Ο καθηγητής Λάνγκτον ξυπνάει χωρίς μνήμη σε ένα νοσοκομείο στην Φλωρεντία και με την ανέλπιστη βοήθεια μιας νοσοκόμας ξεκινάει μια μάχη ενάντια στον χρόνο για να αποτρέψει μια προσχεδιασμένη καταστροφή. Πρόκειται για την τρίτη στη σειρά μεταφορά μυθιστορήματος του Νταν Μπράουν με ήρωα τον ιστορικό τέχνης Ρόμπερτ Λάνγκτον, παραμένει πιστή στο πληθωρικό και νευρώδες ύφος του συγγραφέα, που βρίθει από αινίγματα, αρχαίους θρύλους, κρυπτικές πληροφορίες και ψυχωτικούς που παρερμηνεύουν προφητείες και αναγνώσεις των ιστορικών μύθων για να εξυπηρετήσουν τις αρρωστημένες τους, κοσμογονικές φαντασιώσεις περί χάους και εξαγνισμού.
Μέσα σε κοσμοπολίτικο διάκοσμο και με μια διεύθυνση φωτογραφίας που χρησιμοποιεί ανάγλυφα πόλεις όπως η Φλωρεντία, η Βενετία και η Κωνσταντινούπολη. Η αφήγηση του Νταν Μπράουν βουτάει όπως πάντα με βουλιμία, σε αναρίθμητες αναφορές και πληροφορίες από την αρχαία ιστορία και σε αθέατες θεωρίες, πριν περάσει γρήγορα και χωρίς πολλές περιστροφές στη λαοφιλή δράση και στην προσεκτικά δομημένη ανάπτυξη της ιστορίας, για να μην μείνει κανείς θεατής απορημένος με την πλοκή – οπότε και ανικανοποίητος. Πρόκειται για έξυπνο συγγραφέα που βάζει σαν προτεραιότητα την ευκολία της οικειότητας παρά το «μορφωμένο» σύνολο θεολογικών και λογοτεχνικών αναφορών.
Το πρώτο ημίωρο της ταινίας είναι μια επίδειξη δεξιοτεχνίας από τον Χάουαρντ, ο οποίος χρησιμοποιεί άριστα το νευρώδες μοντάζ, το ένστικτό του στον ρυθμό και το οπτικό οπλοστάσιό του που αποτελείται από εικονογραφίες της Κόλασης του Δάντη. Η πρώτη ύλη του Ιταλού ποιητή μπολιάζεται εξαιρετικά στο φρενήρες μοντάζ τρεχαλητού και θολών πλάνων που υπογραμμίζουν την αγωνία του ήρωα να σκάψει στη μνήμη του και να συμπληρώσει το παζλ για το πως βρέθηκε στα χέρια του μια κάψουλα που προβάλλει μια πειραγμένη απεικόνιση της Κολάσεως. Ο Τομ Χανκς κάνει τα απολύτως απαραίτητα στο ρόλο του αγνού καθηγητή που έχει να λογοδοτήσει σε μια παλιά του συνεργάτιδα, σε μια σειρά από χαρακτήρες αμφιβόλου εμπιστοσύνης, μέχρι και στον Παγκόσμιος Οργανισμό Υγείας, για έναν θανάσιμο ιό που θα αφανίσει τον μισό πληθυσμό του πλανήτη.
Όσο η συνομωσία και το κουβάρι των εμπλεκόμενων ξεδιπλώνεται, τόσο αισθανόμαστε ότι οι στροφές της αφήγησης και η στακάτη πλανοθεσία της αρχής δεν είναι προϊόν μιας εμπνευσμένης δημιουργίας, αλλά πρόκειται για προκατασκευές που έχουν βουτηχτεί στα συντηρητικά. Η απασφάλιση της βόμβας (!) του φινάλε δεν είναι το ευφάνταστο Μακ Γκάφιν που θα μας παρέσυρε σε ένα χορταστικό κυνηγητό με ανατροπές, με μανία καταδίωξης από κυνηγούς ψυχών και κοσμικές συνωμοσίες του αρχαίου κόσμου που σωματοποιούνται κάτω από τη μύτη μιας φωτογενούς Ευρωπαϊκής μεγαλούπολης. Ο Χάουαρντ δεν μπορεί και δεν έχει να δώσει περεταίρω ψυχή σε τούτη την αναγκαστική συνέχεια που κραυγάζει πως είναι προϊόν πολυετούς συμβολαίου, αλλά τουλάχιστον κάνει πειστικά και με επαγγελματισμό τη δουλειά για την οποία τον προσέλαβε το στούντιο – πάντα είχε την ικανότητα να σφιχταγκαλιάζεται με τις κορπορατικές επιταγές. Από την άλλη, ο έμπειρος σεναριογράφος Ντέιβιντ Κεπ έδωσε ρυθμό στην περιπέτεια, την ξαλάφρωσε από ακροβατικά στη λογική αλλά φυσικά παραμένει δέσμιος της λαοφιλούς παλέτας του Μπράουν, οπότε το προσωπικό στοιχείο και η τόλμη στον χειρισμό του σασπένς απουσιάζουν.
Αν ποτέ γίνει ταινία και το The Lost Symbol, ο συμπαθέστατος καθηγητής Λάνγκτον δεν θα μας βρει στα θρανία μας.
{youtube}hdmIg316DwU{/youtube}