To έτος 1919 δημιουργήθηκε η κινηματογραφική εταιρία United Artists με ιδρυτές τους Mary Pickford, Douglas Fairbanks, Charlie Chaplin και D.W Griffith, που φιλοδοξούσαν να φτιάξουν ένα φιλελεύθερο καλλιτεχνικό studio που θα έδινε ελευθερία για πρώτη φορά στους καλλιτέχνες και όχι στους παραγωγούς. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 70 το studio θα είχε δημιουργήσει μερικές ιστορικές ταινίες (Some like It Hot, One Last Flew Over The Cuckoo’s Nest, Midnight Cowboy, Last Tango In Paris κ.α.). Το 1979, θα αρκούσε όμως η παραγωγή μιας ταινίας για να φέρει την απόλυτη καταστροφή και να βάλει τέλος σε μια ολόκληρη εποχή για τον κινηματογράφο. Ακόμα και οι πολλές μεγαλύτερες μετέπειτα εμπορικές αποτυχίες (Ishtar, Bonfire Of Vanities, Hudson Hawk, Waterworld) που έγιναν σημείο αναφοράς, δεν έφτασαν σε μέγεθος και πολιτιστική σημασία αυτό το παταγώδες εμπορικό φιάσκο της Αυτοκρατορίας της Δύσης. Αυτή θα ήταν η αφορμή των παλιότερων εκπροσώπων των studio, να βάλουν ταφόπλακα σε μια λαμπρή εποχή για τον Αμερικάνικο κινηματογράφο που είχε αρχίσει στα τέλη της δεκαετίας του 60 και να πάρουν ξανά τον έλεγχο από τους σκηνοθέτες. Πίσω από την καταστροφή κρύβεται μια ιστορία υπερβολής, περφεξιονισμού και προδοσίας.
Η χρονική περίοδος από το 1967 έως το 79 ήταν και μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους για τον Αμερικάνικο κινηματογράφο με σημείο εκκίνησης το Easy Rider και που συνεχίστηκε με το Πρωτάρη, την Άγρια Συμμορία, το Five Easy Pieces, το Chinatown, τη Σκυλίσια Μέρα, το Lenny, το Nashville, το Κεντρί και δεκάδες ακόμα αριστουργήματα, από δημιουργούς όπως Ρομαν Πολάνσκι, Φράνσις Κόπολα, Μάρτιν Σκορσέζε, Ρόμπερτ Άλτμαν, Χαλ Άσμπι κ.α. Ήταν μια αξεπέραστη εποχή χωρίς τους λογιστές και τους δικηγόρους να αναμιγνύονται με τους σκηνοθέτες, μια εποχή που οι παραγωγοί δεν έβλεπαν τα dailies και δεν υπαγόρευαν στρατηγικές και απλά έβλεπαν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ήταν η εποχή που κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετία του 70 με τις ταινίες που η United Artists παρήγαγε- όπως το Raging Bull και το Manhattan. Στα τέλη των 70’s πολλοί σκηνοθέτες που είχαν το final cut είχαν αποτύχει σχετικά, ο Μπογκντάνοβιτς είχε χρεοκοπήσει με το At Long Last Love, ο Γουίλιαμ Φρίντκιν είχε αποτύχει παταγωδώς με το Sorcerer, ακόμα και ο Σπίλμπεργκ είχε την αποτυχία του με το 1941, ενώ ο Κόπολα ζούσε μια κόλαση στα γυρίσματα του Αποκάλυψη Τώρα!
