Η δεξιοτεχνία του Ρόμπερτ Ζεμέκις είναι αξιοσημείωτη, καθώς πρόκειται για τον πλέον αριστούχο απόφοιτο της σχολής Σπίλμπεργκ, με διδακτορικό στην «Σπιλπεργική αφήγηση» και την ποικιλία. Εκεί που αρχικά φαινόταν να είναι ένα κακέκτυπο του δασκάλου του (το Romancing The Stone κόπιαρε ξεδιάντροπα τον Ιντιάνα Τζόουνς), ο Ζεμέκις στην σαραντάχρονη καριέρα του έχει καταφέρει μεταξύ άλλων να υπογράψει την πιο πνευματώδη σύμπραξη animation με live action (“Ποιος παγίδεψε τον Roger Rabbit”), ανθρωποκεντρικές ιστορίες για τον θρίαμβο του Αμερικάνικου πνεύματος (“Forrest Gump”), λαοφιλή franchise (Back To The Future), ευρηματικές σκηνοθεσίες (Cast Away), ασκήσεις σασπένς (What Lies Beneath) οικογενειακά θεάματα με υπέρλαμπρη χρήση ειδικών εφέ (“Polar Express,” “Beowulf,” “A Christmas Carol”), και πρόσφατα αξιοποίησε την κακοποιημένη από την σύγχρονη βιομηχανία τεχνολογία του 3D (“The Walk”). Που και που ο Zemeckis όμως θέλει να θυμάται τον αφηγητή μέσα του και όχι απλά τον μάστορα διασκεδαστή. Συνεπώς, μάλλον εμπνεόμενος από τον πρόσφατο Bridge Of Spies του μέντορα Σπίλμπεργκ, ο παλαίμαχος εκφραστής του Χολιγουντιανού mainstream, αποφάσισε να αφηγηθεί μια παλιομοδίτικη σε σύλληψη (τύπου Καζαμπλάνκα) και ρομαντική στην εκτέλεση (τύπου Άγγλος Ασθενής), περιπέτεια κατασκόπων.
Ας ξεκινήσουμε από τα δεδομένα, το δίδυμο που κοσμεί τo cast της ταινίας είναι το πιο φωτογενές και όμορφο ζευγάρι που είδαμε πρόσφατα στον κινηματογράφο. Ο Brad Pitt στο ρόλο ενός Καναδού κατασκόπου παραμένει αγέραστος και εκφραστικός και η Marion Cotillard στο ρόλο μιας Γαλλίδας που δουλεύει για την Αντίσταση επιβεβαιώνει πως είναι η ομορφότερη ηθοποιός του αιώνα. Με μια αξιόλογη χρήση κατασκοπικού περιβάλλοντος στην οργανική χημεία της ιστορίας, με ανέλπιστη προσοχή στη λεπτομέρεια και με συγκρατημένο ύφος στην ανάπτυξη ο Ζεμέκις υπογράφει μια παλιομοδίτικη κατασκοπική ιστορία, αναβιώνοντας το μύθο της Ingrid Bergman. Το αόρατο craft του σκηνοθέτη χτίζει το σασπένς με έναν ενδιαφέρον νέο-κλασικισμό στην προσέγγιση.
Όμως εκεί αρχίζει η φύση του καταρτισμένου τεχνίτη με γνώσεις Wikipedia να παίρνει το πάνω χέρι από τον καταρτισμένο καλλιτέχνη με πάθος για αθέατες πλευρές της «ιστορίας». Η “Casablanca” (το ίδιο το μέρος σαν ανέμπνευστη στερεοτυπική αναφορά) είναι πρόχειρη επιλογή για να την πιάσουν και οι αδαείς, το καρτ ποστάλ ρομάντζο δεν λειτουργεί παρά τους υπέροχους πρωταγωνιστές και η επίπεδη ιστορία κατασκοπείας που δεν έχει ίχνος από το βάθος ενός Τζον ΛεΚαρέ. Εκεί που λειτουργεί η ταινία είναι στο σασπένς που προκύπτει από άριστο storyboard και στις λεπτομέρειες που βοηθά η εξαιρετική πλανοθεσία. Το στοιχείο της σαγήνης, της διπλής υπόστασης, της συναισθηματικής εξαπάτησης και τα σκιώδη κίνητρα χρειάζονταν «καλλιτέχνη» και όχι μάστορα. Ο Ζεμέκις αναγάγει τους χαρακτήρες του, όπως πάντα, σε χάρτινα σύμβολα και δεν μπορεί να τους δώσει πνοή. Η δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη τουλάχιστον λαμπραίνει τη σεκάνς στο εξαιρετικά αγχώδες και σπαρακτικό φινάλε της ταινίας. Αν στο μεταξύ είχαμε δεθεί με το στόρι και είχαμε νοιαστεί για τους ήρωες, θα προσπερνούσαμε την παντελώς προβλέψιμη τροπή του τέλους και θα το απολαμβάναμε περισσότερο. Σπεύστε γρήγορα για μια επαναληπτική προβολή της αυθεντικής «Καζαμπλάνκα» αν αγαπάτε το σινεμά και θέλετε να δείτε πως γίνονται τα ερωτικά, κατασκοπικά δράματα ή έστω σε μια επανάληψη του Mr and Mrs Smith αν θέλετε εύπεπτο fun (την ταινία που ξεκίνησε το ειδύλλιο των Brangelina ενώ το “Allied” συμπωματικά το έληξε).