Όπως όλες οι συζυγικές σχέσεις, και δη οι μακροχρόνιες, έτσι και η σχέση της Τζόαν (Γκλεν Κλόουζ) και του Τζο (Τζόναθαν Πράις) είναι πολυεπίπεδη και περίπλοκη. Ίσως λίγο πιο περίπλοκη από το συνηθισμένο, αίσθηση που γίνεται εντονότερη καθώς ξεδιπλώνεται το στόρι της Συζύγου, το οποίο υπογράφει η Τζέιν Άντερσον, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Μεγκ Γούλιτζερ.
Τους συναντάμε την παραμονή μιας σημαντικής ανακοίνωσης: ο Τζο θα τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Παρόλο που η μεταξύ τους αύρα δεν φαίνεται να ξεφεύγει από τα στερεότυπα ενός διδύμου ενωμένου επί 40 χρόνια, η πρώτη υπόνοια ότι κάτι δεν πάει καλά φυτεύεται σχεδόν αμέσως. Το περίφημο τηλεφώνημα έρχεται, η μεγάλη στιγμή του Τζο ανακοινώνεται, όμως γιατί η Τζόαν δεν συμμετέχει στον ξέφρενο πανηγυρισμό με όλη της την καρδιά;
Ίσως φταίει η έμφυτη αυτοσυγκράτηση, η ψυχραιμία και η εσωστρέφειά της –χαρακτηριστικά που θα αναδυθούν στην πορεία. Ή ίσως υπάρχει κάτι άλλο. Ένα τρομερό μυστικό, το οποίο ο πιο υποψιασμένος θεατής θα αρχίσει να μυρίζεται (και) εξαιτίας της ανύπαρκτης χημείας μεταξύ του φαινομενικά κυριαρχικού Τζο και του μουδιασμένου γιου του (Μαξ Άιρονς), ενός επίδοξου συγγραφέα. Το πρόβλημα είναι ότι ο υποψιασμένος αυτός θεατής δεν θα αργήσει να μαντέψει και το ίδιο το μυστικό. Πράγμα καταστροφικό για την απόλαυση που υποτίθεται ότι περιμένει να εισπράξει κανείς την ώρα των αποκαλύψεων του φινάλε.
Η λογοτεχνία δεν είναι το κεντρικό θέμα της ταινίας Η Σύζυγος, τη σκηνοθεσία της οποίας υπογράφει ο Μπγιορν Ρούνγκε. Όμως είναι ποτισμένη από αυτήν, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της. Η λογοτεχνία και η «δίψα του συγγραφέα να γράφει όπως ανασαίνει» παραμονεύουν σε κάθε γωνία, καθώς ο φακός πότε ακολουθεί την οικογένεια (στην οποία υπάρχει και μια έγκυος κόρη, διακοσμητική στο σενάριο) στη Σουηδία, πότε ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, στην εποχή της γνωριμίας των δύο κεντρικών προσώπων, στις συναντήσεις και στις συνθήκες που καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία τους.
Στη Σουηδία, λοιπόν, ο Τζο απολαμβάνει όσο μπορεί τις τιμές και τον θαυμασμό που προηγούνται της στιγμής κατά την οποία θα υποκλιθεί εθιμοτυπικά στον βασιλιά για να παραλάβει το βραβείο του, ενώ η Τζόαν παλεύει να αποκρούσει όλη αυτήν την ξαφνική προσοχή στο πρόσωπό της, γνωρίζοντας (μεταξύ άλλων) ότι χρησιμεύει ως γλάστρα του βασιλικού. Από δίπλα και ο γιος, πικραμένος που ο πατέρας του δεν έχει ακόμα ασχοληθεί με το διήγημα που έχει γράψει. Δεν αργούμε να αντιληφθούμε ότι ο Τζο είναι ένα κακομαθημένο, εγωπαθές μωρό σε συσκευασία ηλικιωμένου. Και ότι, όπως είναι φυσικό, από πίσω του στέκεται κλαρίνο η σύζυγος-μαμά, έτοιμη να καλύψει στωικά οποιαδήποτε ανάγκη του. Μέχρι να φτάσει στα όριά της, δηλαδή.