Το 1978, ο Μάικλ Τσιμίνο είχε κάνει τεράστια εντύπωση με τον Ελαφοκυνηγό και θεωρούνταν το μεγαλύτερο νέο ταλέντο της εποχής. Ήταν το όνομα που επέλεξε το studio να επενδύσει πάνω του για όποιο project ήθελε ο ίδιος. Αυτό που τελικά ο Τσιμίνο ήθελε να κάνει, ήταν μια ταινία για τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής στην Δύση, τους κατοίκους στο Johnson County και τις μάχες του μισθοφορικού στρατού με τους μετανάστες που έψαχναν για μια νέα ζωή στις αρχές του αιώνα. Το γύρισμα θα άρχιζε ένα μήναμετά το θρίαμβο του Ελαφοκυνηγού στα Όσκαρ, ο Κρίστοφερ Γουόκεν και ο Κρις Κριστόφερσον θα ήταν στο καστ και το αρχικό κόστος της ταινίας υπολογίζονταν στα 7.5 εκατομμύρια δολάρια. Όλα ήταν ιδανικά μέχρι τη στιγμή που θα άρχιζε η τρέλα…
Από φιλόδοξο γουέστερν εποχής, η Αυτοκρατορία της Δύσης εξελίχθηκε σε ένα έπος τόσο μεγάλο που θα έμοιαζε με το Όσα Παίρνει Ο Άνεμος και τον Λόρενς Της Αραβίας μαζί. Ταινίες τέτοιου μεγέθους είχαν ξαναγίνει, όμως αυτό που διαχώριζε την ταινία από τον… Μπεν Χουρ, ήταν η εμμονή του Τσιμίνο στην απόλυτα πιστή αναπαράσταση εποχής. Από τη πρώτη μέρα άρχισε ξαφνικά μια λεπτομερής κατασκευή τεράστιων σκηνικών που κράτησε πολλές βδομάδες. Χιλιάδες κομπάρσοι συγκεντρώνονταν καθημερινά και η εκπαίδευσή τους κρατούσε μέρες. Είχε χτιστεί σχεδόν μια μικρή πολιτεία που η συντήρησή της κόστιζε μια περιουσία καθημερινά. Οι χρονοβόρα μέθοδος του Τσιμίνο φάνηκε από τις πρώτες βδομάδες που συνέβαιναν ατελείωτες πρόβες και συνεχείς κατασκευές. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν οι αμέτρητες επαναληπτικές λήψεις που ο σκηνοθέτης απαιτούσε σε κάθε σκηνή και που συχνά έφταναν και τις 40 ή και τις 50. Η ταινία είχε μείνει πολύ πίσω στο πρόγραμμα και το studio είχε ξοδέψει ένα εκατομμύριο δολάρια σε αμοιβές, κατασκευαστικά κόστη και σε ατελείωτες λήψεις. Στα τέλη του Ιουλίου του 1979 το κόστος ήταν πια ανυπολόγιστο, η ταινία έτεινα να γίνει η ακριβότερη όλων των εποχών και ο σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή του μόλις δυο λεπτά ωφέλιμου φιλμ. Ήταν η ώρα του πρώτου σοκ στα γραφεία παραγωγής που κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Η ταινία ή θα συνέχιζε να γυρίζεται όσο χρειαστεί με το κόστος να παίρνει αστρονομικές διαστάσεις ή θα έκλειναν όλα τη στιγμή που ακόμα ήταν σχετικά νωρίς για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Το studio αποφάσισε να μη σταματήσει τίποτα γιατί στο σημείο που είχε φτάσει δεν υπήρχε επιστροφή. Ολόκληρες μέρες πήγαιναν χαμένες για να πετύχει ο Τσιμίνο τις τέλειες καιρικές συνθήκες ή την τελειότητα στην κίνηση των κομπάρσων. Μετά από τρείς μήνες και με το κόστος είχε εκσφενδονιστεί στα 18 εκατομμύρια δολάρια, η United Artists πήρε δραστικά μέτρα. Έθεσε αυστηρό πρόγραμμα και έβαλε ταβάνι κόστους 25 εκατομμυρίων, απειλώντας τον πως αν δεν τηρήσει τους όρους θα του αφαιρέσουν το δικαίωμα στο final cut.
Ήταν η εποχή που ένας δημοσιογράφος τρύπωσε στην παραγωγή σαν κομπάρσος και πέρασε δυο μήνες στα γυρίσματα. Όταν έφυγε, έγραψε ένα άρθρο στους Los Angeles Times με τίτλο Obsession Of Perfectionist στο οποίο έβγαλε στη φόρα ιστορίες υπερβολής, σκηνές χάους, ατελείωτες λήψεις, τσακωμούς, δυσαρέσκειες και εν ολίγοις παρουσίαζε τον Τσιμίνο σαν δικτάτορα χωρίς καμία αίσθηση της πραγματικότητας. Η ζημιά στο πρεστίζ της υπερπαραγωγής ήταν τεράστια και η ταινία ήδη είχε καταχωρηθεί στη συλλογική συνείδηση ως μια ιστορία αποτυχίας. Όλα τα παράλληλα project του studio ακυρώθηκαν λόγω έλλειψης χρημάτων και το πρόσωπο της εταιρίας είχε θιχθεί ανεπανόρθωτα. Η μεγάλη σκηνή μάχης του τέλους θα αποδεικνύονταν και η πιο χρονοβόρα. Χρειάστηκαν δεκάδες λήψεις για να πετύχει η σωστή ποσότητα καπνού και συντονισμός χιλιάδων κομπάρσων πάνω σε άλογα.
