George C. Wolfe βάζει σε τάξη τα λεκτικά πυρά του έργου του August Wilson (Fences) αλλά συχνά ολισθαίνει στη φλυαρία. Το νεύρο των ερμηνειών σε κάθε σκηνή και οι πυρετώδεις blues εκρήξεις είναι τα μεγάλα ατού του φιλμ. Ωστόσο, το Ma Rainey’s Black Bottom δε βρίσκει τη δραματική ισορροπία που θα έπρεπε, καθώς πασχίζει να αποδείξει σε κάθε σκηνή πόσο σημαντικά είναι αυτά που μας λέει και λυσσάει να μας πείσει για το πόσο επίκαιρο είναι το θέμα του, αντί να αφήσει το πλούσιο και καλογραμμένο υλικό του να κάνουν μόνα τους τη δουλειά τους.
Sylvie’s Love
(Eugene Ashe)
Τρυφερό, στιλάτο και παλιομοδίτικο ρομάντζο γύρω από μια γυναίκα με όνειρα να εργαστεί στην τηλεόραση και έναν ανερχόμενο σαξοφωνίστα. Πρόκειται για ένα σχεδόν συντηρητικό love story, ακαδημαϊκής αισθητικής που περιγράφει το αγνό δέσιμο δυο νέων ανθρώπων, με τα νυχτερινά σαξόφωνα να υπαγορεύουν την ατμόσφαιρα και την αισθητική. Ο έρωτας των ηρώων γεννήθηκε σε ένα δισκάδικο και η σχέση τους αναπτύχθηκε μέσα από τα jazz βινύλια και στη συνέχεια δοκιμάστηκε από τις αντιξοότητες του Χάρλεμ στη ζόρικη δεκαετία του '50. Δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία από τον Eugene Ashe που μπορεί να μην άφησε σοβαρό συναισθηματικό αποτύπωμα με το Sylvie’s Love και ίσως να μη γίνει ποτέ ο μαύρος Douglas Sirk, όμως όλα δείχνουν ότι έχει μια σπουδαία ταινία μπροστά του να μας χαρίσει. Η Tessa Thompson και ο Nnamdi Asomugha κάνουν τα απολύτως απαραίτητα σε τούτο το ντελικάτο μελόδραμα «Βαλεντίνου», αλλά έχουν μια καλή χημεία μεταξύ τους.
One Night in Miami...
(Regina King)
Κάπου ανάμεσα στον αστικό μύθο και τη δοξασία των προσωπικοτήτων που επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση της αφροαμερικάνικης συνείδησης στα χρόνια του 1960, το One Night in Miami φέρνει στο ίδιο μέρος τον μποξέρ Cassius Clay, τον πνευματικό ηγέτη Malcolm X, τον τραγουδιστή Sam Cooke και τον αθλητή Jim Brown. Ο Cassius Clay έχει μόλις κατακτήσει τον τίτλο και καταδιώκεται από τον νόμο του Jim Crow, ο Sam Cooke δυσκολεύεται να πείσει το λευκό ακροατήριο να τον πάρει στα σοβαρά ως ερμηνευτή, ο Malcolm X ψάχνει να βρει το ρόλο του στο φλέγον ζήτημα της βίαιης μάχης κατά των φυλετικών διακρίσεων, ενώ ο Jim Crow αντιμετώπιζε τους δικούς του δαίμονες ως προς τη δική του δημόσια περσόνα. Η Regina King σκηνοθετεί τη συνάντηση τεσσάρων ανδρών σε μια αμήχανη στιγμή στο χρόνο, όταν ακόμη δεν έχουν έρθει σε επαφή με την πολιτισμική τους επιρροή και δε γνωρίζουν αν ο κόσμος είναι έτοιμος γι’ αυτούς. Ο χρονομετρημένος διάλογος και η σχεδόν θεατρική πλανοθεσία παίρνουν το πάνω χέρι και δεν αφήνουν τις κινηματογραφικές αρετές να αναπνεύσουν. Οι ανταλλαγές ιδεών στους διαλόγους δεν έχουν κάποιον ρεαλισμό για να πείσουν για την ιστορική τους ακρίβεια, αλλά ούτε και τον φλέγοντα ρυθμό ενός Aaron Sorkin, προκειμένου να καθηλώσουν. Ακόμα κι αν δεν είναι αντάξιο των εμβληματικών προσώπων που παρουσιάζει, το φιλμ έχει αγνές προθέσεις και κυλάει ξένοιαστα. Παρά τις ανεκμετάλλευτες πτυχές του θέματος, αυτή η νύχτα στο Μαϊάμι θέλει να τους χωρέσει όλους, μέχρι και τον τελευταίο λευκό «απολιτίκ» θεατή που δεν έχει τις ιστορικές αναφορές. Γι’ αυτό και μόνο είναι αξιέπαινη.
