Την Παρασκευή το βράδυ, ενώ ο κόσμος γέμιζε σταδιακά το Gagarin, παρατηρούσα ότι επρόκειτο για πολύμορφο κοινό, από βετεράνους και νεοφερμένους στον post-punk ήχο. Πράγματι, από την καρδιά του live θα άκουγες αργότερα χαρακτηριστικούς στίχους να ακολουθούν τα μέλη των Gang Of Four· του μακρόβιου αυτού σχήματος από το Leeds, το οποίο έσπειρε τον post-punk σπόρο, αφήνοντας ανεξίτηλες χροιές στον ήχο πολλών μεταγενέστερων γκρουπ.

Ωστόσο, έως ότου ακουστούν τα πρώτα «κοψίματα» από την κιθάρα του Andy Gill, την ατμόσφαιρα στο Gagarin ανέλαβαν να γεμίσουν οι ΚΡΑΑΚ: μια νεοσύστατη αθηναϊκή μπάντα, με ένα κράμα ήχων που προέρχονταν από τη συνάντηση του punk, του garage rock, της ψυχεδέλειας και της μεσογειακής παράδοσης. 

Με όπλα λοιπόν ένα ενεργειακά στιβαρό groove, τον επικό τους στίχο και τον πιο εγκεφαλικό ήχο τρομπέτας και moog, οι ΚΡΑΑΚ έδειξαν να έχουν κάνει ένα πρώτο, καλό βήμα στη μεταξύ τους μουσική συνεννόηση, η οποία στο Gagarin εκπροσωπήθηκε από το φετινό τους ντεμπούτο, ομότιτλο του ονόματός τους. Έχοντας ως βάση το προαναφερθέν groove, το σχήμα φεύγει προς τον πειραματισμό, προσπαθώντας να βρει δική του ταυτότητα μέσω ανατολίτικων περασμάτων, ψυχεδελικών παρενθέσεων και συμπαγών, παραμορφωμένων riffs με την ιδιοσυγκρασία των Stooges και των Pink Floyd. Κάθε μέλος, δείχνει να έχει τη δική του διείσδυση σε αυτό το μουσικό τοπίο. Και, όσοι τους παρακολουθήσαμε, μείναμε με την εντύπωση ότι ήρθαμε σε επαφή με κάτι το πρωτοπόρο: παρ' όλο που αρκετές ιδέες ανακυκλώνονται, υπάρχει ένα ιδιαίτερο στίγμα στη βάση των ΚΡΑΑΚ.

Χωρίς πολλές εισαγωγές, στη συνέχεια, οι αναδιαμορφωμένοι Gang Οf Four χρωμάτισαν την ατμόσφαιρα του Gagarin στο «κόκκινο» του Entertainment!, με το οποίο ντεμπούταραν πίσω στο  1979 –ως γνωστόν, το Rolling Stone το έχει κατατάξει 5ο στα πιο επιδραστικά punk albums της μουσικής ιστορίας. Μόνο αυθεντικό μέλος παραμένει βέβαια ο Andy Gill (κιθάρα, φωνητικά), ο οποίος είναι και η κύρια δημιουργική πηγή του σχήματος. Ήδη όμως από το εναρκτήριο "Not Great Men" φάνηκε το δυναμικό του δέσιμο με τους John "Gaoler" Sterry (φωνητικά), Thomas McNeice (μπάσο) & Tobias Humble, το οποίο χάρισε στο live μια εκκίνηση με πλούσια ενέργεια και πολλή διάθεση. 

Μεταξύ δηλαδή των κοψιμάτων της κιθάρας του Gill και των νευρικών χτυπημάτων από το μπάσο του McNeice, εντόπιζες μια μουσική αλληλεπίδραση που έκανε το "Not Great Men" να αναγεννηθεί, αν και παραμένει άκουσμα καινοτόμο ακόμα και για σήμερα, παρά τους δεκάδες ήχους που ξεπήδησαν από την post-punk σκηνή στα 40 χρόνια που μας χωρίζουν από τη δημιουργία του.

