O Μισέλ Χαζαναβίσιους, δημιουργός του αριστουργηματικού «The Artist» (2011), αγαπάει το παρελθόν. Αγαπάει, επίσης, να ψηλαφίζει τις πτυχές της τέχνης του κινηματογράφου και τον τρόπο που το σινεμά σμίγει με τη ζωή ή την ανταγωνίζεται. Στη νέα του ταινία, "Γκοντάρ, Αγάπη Μου", επιλέγει να φωτίσει ένα μεταιχμιακό κομμάτι της διαδρομής του Ζαν Λικ Γκοντάρ, στη διάρκεια του οποίου ο μετρ της νουβέλ βαγκ βρέθηκε σε καλλιτεχνικό και, κυρίως, σε υπαρξιακό σταυροδρόμι.
Τον συναντάμε το 1967, στην αγκαλιά της Αν Βιαζέμσκι, μιας 20άχρονης, πανέμορφης ηθοποιού, σε βιβλίο της οποίας στηρίχθηκε η ταινία. Η Αν αποτελεί ιδανικό υλικό για έναν εγωκεντρικό Πυγμαλίωνα σαν τον Γκοντάρ, ο οποίος ενδιαφέρεται να τη διαπλάσει κοινωνικά και να τη «μορφώσει πολιτικά». Παρόλο που την έχει χρησιμοποιήσει στην ταινία του "Η Κινέζα", προτιμά να ξεχνάει ότι η Αν είναι ηθοποιός. «Οι ηθοποιοί κλαίνε και γελάνε κατά παραγγελία», της εξηγεί, «είναι ηλίθιοι». Δηλώνει πάντως ερωτευμένος μαζί της. Κι εκείνη τον βρίσκει αστείο, απρόβλεπτο, άγριο και ελεύθερο. Προς το παρόν.
Στο μεταξύ, το Παρίσι γύρω τους βράζει. Φοιτητικές διαδηλώσεις, επαναστατική ατμόσφαιρα, μάχες για ίσα δικαιώματα και για έναν καλύτερο κόσμο. Ο Γκοντάρ, δύσκολος χαρακτήρας ανέκαθεν, τρώγεται κυριολεκτικά με τα ρούχα του. Νιώθει υπερβολικά σελέμπριτι, άρα υπερβολικά συντηρητικός και μπουρζουά. Σιχαίνεται την κινηματογραφική βιομηχανία που τον ανέδειξε και θεωρεί το Φεστιβάλ Καννών γελοίο. Αποκυρήσσει τις ταινίες που τον έκαναν «διάσημο όσο τους Beatles». Περιφρονεί όποιον σκηνοθέτη δεν είναι αρκούντως πολιτικός και ενοχλείται με τους θαυμαστές που τον συγχαίρουν για το "Με Kομένη Tην Aνάσα" αντί για την πολιτικοποιημένη "Κινέζα": είναι δυνατόν, σε αυτές τις ταραγμένες μέρες, να θεωρούν το σινεμά (και) μέσο ψυχαγωγίας;
Ο Χαζαναβίσιους χωρίζει την ιστορία σε κεφάλαια. Καθώς η αφήγηση προχωρά, παρακολουθούμε την εξέλιξη της σχέσης του Ζαν Λικ με την Αν (την οποία, στο μεταξύ, έχει παντρευτεί), παράλληλα με την απεγνωσμένη του προσπάθεια να τινάξει από πάνω του τον μανδύα του κατεστημένου καλλιτέχνη και να ενταχθεί στο αναβράζον κλίμα της εποχής. Ο Γκοντάρ συμμετέχει σε διαδηλώσεις, φοιτητικά συνέδρια και ομιλίες, φωνάζει και τσαλακώνεται, για να συνειδητοποιήσει με λύπη ότι εκείνοι τους οποίους υποστηρίζει, τον απεχθάνονται.