Η πραγματικότητα είναι μια βολική συναίνεση, απ' την οποία η ηρωίδα της ταινίας θα κάνει ένα βήμα προς το άγνωστο. Η δραματική αυτή κίνηση γεννάει ένα σύμπαν πιθανοτήτων πέρα από τα νοητικά της σύνορα. Ποιο είναι τελικά αυτό το υπερ-σύμπαν και ποια είναι η ψευδαίσθηση απ’την οποία δραπετεύει; Προδομένη απ’ τους μηχανισμούς της λογικής, η «μητέρα» αφήνεται στο σοκ του φόβου.
Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή, όμως: το πρώτο μέρος της ταινία «μητέρα!» είναι ένα κλειστοφοβικό θρίλερ ρεαλιστικής απειλής. Δυο παράξενοι επισκέπτες (ο Εντ Χάρις και η Μισέλ Φάιφερ) βρίσκονται στο κατώφλι του σπιτιού που ζει ένας ποιητής (Χαβιέ Μπαρδεμ) με την αρκετά νεότερη σύζυγό του (Τζένιφερ Λώρενς), οι οποίοι έχουν ξεκινήσει να χτίζουν τη δική τους Εδέμ. Η ειδυλλιακή καθημερινότητα του ζευγαριού είναι τελικά μια εύθραυστη βιτρίνα που θα σπάσει στη σύγκρουση με φιλικούς εισβολείς και με φυλές μετα-ανθρώπων. Ενώ αρχικά τα πάντα προμηνύουν έναν Πολανσκικό εφιάλτη (στην παράδοση της «Αποστροφής» και του «Μωρού της Ρόζμαρι»), η βαθμιαία πρόσβαση στον πυρήνα του φιλμ αποκαλύπτει την παράδοξη φιλοσοφία του. Το πεπρωμένο είναι ο «κακός» της ιστορίας. Αυτό που αλέθει ανθρώπινες ζωές στον βωμό μιας αόρατης αναγκαιότητας.
Από το μαθηματικό θρίλερ «π» μέχρι το δράμα εθισμού «Ρέκβιεμ για Ένα Όνειρο», και από το ρομαντικό «The Fountain» μέχρι τον χορογραφημένο εφιάλτη του «Μαύρου Κύκνου», οι ήρωες του Αρονόφσκι λειτουργούν σαν Μεσσίες μιας νέας πραγματικότητας. Οι εμμονές του σκηνοθέτη συνηγορούν σε μια τέτοια ανάγνωση των προθέσεών του, καθώς τα πλάνα του διαθέτουν πάντοτε μια έξη στο διφορούμενο. Πρόκειται τελικά για στοχαστικό θρίλερ πέρα από κάθε ορθότητα; Για οικολογικό σχολιασμό; Για βλάσφημη θρησκευτική ονείρωξη;
Πάνω απ' όλα, είναι μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να απεικονίσει τον υπέρτατο σωματικό τρόμο: την απώλεια κάθε ελέγχου στο κορμί, τη βιοφυσική κατασκευή που ο άνθρωπος έχει τη συνήθεια να θεωρεί δική του. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό είχε η επιλογή του σκηνοθέτη να φιλμάρει τον εφιάλτη με τον φακό σχεδόν ταυτισμένο με το ανήσυχο βλέμμα της πρωταγωνίστριας, η οποία προσπαθεί να κατανοήσει τις συμφορές γύρω της όταν η ψευδαίσθηση αρχίσει να καταρρέει. Η ηρωίδα μοιάζει αβοήθητη και άρρωστη όσο περνάει η ώρα, αλλά τα συμπτώματα δεν αποκαλύπτουν τη φύση της ασθένειας. Ο περφεξιονιστής Αρονόφσκι, ωθεί την Τζένιφερ Λώρενς να ερμηνεύει την ηρωίδα σαν δελφίνι το οποίο έξαλλοι τουρίστες έβγαλαν απ’το νερό και το κρατάνε ψηλά για να βγάλουν μαζί του selfie. Έρμαιο μιας ιστορίας που το πλήθος ούτε καν θα αντιληφθεί.
Οι απρόοπτες αμυχές της στρωτής ιστορίας του πρώτου μέρους προκαλούν τις πιο αντιφατικές διαθέσεις, πριν έρθει η βαρβαρότητα του δεύτερου μέρους, όταν η αλλόκοτη ιστορία διασχίζεται από ζοφερή βία. Ο δαιμόνια αόρατος μηχανισμός του φιλμ, βάζει τον φιλόδοξο Δημιουργό και τη μητέρα Φύση να αλληλοσυγκρούονται σε μια παραβολή ηθικής, με φόντο το αλαφιασμένο ποίμνιο και με manual τις βάρβαρες σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης. Πλάσματα με εκδικητική ταυτότητα και με τυφλή πίστη στον λόγο του ποιητή θα θολώσουν τα νερά ανάμεσα στο όποιο «καλό» και «κακό» και θα παίξουν κομβικό ρόλο στον ψυχο-λογικό γρίφο. Η τάξη του κόσμου αποδεικνύεται εύθραυστη. Κανένα συμπέρασμα δεν προλαβαίνει το προκαθορισμένο τέλος του αέναου κύκλου της ζωής.
Μιλάμε για μια ταινία της οποίας η ταυτότητα σχεδόν δεν διακρίνεται ούτε στις επί μέρους λέξεις της. Φυσικά, κάποιος που έχει μελετήσει το καταστάλαγμα ταινιών όπως ο «Εξολοθρευτής «Άγγελος» του Μπουνιουέλ ή το «Μωρό της Μακόν» του Γκρίναγουει, μπορεί να θεωρήσει ευκολοχωνεμένη pop φιλοσοφία τούτη τη σχιζοφρενική φαντασίωση του Αρονόφσκι και να προσπεράσει, χωρίς να έχει καθόλου άδικο.
Ωστόσο, ελάχιστες ταινίες πια είναι ικανές να προκαλέσουν ζωηρές και ενδιαφέρουσες συζητήσεις και τοποθετήσεις, οπότε αυτές οι δημιουργίες, που μοιάζουν να ξεπηδούν σαν άγριο ζώο από το μυαλό ενός σκηνοθέτη, αξίζουν την προσοχή και τον παραπανίσιο έπαινό μας.
{youtube}lQG6DjmOunc{/youtube}