Μπορεί το πρώτο κομμάτι της βραδιάς να άνηκε στα πιο αναγνωρισμένα βήματα των Gang Of Four, αλλά η μπάντα πραγματοποίησε κατόπιν κι ένα σύντομο πέρασμα από την πιο πρόσφατη δισκογραφία της, μέσω της οποίας κατηύθυνε τη στέρεα δομημένη πρόταση του Entertainment! σε πιο σύγχρονους εναλλακτικούς δρόμους. Η κιθάρα του Andy Gill –λιτή, ευφυής, χωρίς περιττές φράσεις– δημιούργησε έτσι μια ambient χροιά εκτόνωσης πάνω από το χαρακτηριστικό groove των Gang Of Four στο "Isle Οf Dogs", τραγούδι από το What Happens Next του 2015. Ο δε κόσμος τους ακολούθησε σε αυτά τα περάσματά τους, στα οποία ανακάλυψα προσωπικά πόσο αποτελεσματικώς λακωνικό είναι το παίξιμο του Gill

Προτού στραφούν και πάλι στο παρελθόν, οι Gang Of Four έπαιξαν και το "Toreador", επιλογή από το φετινό άλμπουμ Happy Now. Δεν είχε και τόση ένταση, όση τουλάχιστον τα προηγούμενα κομμάτια, όμως δεν διέκοψε ιδιαίτερα τη ροή του live. Αντιθέτως, ανέδειξε επαρκώς τα πρόσφατα μουσικά αποτελέσματα της τετράδας, ενώ έδωσε και στον Gill χώρο για αυτοσχεδιασμό.

Κατόπιν βυθιστήκαμε στον πλούσιο κόσμο του Entertainment! και του Solid Gold (1981), με τη συναυλία να φτάνει στην κορύφωσή της και μια μερίδα κόσμου –αρκετά μικρή, μα ισχυρή– να ακολουθεί με ενθουσιασμό τις μπασογραμμές του McNeice, ο οποίος μετουσίωνε επιτυχώς την έντονα εσωστρεφή μα και εκτονωτική φύση εκείνου του κλασικού υλικού. Εγκαταλείπω λοιπόν κι εγώ την κάμερα, καταλαβαίνοντας ότι ο ουσιαστικότερος τρόπος για να αφουγκραστώ την ενέργεια του live δεν είναι άλλος από τα να γίνω μέλος αυτού του πυρήνα. Στο μεταξύ, η ακτινοβολία των Gang Of Four αποτυπώνεται χαρακτηριστική. Ο McNeice χορεύει κατά μήκος της σκηνής ακολουθώντας τους πρωτόγονους σχεδόν ρυθμούς του Humble, ο Sterry ντύνει την ατμόσφαιρα των κομματιών με την προσωπική του, «σκοτεινή» χροιά στο μικρόφωνο, ενώ ο Gill μας εκδηλώνει την αγάπη του για τη συγκεκριμένη περίοδο της μπάντας. 

Το "Damaged Goods" έκανε τους νεότερους από μας να νιώσουμε ότι συνδεόμαστε με ένα κομμάτι της μουσικής ιστορίας, ευρισκόμενοι σε μια σπάνια βραδιά, την οποία –με κάποια υπερβολή– θα χαρακτήριζα ευλαβική. Το κοινό, γενικά, έδειχνε δοσμένο στα κοφτά riffs και στα κλιμακούμενα φωνητικά του Sterry, τα οποία κρατούσαν τη συναυλία σε ένα ενεργειακό επίπεδο που έδειχνε ανεξάντλητο.

Το φετινό live των Gang Of Four στην Ελλάδα θα μείνει νομίζω στις μνήμες όσων παρευρέθηκαν στο Gagarin ως γέφυρα επικοινωνίας με ένα κομμάτι του παρελθόντος, το οποίο υπήρξε καθοριστικό για τη μετέπειτα εξέλιξη του post-punk. Ενός ήχου που μας απασχολεί ακόμα.

{youtube}KyyB894Za4Q{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured