H καρμική και αυτοκαταστροφική σχέση του Σιντ Βίσιους με τη Νάνσι Σπάντζεν, ανήκει στις σπουδαιότερες ιστορίες που γέννησε η rock 'nroll μυθολογία. Ο σκηνοθέτης Alex Cox κατέγραψε με τον φακό του την καταραμένη ιστορία του μπασίστα των Sex Pistols και της κοπέλας του, ακριβώς την εποχή που η «επικίνδυνη» ιδέα του punk έπαιρνε σάρκα και οστά. Το punk ήταν το σπουδαιότερο σύγχρονο μουσικό κίνημα, όχι για τη μουσική του αξία, αλλά γιατί απλά «συνέβη». Η μουσική ιστορία χωρίζεται σε προ-Punk και σε μετά-Punk και ένας από τους σπουδαιότερους λόγους γι’ αυτό ήταν το δημιούργημα του Μάλκομ Μακ Λάρεν, oι Sex Pistols – που έγιναν ακούσιοι εκφραστές της εσωτερικής καταχνιάς των εικοσάρηδων στην Αγγλία το 1977.
Το ερωτικό τρίγωνο μεταξύ του Σιντ, της Νάνσι και της ηρωίνης, κατέστρεψε τους αντικοινωνικούς ήρωες της ιστορίας, οι οποίοι βρέθηκαν στο επίκεντρο των γεγονότων στις πιο ζόρικες χρονικές συντεταγμένες για την ιστορία του rock. Ήταν τα τέλη της δεκαετίας του 70, όταν το punk σνίφαρε τις στάχτες του progressive, κατούρησε στον τάφο του δεινοσαυρικού ροκ και έφτυσε μια ροχάλα στη μούρη της disco. Ο Cox δεν θα μπορούσε να κάνει μια στρωτή αγιογραφία για την χαμένη νιότη – από αυτές που αγαπούν τα BAFTA- ούτε ένα ατίθασο rockumentary για το BBC4, με όλη την τυπολατρία που τα συνοδεύει. Λίγα χρόνια μετά το έξοχο “Repo Man”, ο σκηνοθέτης τόλμησε να αποτυπώσει με μοναδικό τρόπο τον punk νιχιλισμό στα πεζοδρόμια του Λονδίνου και τιμώρησε τους δυο ήρωές του, δείχνοντάς τους να σέρνονται σαν κουρέλια μετά από τις αυτοκαταστροφικές βουτιές στα ναρκωτικά.
Συνήθως, στα μουσικά biopics, η φόρμουλα είναι ίδια: μεγάλοι βίοι και συμπυκνωμένο συναίσθημα, με πισωγυρίσματα στο χρόνο. Όμως το Sid & Nancy μπορεί να κουβαλήσει με πειθώ το ειδικό βάρος της rock μυθολογίας που αναφέρεται. Ο νεαρός και οργισμένος Γκάρι Όλντμαν, στην πρώτη του σπουδαία ερμηνεία κάνει ένα αδιανόητο tour de force στο ρόλο του Σιντ. Με ένα πάθος που θυμίζει Ντε Νίρο στη δεκαετία του 70, ξεδιπλώνει τη ζωή ενός μουσικού που δεν αντέχει τις εκκωφαντικές φωνές στο κεφάλι του, οι οποίες ταράζουν τη μονόχνωτη φύση του. Ενός μουσικού που ήταν χαμένος στην punk δυσοσμία και που σταδιακά βούλιαζε στην εγωπάθεια. Επίσης, η Κλόε Γουέμπ σωματοποιεί έξοχα την παρασιτική, ερωτική μανία της Νάνσι, ειδικά μέσα στους τέσσερις τοίχους του Chelsea Hotel.
Το φιλμ προσπερνά τα χιλιοειπωμένα και τεμαχίζει τα γεγονότα, βλέπει πιο βαθειά και προσθέτει παραμέτρους στην προσωπική του αποτίμηση στον μύθο των Pistols. Ο σκηνοθέτης τοποθετεί τα ιστορικά μουσικά γεγονότα πάντα ένα βήμα μπροστά από τα φριχτά βιώματά του Vicious και υπογραμμίζει έξυπνα την «αλητήρεια» τυποποίηση. Η διακριτική (και όμως δεν είναι κουτσομπολίστικη) ματιά του Cox στην κατατονική και βαρετή καθημερινότητα του ζευγαριού με εξάρσεις αλητείας, βανδαλισμού και βίαια live που εν αγνοία τους έγραφαν τη σύγχρονη rock ιστορία, είναι απολαυστική ακόμα και 30 χρόνια μετά.
Πρόκειται για ταινία που εκτός απ’ την εποχή του punk, μας θυμίζει και την εποχή που τα ανεξάρτητα Βρετανικά δράματα δεν έμοιαζαν μόνο με το The Theory of Everything ή με το King’s Speech. Στο τέλος, ο Sid Vicious κακοποιεί το My Way του Sinatra και πυροβολεί εν ψυχρώ το εφησυχασμένο κοινό. Στο νεφελώδες βλέμμα του είναι φανερή η διαπίστωση πως αν και οι εποχές έχουν διαφοροποιηθεί, ποτέ δεν θα ατονήσει η ζωτική σημασία του να είσαι ελεύθερο και απροσάρμοστο πνεύμα.
Τέλος, προσέξτε το cameo της Courtney Love, μερικά χρόνια πριν γράψει το δικό της Kurt & Courtney. Τα παράδοξα της rock μυθολογίας βλέπετε...
{youtube}hZp3meyWVm0{/youtube}