Οποιοσδήποτε μπορεί να μουρμουρίζει και να τραγουδάει τη μελωδία ενός τραγουδιού. Όταν έρθει η ώρα της εκτέλεσης και της ηχογράφησης, όμως, ακόμα κι αν η μελωδία παραμείνει απαράλλακτη, μετασχηματίζεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο Τζόρτζ Κλούνεϊ αναλαμβάνει κάθε τριετία καθήκοντα σκηνοθεσίας για μια ιστορία που του τραβάει για κάποιο λόγο την προσοχή. Το Suburbicon είναι η 6η του ταινία και η πρώτη στην οποία δεν κρατάει κάποιο ρόλο σαν ηθοποιός. Ίσως να είναι ο τρόπος του για να μας δείξει πως αυτή τη φορά συγκεντρώθηκε απόλυτα στη σκηνοθεσία.
Το σενάριο του Suburbicon έχουν υπογράψει ο Τζόελ και ο Ίθαν Κοέν, αλλά μάλλον τα αδέλφια δεν το θεώρησαν αρκετά καλό για να το σκηνοθετήσουν. Ο Κλούνεϊ βρήκε ευκαιρία να πατήσει στον crime σουρεαλισμό και το μηδενιστικό σύμπαν των Κοέν και να αναπαράξει το ύφος της αφήγησης του, όμως παρόλο που τους γνωρίζει καλά (έχει συνεργαστεί τρεις φορές μαζί τους) το αξίωμα για τη διασκευή μιας μελωδίας λειτουργεί εις βάρος του. Άλλωστε, ακόμα κι αν ένας δημιουργός προσλάβει τον καλύτερο διευθυντή φωτογραφίας, τον πιο τεχνίτη μοντέρ και τον πιο έμπειρο καλλιτεχνικό διευθυντή, το αποτύπωμα ενός δημιουργού είναι αποτέλεσμα αυθεντικότητας, όχι απλά δεξιοτεχνίας. Το αμίμητο στυλ των αδερφών Κοέν (και κάθε auteur) δεν μπορεί να αναπαραχθεί με δανεική τεχνογνωσία.
Η υπόθεση του φιλμ είναι καθαρά Κοενική και πλησιάζει περισσότερο στο “Blood Simple”, το νεο-νουάρ που το 1984 λάνσαρε εντυπωσιακά την καριέρα του τρομερού διδύμου. Μια εισβολή σε ένα σπίτι και μια τσαπατσούλικη απάτη, στήνουν έναν χορό στον οποίο μπλέκονται κακοποιοί της κακιάς ώρας με κουτοπόνηρους εγκληματίες της διπλανής πόρτας και ο νόμος του Μέρφι ξεσαλώνει. Σε μια φιλήσυχη γειτονιά της δεκαετίας του 1950, από τη μια πλευρά του φράχτη έχουμε τον αμοραλισμό ενός κακομοίρη και της κουνιάδας του που έχουν βάλει στο μάτι τα χρήματα απ’ την ασφάλειας ζωής και απ΄την άλλη της προκαταλήψεις απέναντι σε μια οικογένεια μαύρων που εγκαταστάθηκαν στη συνοικία. Οι baby boomers μπλέκουν σε μια αδιέξοδη ιστορία που τους βυθίζει στο αίμα την ώρα που ξεσπάει μια άγρια εξέγερση για να φύγουν οι «έγχρωμοι» απ’ τη γειτονιά.
Όσο όμορφα και να έχει σκηνοθετήσει ο Κλούνεϊ την ιστορία, το αποτέλεσμα στην καλύτερη περίπτωση μοιάζει με ένα καλό b-side στο “Fargo”. Στην χειρότερη μοιάζει με άτολμο Καραόκε με αφορμή ένα στόρι απ’ τα αζήτητα των Κοέν. Ο Ματ Ντέιμον και η Τζούλιαν Μουρ ερμηνεύουν σε δραματικό ύφος τους δυο παράνομους πρωταγωνιστές – ολέθριο σκηνοθετικό λάθος του Κλούνεϊ, καθώς αυτό αφαιρεί κάθε ίχνος ειρωνείας. Το αποτέλεσμα μοιάζει με ληγμένο χυμό στο ψυγείο με το brand των Κοέν στο κουτί: έχουν χαθεί όλα τα συστατικά της μαύρης κωμωδίας (Burn After Reading) όλη η σύγκρουση του μηδενικού IQ με τον μηδενισμό στην ραχοκοκκαλιά του εγκλήματος (Raising Arizona) και κάθε πολύχρωμο τερέν γύρω απ’ το αδιέξοδο των all American κακομοίρηδων που πέφτουν άτσαλα στο κυνήγι της εύκολης μπάζας.
Το Suburbicon είναι όσο απολαυστική μπορεί να είναι μια ωραία παράσταση από μια καλή tribute band. Ο Κλούνεϊ πρέπει να βρει το δικό του ύφος γραφής την επόμενη φορά, αλλιώς θα πρέπει να πούμε «Καληνύχτα, και Καλή Τύχη» στη σκηνοθετική του πορεία.
{youtube}fq624nXrHr8{/youtube}