Αγγλία, 18ος αιώνας. Για διάφορους προσωπικούς λόγους, μεταξύ των οποίων η αρθρίτιδα και η απώλεια αμέτρητων παιδιών, η βασίλισσα Άννα δεν είναι σε θέση να κυβερνήσει. Ευτυχώς (;) για εκείνη, στο πλευρό της βρίσκεται η εξαδέλφη της Σάρα, η οποία ηγείται της αυλής και, ουσιαστικά, καθοδηγεί την Αγγλία στον πόλεμο με τη Γαλλία. Μια άλλη εξαδέλφη, όμως, η Άμπιγκεϊλ, έρχεται να διεκδικήσει δυναμικά και με κάθε μέσον την εύνοια της βασίλισσας. Σε αυτόν τον παράλληλο πόλεμο των φιλοδοξιών, προστίθενται οι αγώνες πάπιας και η κατανάλωση ανανά, διότι εδώ μιλάμε για μια δημιουργία του Γιώργου Λάνθιμου, άρα τίποτα δεν μπορεί να είναι αναμενόμενο.
Ήδη, «Η Ευνοούμενη», μια ταινία εποχής που στηρίζεται πολύ, εκτός των άλλων, στις θεσπέσιες γυναικείες ερμηνείες της (η «βασίλισσα» Ολίβια Κόλμαν μόλις κέρδισε Χρυσή Σφαίρα) και την οποία η Nova θα προβάλλει, μεταξύ άλλων βραβευμένων με Χρυσή Σφαίρα ταινιών, σε Α΄Προβολή, έχει σαρώσει όλες τις παγκόσμιες διακρίσεις και έχει αναγκάσει τον διεθνή κινηματογραφικό τύπο να αναφέρεται πλέον στον σκηνοθέτη της ως «φαινόμενο».
Ναι, θα μπορούσε να κερδίσει και το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, για το οποίο μόλις προτάθηκε-συνολικά , η ταινία είναι υποψήφια για 10 αγαλματίδια σε 9 κατηγορίες, μεταξύ των οποίων και Καλύτερης Ταινίας.
Δέκα χρόνια πριν
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά στις Κάννες. Μάιος του 2009. Στην οθόνη ξετυλίγεται ο «Κυνόδοντας», μία από τις πιο αλλόκοτες και πιο υπνωτιστικές ταινίες που έχουν παιχτεί ποτέ στο φεστιβάλ. Την υπογράφει ένας Έλληνας, ο Γιώργος Λάνθιμος, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του μερικά εμπνευσμένα διαφημιστικά, μουσικά βίντεο κλιπ, μερικές μικρού μήκους, μια συν-σκηνοθεσία με τον Λάκη Λαζόπουλο («Ο καλύτερός μου φίλος») και μία ακόμα μεγάλου μήκους, την ατμοσφαιρική «Κινέτα», την οποία ελάχιστοι έχουν δει. Οι τίτλοι τέλους πέφτουν απότομα, σχεδόν σοκαριστικά. Στην αίθουσα επικρατεί απόλυτη σιγή, την κόβεις με το μαχαίρι. Από τότε έχω πολλές φορές αναρωτηθεί πώς να ένιωσε ο σκηνοθέτης εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που πάγωσε ο χρόνος. Παρόλο που ο Γιώργος Λάνθιμος φημίζεται για το coolness του, μου αρέσει συχνά να σκέφτομαι πώς μέσα σε ελάχιστες στιγμές πέρασε από την κόλαση στον παράδεισο. Γιατί, αμέσως μετά από εκείνα τα δευτερόλεπτα, στα οποία το κοινό προσπαθούσε να καταλάβει από πού του ήρθε όλο αυτό, έγινε η έκρηξη. Τα χειροκροτήματα ξέσπασαν αυθόρμητα και εκκωφαντικά, πλημμύρισαν και το τελευταίο μόριο του αέρα της αίθουσας και δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν. Το ίδιο και οι συζητήσεις που ακολούθησαν μέχρι αργά τη νύχτα ανάμεσα στους κριτικούς-υπήρχαν άπειρα πράγματα να πεις, πολλές γωνίες να φωτίσεις, πολλές λέξεις να αποκρυπτογραφήσεις- όμως, κυρίως, ήταν η χαρά. Έντονη, αβίαστη και χειμμαρώδης, επειδή ένας Έλληνας σκηνοθέτης κατάφερε να ταρακουνήσει τόσο δυνατά τα μπλαζέ φαιά μας κύτταρα και να αγγίξει τις βαριεστημένες καρδιές μας, και μάλιστα μέσα από έναν τόσο απρόσμενο δρόμο.
Δεν ήταν κάποιου είδους εθνικιστικής έξαρσης, προφανώς, αλλά το συναίσθημα ήταν αληθινά ωραίο και έγινε ακόμα ωραιότερο όταν ο Λάνθιμος πήρε το βραβείο στο σημαντικότατο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα», όπου διαγωνιζόταν η ταινία του. Επιτέλους, και αυτό θα κατοχυρωνόταν θριαμβευτικά στη συνέχεια, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δεν θα ήταν ο βασικός σύγχρονος σκηνοθέτης μας με αναγνωρισιμότητα και ευδιάκριτο στίγμα στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα. Ανάσταση.
