Καταλαβαίνεις πως ένα live είναι ξεχωριστό συναυλιακό γεγονός όταν τα εισιτήρια έχουν γίνει καπνός αρκετές μέρες πριν τη διεξαγωγή του, τα αντίστοιχα posts στο Facebook για πιθανά εναπομείναντα έχουν πάρει φωτιά και ο κόσμος είναι τόσο ανυπόμονος, ώστε έχει τιγκάρει το μαγαζί ήδη από το εναρκτήριο όνομα της βραδιάς. Καταλαβαίνεις επίσης ότι μάλλον πάει για φόλα η όλη φάση, όταν η μπάντα που περίμενες τόσο πολύ να δεις είναι κατώτερη των περιστάσεων, δείχνει μάλλον να βαριέται που βρίσκεται μπροστά σε ένα εκστασιασμένο πλήθος και τα ψόφια κοπανήματα του κοινού προέρχονται από αυτούς που θα χτυπιόντουσαν όπως και να έχει.
Οι Αυστραλοί retro rockers δεν δικαιολόγησαν ποτέ το hype τους και κυρίως δεν σεβάστηκαν τον κόσμο που έβγαλε sold-out το Fuzz για χάρη τους σε μία όχι και τόσο ιδανική τιμή εισιτηρίου, παίζοντας άνευρα για 1,5 ώρα, σε ένα live χωρίς κορυφώσεις, ξεχωριστές στιγμές και encore, που φάνηκε να έχει μάλλον διεκπεραιωτικό χαρακτήρα για τους ίδιους, ως τελευταίος σταθμός της εξαντλητικής περιοδείας τους. Δεν μπορώ να δεχτώ δηλαδή ότι πετύχαμε τους King Gizzard & The Lizard Wizard σε μία τυπική, φρενήρη βραδιά τους, αλλιώς όσα γράφονται για τη μπάντα και έχουμε δει σε videos στο YouTube μοιάζουν με τεράστιες υπερβολές της απογοητευτικής πραγματικότητας.
Πρώτα, όμως, εμφανίστηκε ο συμπατριώτης τους Montero, ο οποίος βρήκε τα τελευταία χρόνια την καλλιτεχνική του φωλιά στην Αθήνα, όπου και έχει δημιουργήσει ένα εξαιρετικό σχήμα από εγχώριους μουσικούς, σαν τον Νώντα Παππά από τους Acid Baby Jesus στην κιθάρα και τον Σέργιο Βούδρη από τους Voyage Limpid Sound στα πλήκτρα. Ο ίδιος ο Montero μοιάζει με υβριδική καρικατούρα μεταξύ ενός λιγότερο παλαβιάρη Mac DeMarco, ενός περισσότερο συναισθηματικού Ariel Pink κι ενός λιγότερο χαοτικού John Maus, τραγουδώντας τις στρογγυλές, εύφορες και ζαχαρένιες μελωδίες από το φετινό του άλμπουμ Performer με μεγαλοψυχία και δοτικότητα. Με τα “Vibrations”, “Quantify” και “Tokin’ The Night Away” να ξεχωρίζουν, προσέφερε με τη μπάντα του ένα φανταχτερό και χορταστικό σόου, που ισορρόπησε ιδανικά το cult στοιχείο από τηλεοπτική, παιδική σειρά των 1980s με εκείνο μίας glam, εφηβικής σαπουνόπερας· αφήνοντας τελικά γλυκόπικρη επίγευση, αφού μας αποχαιρέτησε.
Για τα υπόλοιπα τρία τέταρτα μπορούσες να γευτείς την ανυπομονησία του κοινού στον αέρα· ένα μεγάλο της μέρος εκτονώθηκε με την εμφάνιση της 7άδας στη σκηνή, μέσα σε πραγματικό παραλήρημα. Αυτήν τη στιγμή οι King Gizzard And The Lizard Wizard βρίσκονται ακριβώς στο peak της καριέρας τους, έχοντας αξιοποιήσει πλήρως το momentum που τους πρόσφερε η κυκλοφορία 5 δίσκων σε μία μόλις χρονιά –κίνηση που μάλλον στόχευε στις εντυπώσεις παρά στην ουσία, αν κρίνουμε την ποιότητά τους σε σχέση με παλιότερες, πιο συμπαγείς δουλειές τους. Όπως και να έχει, έχουν καταφέρει να χτίσουν μία γερή και αρκετά ετερόκλητη βάση πιστών ακόλουθων, γεμίζοντας έτσι το Fuzz με άτομα που προέρχονταν από εντελώς διαφορετικούς χώρους: έβλεπες και το πιο νεαρό κοινό που παρακολουθεί μετά μανίας την εγχώρια γκαραζοψυχεδελική σκηνή, αλλά και 30άρηδες που ακολουθούν οτιδήποτε καινούριο αξίζει στο εναλλακτικό τοπίο.
Το πρώτο μισάωρο οι Αυστραλοί έθεσαν τις βάσεις για ένα ονειρεμένο live, το οποίο όμως δεν ήρθε ποτέ. Η φοβερή διαδοχή των “Rattlesnake”, “Greenhouse Heat Death” και “Nuclear Fusion” έχτισε μεθοδικά μία ένταση, η οποία κορυφώθηκε πολύ γρήγορα με το “Billabong Valley” και στη συνέχεια άρχισε να πέφτει απότομα, μοιράζοντας υποσχέσεις για κάτι που δεν ακολούθησε. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα –και αφού χάθηκε η ευκαιρία για μία απογείωση χωρίς επιστροφή– άρχισαν να γίνονται περισσότερο εμφανείς οι live αδυναμίες της μπάντας. Σε κάθε σύνθεσή τους, δηλαδή, ακολουθούσαν το ίδιο, απαράλλαχτο μοτίβο: ανατολίτικο κιθαριστικό ριφάκι με ψυχεδελικές διαθέσεις, το οποίο έφτανε κάποια στιγμή σε αδιέξοδο και έβρισκε τρόπους διαφυγής μέσα από garage τσιτώματα, kraut αποπλήξεις και heavy metal εξάρσεις.
Επίσης, αν έκλεινες τα μάτια, δεν πίστευες πως αυτός ο ήχος προέρχεται από 7μελή μπάντα. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τα διπλά όργανα δεν συνέβαλαν ποτέ στη φαινομενική, ρυθμική πολυπλοκότητα των τραγουδιών παρά μόνο στην έντασή τους, η οποία δεν ήταν και καμιά ωστική βόμβα. Γενικά, ο ήχος ήταν εξαιρετικός και γεμάτος, αλλά τα διπλά ντραμς, ας πούμε, έμοιαζαν να έχουν περισσότερο εφετζίδικο ρόλο παρά ουσιαστικό: αν αποδομούσες τις συνθέσεις, ένα από αυτά θα αρκούσε και λίγη ένταση από τον ηχολήπτη θα έκανε την ίδια δουλειά.
Όλα αυτά είναι ίσως λεπτομέρειες που δεν θα είχαν καμία αληθινή αξία, αν οι Αυστραλοί έδειχναν πως είχαν έρθει για να τα δώσουν όλα μπροστά σε ένα κοινό που πραγματικά δεν χρειαζόταν και τόσα πολλά για να εκραγεί. Ειδικά όταν έκατσαν κάτω και άρχισαν να βάζουν στην εξίσωση jazzy πινελιές, prog κοσμοθεωρίας φλογέρες και διαλογιστικού τύπου κιθαριστικές προσεγγίσεις, το παιχνίδι χάθηκε εντελώς. Μία τελευταία αναλαμπή ήταν η υπομονετική δόμηση και εκτόνωση του "Robot Stop", αλλά κι αυτή χρωματίστηκε αρνητικά όταν λίγο αργότερα έφυγαν από τη σκηνή χωρίς να επιστρέψουν, επισφραγίζοντας έτσι μία μέτρια εμφάνιση και αφήνοντας δικαιολογημένα ξενερωμένους τους περισσότερους.
Είμαι βέβαιος πως όσοι είχαν έρθει για να περάσουν καλά και να απονείμουν στους King Gizzard & The Lizard Wizard το βραβείο της καλύτερης live ροκ μπάντας στον πλανήτη, θα το έκαναν όπως και να έχει. Για τους υπόλοιπους και πιο ψύχραιμους, μάλλον ίσχυσε η παροιμία με τα κεράσια και το μικρό καλάθι. Ελπίζουμε πάντως όντως να ξαναέρθουν, όπως μας είπε ο frontman Stu Mackenzie στο κλείσιμο, για να μας αποδείξουν ότι ήταν απλώς μία κακή ημέρα. Μέχρι τότε, όμως, μην εμπιστεύεστε τόσο το hype, όσο τα αυτιά σας.
{youtube}2k8CCkorGFM{/youtube}