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι ο πόλεμος που μαίνεται στην ψυχή του σκηνοθέτη, με πολυπόθητο τρόπαιο μια νέα ταυτότητα. Ο Γκοντάρ, τσακωμένος με τη ζωή, τη χαρά και με τους περισσότερους συνανθρώπους του, μιλάει υπέρ της αγροτικής τάξης, των εργατών και των φοιτητών, χωρίς να τους καταλαβαίνει στ΄αλήθεια. «Μ’ άρέσει το φοιτητικό κίνημα», λέει, «αλλά όχι οι φοιτητές». Θαυμάζει, όμως, τη νεανική τους ορμή και τη συγχωρεί ακόμα και όταν στρέφεται εναντίον του. Αποδέχεται την αντιπάθειά τους σε έναν «γέρο»: και ο ίδιος απεχθάνεται τον «γερασμένο» εαυτό του. Την ίδια στιγμή, αδυνατεί να αποδεχτεί ότι η (επίσης νεαρή) νεαρή σύζυγός του αρχίζει δειλά-δειλά να ανοίγει τα φτερά της. Όταν εκείνη μιλάει για τη σχέση τους, εκείνος μιλάει για σινεμά. Όταν εκείνη μιλάει για σινεμά, εκείνος μιλάει για πολιτική. «Δεν αγαπάς κανέναν», λέει κάποια στιγμή η Αν στον σύντροφό της, «παραπονιέσαι για τη μοναξιά σου, όμως εσύ διώχνεις τους πάντες από δίπλα σου».
Μέσα από την αντιπαθητική φιγούρα του Γκοντάρ, ο Χαζαναβίσιους αποδεικνύει πόσο δύσκολο είναι για έναν εγωπαθή, εμμονικό, ηγεμονικό δημιουργό να λειτουργήσει δημοκρατικά, ακόμα κι αν το θέλει απελπισμένα, καλώντας ταυτόχρονα και τον ίδιο τον θεατή να αποφασίσει τι είδους ιδιοφυΐες χρειάζεται και μέχρι ποιού σημείου είναι διατεθειμένος να συγχωρήσει την ψυχρή τους αλαζονεία.
Δυστυχώς, όμως, η ταινία του πάσχει θεαματικά στον τομέα της γοητείας. Πολύ πριν το μέσο της, η αφήγηση –μέσα από τα χείλη των δύο ηρώων– έχει κουράσει· και τα πιπεράτα, πλην ατέλειωτα, τσιτάτα του Γκοντάρ προσφέρονται μεν για ενδιαφέρουσες σημειώσεις, αλλά όχι για ένα φιλμ που πλασάρεται ως «ρομαντική κομεντί». Παρόλο που η δροσερή, ντελικάτη ομορφιά της Στέισι Μάρτιν είναι όαση μέσα σε μια έρημο ξινών διδαγμάτων και ο πρωταγωνιστής Λουί Γκαρέλ αποδεικνύεται καλός, ο ρομαντισμός είναι απών και το χιούμορ ελάχιστο. Οι στιλιστικές αναφορές στα πολύχρωμα 1960s είναι πειστικές, όμως δεν ξεκουράζουν αρκετά το μάτι: ειρωνικά, τα ελάχιστα αληθινά εντυπωσιακά πλάνα της ταινίας είναι ασπρόμαυρα.
Οι μεγάλοι δημιουργοί δεν είναι κατ' ανάγκη αξιαγάπητοι άνθρωποι. Όμως μπορείς να γοητευτείς βαθιά από τις αντιφάσεις της προσωπικότητάς τους, τη μάχη τους με όσα τους στοιχειώνουν και το πάθος τους. Αυτό το πάθος δεν ανιχνεύεται πουθενά στο "Γκοντάρ, Σ' Αγαπώ". Πιθανώς επειδή ο ίδιος ο σκηνοθέτης του δεν παθιάστηκε στ' αλήθεια με τον ήρωά του.
Γαλλία/ Μιανμάρ/ Ιταλία
Σκηνοθεσία: Μισέλ Χαζαναβίσιους
Πρωταγωνιστούν: Λουι Γκαρέλ, Στέισι Μάρτιν
Διανομή: Feelgood