Ο τίτλος τα προδίδει όλα, μέσα από ένα λεκτικό παιχνίδι: «Vice» είναι το πρώτο συνθετικό του αξιώματος του Vice President (Αντιπρόεδρος). Σημαίνει όμως και «κακία», «φαυλότητα», «βίτσιο» και «ελάττωμα». Και τα δύο, σύμφωνα τουλάχιστον με τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη Άνταμ Μακέι, περιγράφουν τέλεια τον Ντικ Τσέινι· έναν μακιαβελικό πολιτικό που, κατά πώς φαίνεται, ήταν εκείνος ο οποίος κρατούσε γερά τα ηνία της Αμερικής και του κόσμου, αντί για τον Τζορτζ Μπους τον νεώτερο, ο οποίος υποτίθεται ότι κυβερνούσε.
Η ταινία, με 6 υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα στη φαρέτρα της και με μπόλικες πιθανότητες για οσκαρική λάμψη, δείχνει να εντυπωσίασε τους Αμερικανούς με τις τολμηρές της αποκαλύψεις. Αλλά για εμάς και, μάλλον, για τους περισσότερους Ευρωπαίους –που ο μύθος(;) λέει ότι τυγχάνουμε μακράν πιο καχύποπτοι– αποτελεί απλώς μια τακτοποιημένη, λεπτομερή επιβεβαίωση των υποψιών μας.
Καμία έκπληξη, λοιπόν, όταν βλέπουμε τον Σαμ Ρόκγουελ να υποδύεται τον Μπους ως κωμική, αφελή μαριονέτα του κέρβερου Αντιπροέδρου. Καμία έκπληξη που η ιστορία με τα υποτιθέμενα πυρηνικά όπλα του Σαντάμ Χουσεΐν επιβεβαιώνεται και με τη mainstream κινηματογραφική βούλα ως ένα χονδροειδές ψέμα, ενορχηστρωμένο από τον Λευκό Οίκο. Καμία έκπληξη που η συμφεροντολογική, αήθης εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. εκείνης της εποχής κατέληξε στη γέννηση του ISIS, ενώ στο εσωτερικό μέτωπο οι ασθενέστεροι οικονομικά πολίτες παρασύρθηκαν ώστε να ευνοήσουν φορολογικά τους ισχυρότερους. Ο μη Αμερικανός θεατής πιθανόν θα βγει από την αίθουσα με το φρύδι σηκωμένο και με μια αίσθηση δικαίωσης για όλες τις θεωρίες του· ακόμα και για το γεγονός ότι ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ ήταν, όπως του είχε φανεί, ευγενέστερο παιδί από την υπόλοιπη συμμορία.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, δεν ακυρώνουν την αξία της πολιτικής αυτής σάτιρας ούτε την τόλμη των δημιουργών της. Πόσες χώρες, αλήθεια, διαθέτουν τη γενναιότητα (και τη δυνατότητα) να κατακεραυνώνουν τους ίδιους τους πολιτικούς τους και να ασκούν ανελέητη αυτοκριτική μέσα από τον (παγκόσμιας εμβέλειας, μην ξεχνιόμαστε) κινηματογράφο τους, τιμώντας, επιπλέον, τις αποκαλυπτικές τους ταινίες με διακρίσεις;
Σε γενικές γραμμές, το Vice είναι καλό. Το δυνατό του χαρτί είναι ο σαρκασμός και το χιούμορ, αν και ο ΜακΚέι (ο οποίος δεν είναι ο πρώτος σκηνοθέτης που ασχολείται με τον νεώτερο Μπους) το έχει ελαφρώς παρακάνει με το πόσο καρικατούρα παρουσιάζει τον Πρόεδρο: προστατευμένος από την άγνοιά του, που αγγίζει συχνά τα όρια της ενοχλητικής μακαριότητας, ο Μπους δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τον χειριστικό τρόπο με τον οποίον ο Τσέινι μετατρέπεται από σχεδόν διακοσμητικό στοιχείο της Κυβέρνησης σε πανταχού παρόντα άρχοντα όλων των εξουσιών. «Αν είναι να γίνω Αντιπρόεδρός σου, θα αναλάβω τα πρακτικά θέματα», θέτει τους όρους του, «δηλαδή, την ενέργεια, την εξωτερική πολιτική, τη γραφειοκρατία και τον στρατό!»
Η αρκετά ευφάνταστη σάτιρα (ακόμα και ο Σαίξπηρ επιστρατεύεται για να υπογραμμίσει πόσο κοντά βρίσκεται η κωμωδία με την τραγωδία, στη ζωή και στην οθόνη) στοχεύει, φυσικά, και στον ίδιο τον Τσέινι, τη σιδηρά συμβία του Λιν (Έιμι Άνταμς) και τη διάσημη αυλή του, την ώρα που οι θεατές μαθαίνουν, μεταξύ πολλών άλλων, με ποιο σκεπτικό η κακόηχη «υπερθέρμανση» έγινε «κλιματική αλλαγή», πώς λειτούργησε η αμερικανική κρατική μηχανή μπροστά στον όλεθρο της 11ης Σεπτεμβρίου, τι ακριβώς έγινε με το Ιράκ και το Αφγανιστάν, με ποιον τρόπο δικαιολογήθηκαν τα βασανιστήρια στο Γκουαντάναμο και πώς φιμώθηκε ο Τύπος. Όλα δια χειρός Τσέινι, εννοείται.
Θυμίζοντας τον περσινό Τσέρτσιλ (Γκάρι Όλντμαν) της Πιο Σκοτεινής Ώρας, ο Κρίστιαν Μπέιλ δεν υποδύεται απλώς τον Τσέινι: μεταμορφώνεται κυριολεκτικά σε Τσέινι, με τη βοήθεια, βεβαίως, και των προσθετικών αυτιών, λαιμού, κιλών και λοιπών εφέ. Ο ρόλος του περιέχει ουσιαστική πρόκληση, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Αντιπρόεδρος παρουσιάζεται, ήδη από τα νιάτα του, ως σταθερά κακός, χωρίς ιδιαίτερες παρεκκλίσεις και αβανταδόρικες συναισθηματικές «γωνίες» από τις οποίες ένας ηθοποιός μπορεί να πιαστεί και να εξάγει δράμα.
Αντιπαθής από την αρχή της ταινίας μέχρι το τέλος της και εξωπραγματικά ψυχρός, ο Ντικ Τσέινι του Vice δεν λυγίζει μπροστά σε καμία πολιτική ήττα, δεν μαλακώνει μπροστά σε καμία πολυαγαπημένη(;) κόρη, δεν πτοείται από καμία μεταμόσχευση καρδιάς. Προφανώς, επειδή είναι άκαρδος. Ακατανόητος, δηλαδή, πλην αναγνωρίσιμος, αν σκεφτεί κανείς ποιος βρίσκεται σήμερα, τόσα χρόνια μετά, στο τιμόνι της χώρας που ο Ντικ Τσέινι κατόρθωσε κάποτε να ξεγελάσει.
Η.Π.Α. 2018
Σκηνοθεσία: Άνταμ Μακέι
Πρωταγωνιστούν: Κρίστιαν Μπέιλ, Έιμι Άνταμς, Στιβ Καρέλ, Σαμ Ρόκγουελ, Μπιλ Πούλμαν, Άλισον Πιλ
Διανομή: Odeon, Audio Visual