Το αμερικανικό μπάσκετ δεν είναι η αδυναμία μου. Όταν τα μπασκετόφιλα πιτσιρίκια ρωτούσαμε το ένα το άλλο μεταξύ μας τι ομάδα ήμασταν στο μπάσκετ «από ξένες» θα έλεγα βέβαια τους Chicago Bulls, αλλά γιατί μόνο αυτούς ήξερα και μου άρεσε ο κόκκινος ταύρος στις φόρμες των παικτών στην τηλεόραση. Κι αυτό ήταν όλο.
Το κλισέ για το πόσο ευνοεί την ομαδικότητα του αθλήματος ο τρόπος που αυτό παίζεται στην Ευρώπη σε αντίθεση με τους εντυπωσιακούς ατομισμούς των μεγάλων αστεριών του NBA δεν είναι κάτι άγνωστο σε πολλούς και πολλές από εμάς που προτιμήσαμε το εξωτικό ζώο της μπασκέτας από το φιλέ του βόλεϊ ή τα γκολποστ, καταλήγοντας με συνοπτικές διαδικασίες στις ομάδες παίδων και κορασίδων των τοπικών αθλητικών συλλόγων.
Όμως τα κλισέ είναι να ραγίζουν και ίσως γι’ αυτό η πολυαναμενόμενη σειρά ντοκιμαντέρ του ESPN, The Last Dance (που ξεκίνησε να προβάλλεται μια ώρα αρχύτερα ελέω καραντίνας στο Netflix) για τον μύθο του Michael Jordan και των Chicago Bulls είναι ένα αδιαπραγμάτευτο must για κάθε μπασκετόφιλο. Πέρα από το προφανές της θεματολογίας της και του all star παραγωγικού της team, επεκτείνεται σε οικουμενικές μπασκετικές αλήθειες, αναδεικνύοντας την πεμπτουσία αυτού του μοναδικού ομαδικού αθλήματος, ακόμα και μέσα από μια άκρως προσωποπαγή ομάδα, όπως οι Chicago Bulls της δεκαετίας του 1990.
Ο τελευταίος χορός
Το The Last Dance κινείται γύρω από τη σεζόν του τελευταίου τίτλου των Chicago Bulls (1997-1998) υπό την καθοδήγηση του θρυλικού τους προπονητή Phil Jackson. Είναι μια ιδιαίτερη χρονιά για την κορυφαία ομάδα του NBA, η οποία δοκιμάζεται από τους κλυδωνισμούς που φέρνει απόφαση του manager Jerry Krause να προχωρήσει σε ριζική αναδόμηση, που περιλαμβάνει την απομάκρυνση του προπονητή που o ίδιος ανακάλυψε και προσέλαβε. Η ανανέωση του συμβολαίου του Jackson είναι αυστηρά μονοετής, καθώς ο Krause του έχει ανακοινώσει καθαρά και ξάστερα ότι «αυτή θα είναι η τελευταία του χρονιά στους Bulls». Ο Michael Jordan δηλώνει ότι δεν πρόκειται να παίξει για άλλον προπονητή και ο Phil Jackson που θέλει να αφήσει το κοστούμι του βασικού προπονητή όπως το φόρεσε, με ένα ακόμα πρωτάθλημα και γράφει στον πίνακα προπονήσεων τον τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου που πρόκειται να γράψει με τους Bulls: “The Last Dance”.
Από μόνο του το υλικό της σειράς -λήψεις από ειδικά εξουσιοδοτημένο συνεργείο με πλήρη πρόσβαση στην ομάδα των Bulls εκείνη την περίοδο- αρκεί για να την καταστήσει ένα άχαστο “Inside the Hollywood” με μπασκετικούς όρους. Αν προσθέσουμε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο της περσόνας του Michael Jordan, τις αμέτρητες συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών των χρόνων εκείνων και τις δομικές επιλογές δημοσιογραφικών flashbacks που επιτρέπουν απολαυστικές βουτιές στους χαρακτήρες αυτών των πρωταγωνιστών, μιλάμε για ένα κορυφαίο αθλητικό ντοκιμαντέρ, αντάξιο των προσωπικοτήτων και των αθλητικών γεγονότων που διερευνά.
«Μόλις πατήσει την ρακέτα, ρίξτε τον κάτω»
Το ότι το The Last Dance γυρίζει γύρω από τον άξονα του ηγέτη των Chicago Bulls και τον -για πολλούς- καλύτερο μπασκετμπολίστα όλων των εποχών είναι παραπάνω από προφανές και καθόλου παράλογο. Δεν είναι λίγες οι φορές που είναι εμφανής η τάση «αγιογράφησης» του Jordan και των ηγετικών του πρακτικών -προσέγγιση αναμενόμενη δεδομένων και των δικαιωμάτων έγκρισης που διατηρεί στο τελικό αποτέλεσμα της σειράς. Το bullying του Jordan στους Bulls της δεκαετίας του ’80 που πάλευαν να νικήσουν τους τότε αδιαφιλονίκητους αφέντες της Ανατολής, Detroit Pistons, μεταφράζεται λίγο-πολύ σε εμψυχωτικά μανιφέστο ενός ηγέτη «για το καλό της ομάδας» ενώ ο εγωισμός του χαϊδεύεται από τα υπεράνθρωπα αθλητικά του κατορθώματα.