Περίπου στα τέλη του Σεπτέμβρη το γύρισμα τελείωσε αφήνοντας πίσω 250 ώρες υλικού και φτάνοντας το τελικό κόστος στα 40 εκατομμύρια, όμως η περιπέτεια της ταινίας κάθε άλλο παρά είχε τελειώσει. Μετά από 8 μήνες πιεστικού μοντάζ, στα τέλη Ιουνίου του 1980 ο Τσιμίνο έδειξε το πρώτο καταστροφικό cut της ταινίας -μια εκδοχή πεντέμισι ωρών. Η τελική σκηνή μάχης μόνη της έφτανε τη μιάμιση ώρα σε διάρκεια. Ο Τσιμίνο αναγκάστηκε να ξαναμπεί στη μονταζιέρα και μέχρι τον Οκτώβρη είχε φτάσει την τελική ταινία σε μια εκδοχή τρεισήμισι ωρών που κανείς δεν θα έβλεπε μέχρι την επίσημη πρεμιέρα του. Θα ήταν άλλωστε και ανώφελο αφού δεν υπήρχε πια χρόνος για καμία αλλαγή.
Οι αντιδράσεις του κοινού στην πρεμιέρα ήταν αποκαρδιωτικές. Οι πρώτες κριτικές ήταν αμείλικτες και μιλούσαν για άνευ προηγουμένου καταστροφή, για απαράδεκτο αποτέλεσμα και για μνημειώδες φιάσκο. Στην πραγματικότητα ήταν κουρδισμένοι να γράψουν αρνητικά πράγματα λόγω της κακής δημοσιότητας που είχε πάρει η ταινία, και από την άλλη έπαιρναν εκδίκηση για την αποθέωση που είχε γνωρίσει ο πολυβραβευμένος Ελαφοκυνηγός το οποίο είχαν εκθειάσει άπαντες. Επιπλέον ο τύπος έκανε μια σκληρή κριτική στο σύστημα που έδινε ευκαιρίες σε σκηνοθέτες να κάνουν αλόγιστες σπατάλες εξυπηρετώντας το πιο ακραία φιλόδοξο όραμά τους.
Μετά από μια βδομάδα στις αίθουσες η United Artists απέσυρε την ταινία για να της δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στο μοντάζ, μειώνοντας τη διάρκεια σε δυόμιση ώρες που είναι και η εκδοχή που έχει απομείνει σήμερα. Τo τελικό cut βγήκε τον Απρίλιο του 1981 αλλά η επιθετικότητα των media αντί να μαλακώσει πήρε διαστάσεις θυμού. Ο τελικός απολογισμός κόστους ήταν 44 εκατομμύρια δολάρια και οι εισπράξεις που απέφερε στο box office ήταν λιγότερο από 2 εκατομμύρια!
Η ταινία βύθισε οικονομικά το studio που χρεώθηκε τη μεγαλύτερη αποτυχία που έγινε ποτέ και κήρυξε χρεοκοπία. Η Αυτοκρατορία της Δύσης την πλήρωσε για όλα τα «δεινά» που συνέβαιναν στο Χόλυγουντ στη δεκαετία του 70 και έβαλε τέλος στη χρυσή εποχή του σκηνοθέτη. Μετά το 1981 το τοπίο άλλαξε οριστικά και το «τριήμερο άνοιγμα» στο box office ήταν η νέα λογιστική πραγματικότητα, πράγμα που επικρατεί μέχρι σήμερα. Ακολούθησε η εποχή του Ρήγκαν με τους action heroes, τα κάθε λογής σίκουελ, τα ανώδυνα υπερθεάματα και το feel good σινεμά με απαραίτητα ηθικά διδάγματα.
Κάποιοι σκηνοθέτες του 70 συγχωνεύτηκαν στο σύστημα και δούλευαν με εργολαβίες, άλλοι αποτραβήχτηκαν εντελώς, άλλοι χρεοκόπησαν και άλλοι έδρασαν αποκλειστικά στο περιθώριο.
Το πάρτι είχε τελειώσει.