Μοιάζει μάλλον περιοριστικό να χαρακτηρίσει κανείς τον Volker Bertelmann ως έναν απλό μουσικοσυνθέτη. Μέσα από τη συνεχή μελέτη, τον αδίψαστο πειραματισμό και τελικά την πιστή αφοσίωση στο δικό του «ιερό» όργανο –το προετοιμασμένο πιάνο– έχει εξερευνήσει ενδελεχώς τα όρια του ανήσυχου ήχου που οραματίζεται τα τελευταία 15 χρόνια· ακόμα και μέσα από τις πιο συμβατικές του δουλειές για τον κινηματογράφο. Και το βράδυ της Δευτέρας, στην κεντρική αίθουσα του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, οι τυχεροί παρευρισκόμενοι είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε βινιέτες από το πολύπλευρό του έργο, ενταγμένες σε μία ενιαία σύνθεση 75 λεπτών.
Το κοινό είχε συγκεντρωθεί από νωρίς στον επιβλητικό χώρο, αποτελούμενο τόσο από γνωστές φυσιογνωμίες των μουσικών πραγμάτων, όσο και από φανατικούς θιασώτες του προγράμματος του χώρου. Το ανοιγμένο πιάνο (γεμάτο με δεκάδες μικροαντικείμενα, όπως θα διαπιστώναμε στη συνέχεια ή όπως ήδη υποψιάζονταν οι μυημένοι) είχε τοποθετηθεί στο κέντρο της σκηνής και όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει η παράσταση.
Η ψηλόλιγνη, λογοτεχνική θαρρείς φιγούρα του Γερμανού καλλιτέχνη ξεπρόβαλε ενώπιόν μας ακριβώς στις 8:30· έκατσε στη θέση του, πήρε το μικρόφωνο και άρχισε να μας μιλάει στα αγγλικά, με τη χαρακτηριστική, κεντρικοευρωπαϊκή προφορά του. Αρχικά, ευχαρίστησε το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και την Ελένη Μητσιάκη (παλιά Αβοπολίτισσα) για την πρόσκληση, μας ανακοίνωσε μάλιστα πως αυτή είναι η πρώτη του συναυλία για το νέο έτος, οπότε ένιωθε κάπως αγχωμένος. Τέλος, μας γνωστοποίησε τις προθέσεις του σχετικά με το set, στο οποίο θα αφηνόταν, θα ρίσκαρε και πιθανώς θα έκανε λάθη, προτείνοντάς μας να το προσεγγίσουμε ως soundtrack μίας ταινίας που θα βλέπαμε αν κλείσουμε τα μάτια μας.
Πράγματι, ο Hauschka αφέθηκε στο ένστικτο και σε έναν εσωτερικό μονόλογο, ο οποίος υπάκουε σε ένα γενικό πλάνο που πρέπει να είχε στο μυαλό του. Ο ήχος που πρόκυπτε από το προετοιμασμένο πιάνο, τις επιτόπια ηχογραφημένες λούπες και το ψηλάφισμα του εσωτερικού του οργάνου, ήταν τόσο πυκνός, περίπλοκος και πολυεπίπεδος, ώστε έδινε την εντύπωση πως προέρχεται από πολυάριθμες, κρυφές πηγές –χαρακτηριστικό άλλωστε γνώρισμα της δισκογραφίας του. Το δε ράψιμο των επιμέρους συνθέσεων αποδείχθηκε κομψοτεχνικό, ενώ το ύφος και οι δυναμικές εναλλάσσονταν ακριβώς τη στιγμή που άρχιζαν να υποκύπτουν σε κορεσμό, με αποτέλεσμα η συναισθηματική εγρήγορση να παραμένει πάντα ενεργή, παίρνοντας πολλές αποχρώσεις: άλλοτε κυριαρχούσε ένα αίσθημα μοναξιάς και εγκατάλειψης, και άλλοτε αυτό της παροδικής ευτυχίας, που τελικά μεταβολιζόταν σε κάτι σαν στιγμιαία πληρότητα.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει σε αυτό το σημείο στον συγκλονιστικό φωτισμό, ο οποίος πέρασε την παράσταση σε ένα νέο επίπεδο αντίληψης. Το βάθος, οι σκιές, η προοπτική, αλλά και οι χωροταξικές δυνατότητες της αίθουσας, αξιοποιήθηκαν στο μέγιστο, προσθέτοντας σκηνοθετικό υπόβαθρο στη συναυλιακή πλοκή.
Μετά από ακριβώς 1 ώρα, ο πρωταγωνιστής της βραδιάς αφαίρεσε με θεατρικό, κωμικό τρόπο όλα όσα εμπόδιζαν το πιάνο να ακούγεται ως κλασικό –και δεν ήταν λίγα: μπαγκέτες, ταινίες, μπίλιες και πολλά απροσδιόριστα μπιχλιμπίδια. Αν μου επιτρέπεται ο φιλοσοφικός συμβολισμός, η κίνησή του έμοιαζε με μία πράξη απελευθέρωσης του οργάνου από το υπαρξιακό του βάρος· την ίδια ωστόσο στιγμή, η επαναφορά του στην κανονιστική του λειτουργία, ήταν ταυτόχρονα και η ίδια του η φυλακή. Κάπως έτσι έμοιαζε και τα υπόλοιπο τέταρτο της συναυλίας, καθώς ο ήχος του πιάνου φαινόταν πια τόσο ανακουφιστικός, όσο και περιοριστικός, σε σχέση με ό,τι είχε προηγηθεί. Σε κάθε περίπτωση, το ειδικό βάρος της πρώτης μίας ώρας, αιωρούταν στον χώρο σε όλα όσα ακολούθησαν.
Πέρα από αυτό το τέταρτο κλασικού πιανιστικού κονσέρτου ακολούθησε και ένα σύντομο encore, στο οποίο ο Hauschka παρουσίασε δύο εντελώς διαφορετικές συνθέσεις. Στην πρώτη τύλιξε χειρουργικά τις χορδές του πιάνου με gaffer ταινία, αφιερώνοντας το κομμάτι σε αυτήν την αγαπημένη του τεχνική, ενώ στο δεύτερο μας έπαιξε το κεντρικό θέμα από το soundtrack της ταινίας Lion του Garth Davis (2016), το οποίο έγραψε μαζί με τον Dustin O' Halloran και ήταν υποψήφιο για Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα και Bafta. Κλείνοντας έτσι τη βραδιά με τρυφερότητα και συγκίνηση.
Ως κατακάθι του καθηλωτικού set έμεινε εν τέλει μία ψυχική αναταραχή, η οποία θα με ακολουθούσε προσωπικά για μέρες ακόμη, μέχρι να βρει τον τρόπο που θα «καθόταν» μέσα μου. Είναι κάτι βέβαια που το πετυχαίνουν όλες οι σημαντικές μουσικές παραστάσεις, κι αυτή του Hauschka ήταν μία από τις πιο λαμπρές αποδείξεις.
{youtube}jlebdhv7HEs{/youtube}