+
Malcolm & Marie
(Sam Levinson)
Ένας σκηνοθέτης και η σύντροφός του επιστρέφουν σπίτι μετά από μια φαινομενικά θριαμβευτική βραδιά. Η πρεμιέρα της πρώτης ταινίας του φιλόδοξου ήρωα στέφτηκε με επιτυχία και η υποσχόμενη καριέρα του μόλις ξεκινάει. Στην ευχαριστήρια ομιλία του, όμως, μπροστά σε κοινό, κριτικούς και φίλους, λησμόνησε να ευχαριστήσει τη γυναίκα που τον συνόδευε σε όλη τη μακροχρόνια διαδικασία κατασκευής της ταινίας. Ο λευκός σκηνοθέτης Sam Levinson (γιος του βετεράνου κινηματογραφιστή, Barry Levinson) χρησιμοποιεί έναν μαύρο χαρακτήρα για να κάνει ένα αυτάρεσκο κήρυγμα στους λευκούς κριτικούς που υποτίθεται ότι δεν βλέπουν πέρα από race politics και θα χτυπήσουν την ταινία του, γράφοντας ο ίδιος (ξαναλέω, γράφοντας ο ίδιος) την κριτική της ταινίας για να την αντικρούσει προφορικά ο ήρωάς του. Δεν ξέρω αν αυτό είναι το πιο ενοχλητικό πράγμα του φιλμ ή το γεγονός ότι χρησιμοποιεί τον ήρωα σαν alter ego του για να μας μιλήσει με τον πιο μπανάλ τρόπο για τα προβλήματα του ανδρικού βλέμματος στις γυναίκες, νομίζοντας ότι έτσι θα είναι ένα βήμα μπροστά από τον υποψιασμένο θεατή που θα δει με φεμινιστικό κριτήριο ότι καδράρει λιγούρικα τα γυμνά σημεία της ηθοποιού του (όχι την ηρωίδα) στο 90% του φιλμ χωρίς να υπάρχει λόγος. Ο προνομιούχος και μεγαλωμένος μέσα στην κινηματογραφική βιομηχανία (σαν τον Roman Coppola, ένα πράγμα) παίρνει δάνεια από το Faces και το Who's Afraid of Virginia Woolf?, όμως εδώ δεν έχουμε ένα πυκνό και στοχαστικό δράμα, αλλά την γκρίνια ενός αλαζόνα. Η Zendaya και ο John David Washington κάνουν ό,τι μπορούν στο ευρύχωρο σπίτι και υπακούν στις οδηγίες του Levinson, ο οποίος πήγε να αντικρούσει τις κριτικές της ταινίας του πριν καν γραφτούν (το έκανε και ένας άλλος κακομαθημένος νάρκισσος, ο Kaufman στο I'm Thinking of Ending Things). H ταινία θα βλεπόταν πολύ πιο ευχάριστα αν δε μας φώναζε σε κάθε σκηνή ο γιος του μπαμπά του το πόσο relevant αισθάνεται. Φαντάζομαι τον Sam Levinson, σε κάποιο μπιστρό του upper east side ΝΥ, να εξηγεί σε λευκές φοιτήτριες κινηματογράφου τα identity politics που τον ενέπνευσαν για το σενάριο, για να τις κάνει να κρέμονται απ’ τα χείλη του.