Όπως και να έχει, βέβαια, ο Michael Jordan είναι ο Michael Jordan και όταν βλέπεις το ποτ-πουρί των ιπτάμενων καρφωμάτων του με τη μουσική υπόκρουση του “Partyman” του Prince, το μπασκετικό δέος έρχεται αναπόφευκτα κατά κύματα. Η εγωιστική ανταγωνιστικότητά του είναι ακριβώς το χαρακτηριστικό που τον οδήγησε στην κορυφή και στο χτίσιμο ενός brand εκατομμυρίων, με το λανσάρισμα των εμβληματικών sneakers air Jordan πριν καλά καλά πάρει το πρώτο του πρωτάθλημα. Το culture icon του Michael Jordan πηγάζει ακριβώς από αυτήν την άσβεστη ανταγωνιστικότητα που τον οδηγεί σε μια αέναη αθλητική αυτοβελτίωση– όπως αφοπλιστικά λέει και ο ίδιος: «Μου δίνουν τόσα χρήματα για διαφημίσεις γιατί αποδεικνύω κάθε μέρα αυτές τις δυνατότητες. Αν δεν έκανα αυτά που κάνω, δεν θα κυκλοφορούσα παπούτσια, δεν θα έπαιρνα τίποτα» Από τον εθισμό του Michael Jordan στη νίκη προκύπτει ένας ασταμάτητος παίκτης, που μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με τη λογική του προπονητή των σκληροτράχηλων κακών παιδιών Detroit Pistons , Chuck Daly: «Αν μπει στη ρακέτα, ρίξτε τον κάτω». Κι αυτό, πάλι, πριν ο Jerry Krause χτίσει γύρω από τον Jordan μια ομάδα όνειρο.
Μαθήματα αμερικανικής αθλητικής ηθογραφίας
]
Ένα από τα δυνατότερα χαρτιά του The Last Dance είναι ο χρόνος που δίνει στις ιστορίες των χαρακτήρων που πλαισίωσαν τον Michael Jordan στην ξέφρενη κούρσα των Chicago Bulls τη δεκαετία του ’90 και που χωρίς αυτούς, ίσως να μην διεκδικούσε τον τίτλο της κορυφής. Με ικανό μέρος του κάθε επεισοδίου να είναι αφιερωμένο και σε μια διαφορετική πρωταγωνιστική προσωπικότητα της ιστορίας των Bulls, διαμορφώνεται μια υψηλής ποιότητας αθλητική ηθογραφία, τουλάχιστον για τα δεδομένα ενός “blockbuster” αθλητικού ντοκιμαντέρ.
H ιστορία του μη προνομιούχου b-side του Michael Jordan, Scottie Pippen, τον οποίο «τσίμπησαν» από τα κολεγιακά drafts και κόντρα στα προγνωστικά, εξελίχθηκε σε δεινό σκόρερ, το mainstream κλισέ παραμύθι του κακού παιδιού Dennis Rodman, που έφερε το νταηλίκι των Detroit Pistons στους Bulls στην ακριβή δόση που το χρειάζονταν, παίρνοντας ρεπό για να βγει ραντεβού με την Madonna και η αρχιτεκτονική ευφυΐα του Jerry Krause, προσθέτουν αξιοσημείωτη αξία σε μια σειρά που, παρά τις ενδείξεις για το αντίθετο, τελικά δεν είναι “all about Jordan”.
Για την ομάδα, ρε γαμώτο
Από όλη αυτήν την ανάπτυξη και το κέντημα των χαρακτήρων που προκύπτει από την δομή του The Last Dance εξάγεται και το επιμύθιο (τουλάχιστον αυτών των έξι πρώτων επεισοδίων της σειράς), που δεν φαίνεται ικανό να ανατραπεί και από την συνέχεια της που την περιμένουμε πώς και πως κάθε πρωινό Δευτέρας στο ελληνικό Netflix.
Είναι πολλά αυτά που φωνάζουν «για την ομάδα ρε γαμώτο» σε μια σειρά που έχει στο επίκεντρο μια κορυφαία μπασκετική φυσιογνωμία: ο τρόπος που ο Jerry Krause έστησε κάθε πιθανή κι απίθανη επιλογή γι' αυτήν την ομάδα. Η υποχώρηση ενός καθαρόαιμου επιθετικού αλόγου κι ενός τρανού αθλητικού ατομιστή, όπως ο Jordan μπροστά στο καινοτόμο για τα αμερικανικά δεδομένα σύστημα της τριγωνικής επίθεσης. Ένα σύστημα που πολλαπλασιάζει εκθετικά τις επιθετικές επιλογές που προέρχονται από μία και μόνη πάσα, τοποθετώντας όλους τους παίκτες σε θέση εν δυνάμει σκόρερ -το οποίο διδάχθηκε ο Phil Jackson από τον εφευρέτη του και βοηθό προπονητή των Bulls Tex Winter και χρησιμοποίησε ως ανελκυστήρα των Βulls στην κορυφή του πρωταθλήματος. Η συγκινητική συγκέντρωση του «χύμα» Dennis Rodman τη σεζόν ’97–’98 για να καλύψει τα νώτα του Jordan, την απουσία του Pippen και το χαμένο έδαφος των πρωταθλητών στα πρώτα παιχνίδια όλα συνηγορούν υπέρ της κυρίαρχης ομαδικής διάστασης του αθλήματος, η οποία δεν μπορεί να προσκυνήσει το μεγαλείο κανενός αθλητή, όσο «μεγάλος» κι αν είναι. Είναι κάτι που δεν μπορεί να κρατηθεί κρυφό από τον ήλιο του μπάσκετ, ενός αθλήματος τόσο σφιχτής αριθμητικής σύνθεσης.
Τελικά, ο Michael Jordan θα ήταν σε κάθε σενάριο ένας σπουδαίος παίκτης, για τον οποίο θα έγραφε πολλά η μπασκετική ιστορία, αλλά, μαζί με τους υπόλοιπους Chicago Bulls κατάφερε να γράψει ο ίδιος την δική του μοναδική ιστορία.
To The Last Dance είναι διαθέσιμο στην πλατφόρμα του Netflix.