Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του φετινού διαγωνιστικού τμήματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (που, σημειωτέον, συμπεριλαμβάνει 3 ελληνικές υποψηφιότητες για τις οποίες θα μιλήσουμε εν καιρώ), η Μεταμόρφωση του Μάικλ Ο’Σι ενώ περιγράφεται επαρκώς με την παραπάνω πρόταση, προβληματίζεται περαιτέρω χωροθετώντας το προς ανάλυση φαινόμενο στην αμερικανική μεγαλούπολη.
Με φόρα από το Ένα Κάποιο Βλέμμα των φετινών Καννών στο διαγωνιστικό τμήμα του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης και με στενές σχέσεις με το έτερο “βαμπιρικό” δράμα ενηλικίωσης που προβλήθηκε εδώ το Νοέμβριο του 2008, Άσε το Κακό να Μπει, η Μεταμόρφωση ξαναδιαβάζει το μύθο από την αρχή και τον προσγειώνει στη λογική εξήγηση μιας άλλης εποχής που επιχειρεί να μελετήσει τον άνθρωπο υπό έναν ύποπτο ετεροχρονισμό. Μιας εποχής σχετικά άχρονης αλλά προσδιορισμένης με θολή ακρίβεια: η κρυψώνα των χρημάτων που ο 14χρονος Μάιλο βάζει τη λεία από όσους δολοφονεί βρίσκεται πίσω από δυο στίβες με βιντεοκασέτες που έχουν γραμμένες ταινίες με βαμπίρ: τα DVD θα ήταν πολύ οικεία για τον χρονικό αποπροσδιορισμό που επιχειρείται εδώ. Με τη σειρά τους εκείνες είναι προσεκτικά διαλεγμένες, δεν θα βρείτε κανένα Twilight εκεί όπου ο Ο’Σι διαλέγει τις επιρροές του, έχοντας φροντίσει πολύ νωρίτερα να το κάνει με την ίδια του την ταινία, έναν Μάρτιν συγγενικό με του Τζορτζ Ρομέρο, η υπαρξιακή αναζήτηση του οποίου έχει ρίξει το βάρος της στις πλάτες του χρόνια πριν - είπαμε, σχετικά άχρονη αλλά οι αντιστοιχίες και οι ομοιότητες που εντοπίζεις στις καταστάσεις ξέρεις ότι ανήκουν ολοκληρωτικά στη γενιά σου, άντε να τις μοιράζεσαι με την προηγούμενη.
Με λίγα λόγια, αυτή η πλευρά των βαμπιρικών ταινιών, που υπάρχει αλλά αρέσκεται στην ποικιλία των τρόπων προσέγγισής της, μπορεί να μοιάζει απλώς σαν ο μύθος να διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη, περιλαμβάνει όμως τόσο την αγωνία της φυσικής μετάλλαξης όσο και τον πόνο της συνειδητοποίησης της πηγής της: του χρόνου. Γιατί αν κλασικά αναζητώντας πίσω από το πέπλο η βαμπιρική αναζήτηση βαραίνει την υπαρξιακή αγωνία με το αδιέξοδό της, εδώ συνεπικουρείται από τη σκιά του χρόνου που υπάρχει για να δείχνει το τέλος του και να προκαλεί έναν πολύ πιο οικείο προβληματισμό από εκείνον της αέναης αναζήτησης - πιο αβάσταχτο ή πιο υποφερτό, για πρώτη φορά δεν έχει καμία σημασία.
Κι αν ξεχαστείς στη νωχελική κινηματογράφηση του Ο’Σι μπορεί μία σκηνή να σε συνεφέρει: περπατώντας, ο Μάιλο περνάει κάτω από μια πινακίδα αδιέξοδου/dead end, στο πλάνο όμως στριμώχνεται μόνο η λέξη dead και η πινακίδα που “σημαδεύει” το Μάιλο περνώντας εκείνος από πίσω της, θυμίζοντας ότι οι νεκροί περπατούν πάνω σε αυτόν τον κόσμο που καταδικάζουν κάθε μέρα να τους ανήκει εις βάρος των ζωντανών.