Όσο για τα φλας-μπακ, αυτά εξυπηρετούν για να στερεώσουν την εικόνα που έχει αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μας. Ο Τζο ήταν παντρεμένος (και γυναικάς) καθηγητής λογοτεχνίας, η Τζόαν φοιτήτριά του. Η συνέχεια επί της οθόνης, γιατί αν γραφτούν περισσότερα εδώ, δεν θα μείνουν και πολλά να δείτε στη μεγάλη οθόνη.
Δυστυχώς, δεν γίνεται να εξηγηθούν χωρίς spoilers οι λόγοι για τους οποίους μια ιστορία που κουβαλάει τη λογοτεχνία στα κύτταρά της αδυνατεί να μας προσφέρει εκείνο ακριβώς που προσφέρει η καλή λογοτεχνία: χαρακτήρες που να στέκονται, έστω στοιχειωδώς. Μπορεί πάντως να σημειωθεί ότι είναι αδύνατον ένας άνθρωπος (ο Τζο, στην περίπτωσή μας), ο οποίος έχει επί δεκαετίες ασχοληθεί με τους συγγραφείς και τα σπουδαία τους κείμενα, ο οποίος έχει χτίσει ολόκληρη την εικόνα του σε ένα συγκεκριμένο στόρι, να ξεχνά το όνομα μιας λογοτεχνικής του ηρωίδας. Για οποιονδήποτε λόγο και αν γίνεται αυτό, απλώς δεν στέκει. Είναι επίσης παράξενο που ένας εγωκεντρικός πρώην καθηγητής δεν αρπάζει την ευκαιρία να κάνει μια λεπτομερή, ισοπεδωτική διδαχή στον γιο του, ο οποίος τολμά να τον ανταγωνιστεί στην έδρα του.
Και ακόμα, είναι αδύνατον μια γυναίκα σαν την Τζόαν –ευφυέστατη, απόμακρη σε βαθμό ανθρωποφοβίας, σκεπτικίστρια και, όπως παρουσιάζεται στη διαδρομή, εξαιρετική γνώστρια της ανθρώπινης φύσης– να αφήνεται, έστω και για λίγο, στα χέρια του σεναριακά δισδιάστατου καταλύτη της ιστορίας (Κρίστιαν Σλέιτερ): ενός επίδοξου βιογράφου-βδέλα με τόσο διαφανείς προθέσεις, ώστε και ο πλέον αφελής θα τις διάβαζε από το πρώτο δευτερόλεπτο.
Και αυτά είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που δεν δικαιολογούνται με κανέναν τρόπο στους χαρακτήρες της Συζύγου. Όλοι τους μπάζουν από παντού.
Ναι, η Γκλεν Κλόουζ είναι καλή. Πολύ καλή. Αν και κάτι μου λέει ότι, με δεδομένο το ταλέντο της, δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να απεικονίσει μια γυναίκα σαν την Τζόαν, μεταφέροντας πειστικά στη μεγάλη οθόνη όλες τις αποχρώσεις του υπόγειου, μακροχρόνιου πολέμου που μαίνεται μέσα της. Δυστυχώς, όμως, σε αντίθεση με τη μεγάλη της φετινή αντίπαλο στα βραβεία Όσκαρ, την Ολίβια Κόλμαν της Ευνοούμενης, δεν υποστηρίχθηκε από μια σπουδαία ταινία.
Αν λοιπόν κερδίσει το Όσκαρ, θα είναι κατανοητό: διανύουμε μέρες που οι γυναικείες φωνές ακούγονται, δικαίως, ολοένα και ηχηρότερα και ο ρόλος της αναδεικνύει αυτά που πρέπει να αναδειχθούν. Και, επίσης, της το χρωστάνε.
Το ότι θα το κερδίσει, αν το κερδίσει, για τη Σύζυγο, πάντως, θα είναι κρίμα.
Ηνωμένο Βασίλειο/Σουηδία/Η.Π.Α. 2018
Σκηνοθεσία: Μπγιορν Ρούνγκε
Πρωταγωνιστούν: Γκλεν Κλόουζ, Τζόναθαν Πράις, Κρίστιαν Σλέιτερ, Μαξ Άιρονς
Διανομή: Seven Films, Spentzos Film