Ο «Κυνόδοντας» δεν τους άγγιξε όλους. Αντιθέτως, ξένισε, δίχασε και, μέχρι σήμερα, αποτελεί για αρκετούς την αιτία που θεωρούν τον Γιώργο Λάνθιμο υπερβολικά παράξενο, αφόρητα ψυχρό, αχρείαστα ωμό, ακατανόητο, επιτηδευμένο, ακόμα και υπερεκτιμημένο, και ένα ισχυρό αντι-κίνητρο για να μπουν σε αίθουσα που παίζει κάποια ταινία του. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει στερεοτυπικά σε εκείνους που ξεχωρίζουν εντυπωσιακά: έχουν φανατικούς φίλους και ακόμα φανατικότερους πολέμιους. Συνέβαινε, όπως θυμόμαστε όλοι, και στην περίπτωση του ογκόλιθου Αγγελόπουλου.
Όμως, δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι ο Λάνθιμος ήταν από εκείνους που άλλαξαν τη ρότα του σινεμά μας. Δεν αναφέρομαι απλώς στο περίφημο greek weird wave, το οποίο καθρέφτισε, μαζί με άλλους, για ένα διάστημα (αν και είναι αμφίβολο αν ο ίδιος ή η ικανότατη και πολυβραβευμένη Αθηνά Τσαγγάρη αποδέχτηκαν ποτέ τον όρο). Ούτε εννοώ πως δεν υπήρξαν δυνατές ταινίες πριν τον «Κυνόδοντα» (πάρα πολύ πρόχειρα ανασύρω, ως παράδειγμα, το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, που μας άφησε άφωνους το 2003). Χωρίς, προφανώς, να αποτελεί τον μοναδικό λόγο, η καλλιτεχνική επιτυχία του Λάνθιμου (στην οποία συνέβαλλε σε μέγιστο βαθμό ο εμπνευσμένος συν-σεναριογράφος των πειρσσότερων ταινιών του, Ευθύμης Φιλίππου) έβαλε ένα πολύτιμο λιθαράκι για να ανοίξει ένας διεθνής δρόμος για τους σύγχρονους Έλληνες κινηματογραφιστές. Από το ευλογημένο 2009, μια χρονιά που ευτύχησε να δει, επίσης, την εκπληκτική «Στρέλα» του Πάνου Κούτρα, που έκανε μια άκρως συγκινητική πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βερολίνου, αλλά και τη βαθιά ανθρώπινη «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου, που χάρισε στον Αντώνη Καφετζόπουλο βραβείο ερμηνείας στο Λοκάρνο, το ελληνικό σινεμά άρχισε να έχει συνεχή παρουσία στα διεθνή φεστιβάλ και, το κυριότερο, να φαίνεται. Από εκεί που επί χρόνια (όχι απαραίτητα δικαίως) περνούσε συχνά απαρατήρητο, πλέον σε κάθε μεγάλη διοργάνωση η παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα ρίχνει σταθερά το βλέμμα της, με ενδιαφέρον, στην ελληνική ταινία που συμμετέχει, ξέροντας ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να μη χάσει το χρόνο της. Με άλλα λόγια, αποκτήσαμε εμφανή θέση στον κινηματογραφικό χάρτη, σε τέτοιο βαθμό που, πια, ούτε σε μας, τους εγχώριους θεατές, δεν κάνει τρομερή εντύπωση η συμμετοχή-ή το βραβείο- μιας ταινίας μας στο εξωτερικό. Και αυτό το χρωστάμε και στον Γιώργο Λάνθιμο.
Το σημαντικότερο, βέβαια, για τον ίδιο τον σκηνοθέτη, είναι πως δεν ήταν διάττοντας. Η συνέχεια δεν ήταν απλώς καλή, ήταν εντυπωσιακή. Διανθισμένη από τη λάμψη και το κύρος χολιγουντιανών ονομάτων, από τον Κόλιν Φάρελ, τη Ρέιτσελ Βάις, την Αλίσια Σίλβερστοουν και τον Μπεν Γουίσο μέχρι την Ολίβια Κόλμαν, τον Τζον Σ. Ράιλι, τη Νικόλ Κίντμαν και την Έμα Στόουν. Ενισχυμένη από την εμπιστοσύνη των ξένων παραγωγών, που διέκριναν στις σκληρές, σοκαριστικές, αιχμηρές, διεισδυτικές, τολμηρές, σαρκαστικά κωμικές και, τελικά, επώδυνα ειλικρινείς ιστορίες του, στους απρόσμενους, σπαρακτικούς ήρωές του, στον άβολο λόγο τους (ή στην απουσία του) και στην εντελώς ιδιαίτερη σκηνοθετική του ματιά-που απλώνεται, με απαράλλακτη μοναδικότητα, σε διάφορους χώρους και χρόνους- το ιδανικό υλικό για την καλλιτεχνική άνοδο των πρωταγωνιστών αλλά και για βραβεία με κύρος. Ακόμα και για τα Όσκαρ, που σηματοδοτούν το πέρασμα από την ευρωπαϊκή καλλιτεχνική ελίτ στο λουσάτο σαλόνι του Χόλιγουντ.
