Οι δρόμοι ενός δημοσιογράφου κι ενός εγκαταλελειμμένου μικρού κοριτσιού, σμίγουν κάπου στην Αμερική. Οι δυο τους επιστρέφουν μαζί στην Ευρώπη και βρίσκονται σε αναζήτηση της γιαγιάς της μικρής.
Το χρονικό της περιπλάνησής τους κινηματογραφείται με καθαρότητα και απίστευτα μοντέρνα ματιά από τον Βέντερς, ο οποίος δείχνει μια τρυφερότητα που σπανίως επανέλαβε έκτοτε. Αυτό το αρχετυπικό road movie του 1974 μοιάζει σχεδόν αυτοσχέδιο, όμως η πλανοθεσία μαρτυρά μεγάλη δεξιοτεχνία από τον Γερμανό πρωτοπόρο.
Ο Ριούντιγκερ Φόγκελερ υποδύεται τον Γερμανό δημοσιογράφο που είναι το alter ego του σκηνοθέτη. Ο ήρωας, ολότελα χαμένος στην χαοτική Αμερική, τραβάει φωτογραφίες πολαρόιντ για να καταγράψει το άγνωστο που τον περιβάλλει και που συνάμα τον συναρπάζει. Προτού ταξιδέψει για τη Γερμανία, η τυχαία γνωριμία του με το εννιάχρονο κορίτσι θα πυροδοτήσει τον υπαρξιακό συναισθηματισμό του Βέντερς. Η καριέρα του σκηνοθέτη ξεκίνησε με μια ανεκτίμητη low-budget τριλογία που συμπληρώθηκε με το Wrong Move” (1975) και το “Kings of the Road” (1976), ταινίες που διακατέχονται από μια μελαγχολική νοσταλγία για την αφιλόξενη πατρίδα και που παίζουν με τις διαχωριστικές γραμμές της Γερμανικής ανομίας και της Αμερικάνικης ποπ κουλτούρας.
Η ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη ματιά του ήρωα απέναντι στο αχανές αστικό τοπίο είναι αρχικά το όχημα του Βέντερς για να κάνει ένα σχόλιο σχετικά με τη δημιουργική αμηχανία που νιώθουν οι σκεπτικιστές διανοούμενοι Ευρωπαίοι όταν δοκιμάζουν την τύχη τους στην Αμερική. Στο μυαλό του ήρωα, μάχονται μεταξύ τους η γοητεία και η απέχθεια που του προκαλούν ο απρόσωπος καταναλωτισμός και το φάντασμα της ιστορίας. Ο τρόπος που ο ήρωας συνδέεται με την Polaroid του, θυμίζει τον τρόπο που όλοι μας είμαστε συνδεδεμένοι με τα κινητά μας σήμερα, απαθανατίζοντας τα πάντα και βάζοντας απόσταση ανάμεσα σε εμάς και σε αυτό του βιώνουμε ανά πάσα στιγμή. Η ταινία αυτή ξεκίνησε τον αέναο διάλογο των εικόνων του Βέντερς με την ίδια την Αμερική, ο οποίος συνεχίστηκε με το αριστούργημα «Παρίσι, Τέξας» (1984). Ένα jukebox που παίζει Canned Heat, ένα κονσέρτο του Chuck Berry, ακόμα και η κηδεία του John Ford, όλα δίνουν χρώμα στην ασπρόμαυρη φωτογραφία σε 16 mm και στον ήπιο στοχασμό του Βέντερς, που με τον φακό του διασχίζει τους ανοιχτούς δρόμους, τα βενζινάδικα, τα περιθωριακά μοτέλ και τα καταγώγια κάτω απ’ τις γέφυρες.
Η εναρκτήρια σεκάνς μας ξεγελά και μας πείθει πως η ταινία αφορά τον φωτογράφο σε υπαρξιακή κρίση που προσπαθεί να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του. Σύντομα όμως το κέντρο βάρους κλίνει προς την μικρή ηρωίδα που θα σωματοποιήσει την ψυχή του ταξιδιού. Η στιγμή που από ένα παράθυρο ξενοδοχείου, η μικρή Αλίκη νιώθει πως μπορεί να σβήσει τα φώτα του Empire State Building σαν γενέθλια κεράκια, η οπτική μας ταυτίζεται με τη δική της. Η ταινία πλέον είναι το δικό της ταξίδι.
Το αμερικάνικο σινεμά συνηθίζει να αντιμετωπίζει τα παιδιά σαν άγουρα πλάσματα γεμάτα αθωότητα και σπανίως αποκτούν διαφορετική διάσταση. Ο Βέντερς αντιμετωπίζει την ηρωίδα του σαν πολύπλοκο και αυτόνομο ον, γεμάτο επιθυμίες που πασχίζει να απαγκιστρωθεί από τον έλεγχο τον μεγαλυτέρων. Επιπλέον αποφεύγει να περιγράψει την Αλίκη σαν ενήλικη φαντασίωση ενός ανυπεράσπιστου και αθώου πλάσματος. Η ανύπαντρη μητέρα της έχει ομολογήσει πως δεν την αγαπά και πως θέλει να την εγκαταλείψει. Όμως ο Βέντερς δεν κρίνει ηθικά τους ήρωες του ταξιδιού. Όλοι τους άλλωστε περιπλανιούνται στο χάρτη σαν ασήμαντες κουκκίδες.
Εκδηλώσεις φευγαλέας ευτυχίας, ξαφνικών θυμών, ακόμα και ενήλικης ζήλιας εξελίσσονται μελαγχολικά και σκηνοθετούνται με αφοπλιστική ειλικρίνεια όσον αφορά την έκφραση και τις προθέσεις. Μια επανέκδοση που αξίζει να ανακαλύψετε.