Δικαίως «ευνοούμενος»
Μέχρι να φτάσει στη χιλιοπαινεμένη «Ευνοούμενη», ο Λάνθιμος μέτρησε διεθνείς διακρίσεις για όλες τις ταινίες του-ένας κανονικός άθλος για οποιονδήποτε δημιουργό, ανεξάρτητα από την εθνικότητά του.
Εκτός από το βραβείο στις Κάνες, ο «Κυνόδοντας» βρέθηκε υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Για τις «Άλπεις» ο Λάνθιμος μοιράστηκε με τον Ευθύμη Φιλίππου το βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Βενετίας. Ακολούθησε ο ξενόγλωσσος «Αστακός», που έστρεψε για τα καλά τη διεθνή προσοχή επάνω του και, μεταξύ πολλών άλλων, απέσπασε το Βραβείο Επιτροπής στις Κάνες, υποψηφιότητα για την ερμηνεία του Κόλιν Φάρελ στις Χρυσές Σφαίρες και μια οσκαρική υποψηφιότητα για το Σενάριο των Λάνθιμου- Φιλίππου.
Ο «Θάνατος του ιερού ελαφιού» κέρδισε βραβείο Σεναρίου στις Κάνες ενώ η «Ενοούμενη» , αφού τιμήθηκε με Mεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και της Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας στη Βενετία, βρέθηκε υποψήφια για 5 Χρυσές Σφαίρες, μία από τις οποίες κέρδισε και πάλι η Κόλμαν, και για 12 βραβεία BAFTA (απονομή στις 10 Φεβρουαρίου). Επίσης, μόλις απέσπασε 4 βραβεία από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου του Λονδίνου.
Η «Ευνοούμενη» (The Favourite), που θα δούμε σε τηλεοπτική πρεμιέρα στη Nova στο επόμενο διάστημα (ή όποια στιγμή θέλουμε με το Nova On Demand), ήταν ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Λάνθιμο μέχρι σήμερα. Χωρίς τον Ευθύμη Φιλίππου στο πλευρό του (το σενάριο υπογράφουν οι Ντέμπορα Ντέιβις και Τόνι Μακναμάρα), έπρεπε να ταξιδέψει στην Αγγλία του 18ου αιώνα, και μάλιστα στα ανάκτορα, και να πασπαλίσει μια mainstream, σε πρώτη ανάγνωση, ταινία εποχής με το απολύτως προσωπικό σκηνοθετικό του καρύκευμα.
Και τα κατάφερε.
«Άγρια πνευματώδες και κομψό», έγραψε για το The Favourite το Variety, «Απόλυτα ξεσηκωτικό», σημείωσαν οι Financial Times, «Αστείο, έξυπνο, καυστικό, πικρό και αιχμηρό», το χαρακτήρισε το Rolling Stone. Πρόσφατα, γράφτηκε ένα κομμάτι στον Independent, που δύσκολα σε αφήνει ασυγκίνητο: «Ακόμα κι εδώ, στην πιο εμπορική δουλειά του, ο Λάνθιμος απλώς δεν μοιάζει με κανέναν άλλον», γράφει η Κλαρίς Λόγκρι, σε ένα άρθρο που τιτλοφορείται: «Γιατί η άνοδος του Γιώργου Λάνθιμου αποτελεί καλό νέο για τους λάτρεις του σινεμά». Σύμφωνα με τη συντάκτρια, παρά την πόλωση που προκαλούν οι ταινίες του, η επιτυχία του σκηνοθέτη αποδεικνύει, περίτρανα και ανακουφιστικά, ότι η ανάγκη του παγκόσμιου κοινού για πρωτοτυπία δεν έχει χαθεί. «Οι ταινίες του δεν είναι μισανθρωπικές», γράφει η Λόγκρι. «Είναι πλημμυρισμένες από μια αίσθηση λαχτάρας, μοναξιάς και πόνου. Η δουλειά του είναι γεμάτη από χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν εμάς στις πιο προβληματικές στιγμές μας. Από ανθρώπους που δεν ξέρουν πώς να μιλήσουν ο ένας στον άλλον, πώς να κάνουν έρωτα και πώς να χορέψουν. Κι αυτό, σίγουρα, είναι κάτι με το οποίο όλοι μας μπορούμε να ταυτιστούμε. Όσο αλλόκοτο και να είναι το περιτύλιγμα».
Υστερόγραφο: Πριν προλάβει να χαρεί για τον θρίαμβό του στις οσκαρικές υποψηφιότητες, ο Γιώργος Λάνθιμος έχασε τον πατέρα του, τον βετεράνο διεθνή μπασκετμπολίστα Αντώνη Λάνθιμο. Το εκτυφλωτικό λευκό που εναλλάσσεται με το πένθιμο μαύρο. Στη ζωή, όπως και στις ταινίες.