Ο χαρακτηρισμός «άχαστο» είναι μάλλον αυτός που έπαιζε στα χείλη των θιασωτών της εγχώριας hardcore punk κοινότητας για τη συναυλία της Πέμπτης. Οι Comeback Kid επέστρεψαν στην Αθήνα και όσοι παρακολουθούν, αγαπούν και συμπορεύονται με τις σύγχρονες εξελίξεις του σκληρού κιθαριστικού ήχου, δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Εξού και τα πρόσωπα όσων έδωσαν το παρών στο Gagarin ήταν λίγο πολύ-γνωστά για όσους συχνάζουν σε punk lives στο κλεινόν άστυ, σε μια συναυλία πάντως που δεν συγκέντρωσε τον απαραίτητο κόσμο ώστε να γεμίσει τον χώρο της Λιοσίων.
Όσοι πάντως παρευρέθησαν, σίγουρα απόλαυσαν μία ακόμη εμφάνιση-δυναμίτη από τους Καναδούς hardcore στυλοβάτες. Ανεξάντλητη ενέργεια, ενισχυτές στα κόκκινα, κιθαριστικά riffs που «δαγκώναν», πάθος και ιδρώτας επί σκηνής, τύμπανα σε ρυθμούς μυδραλιοβόλου και φυσικά τα τόσο χαρακτηριστικά και αγαπημένα φωνητικά γρυλίσματα του Andrew Neufeld. Αυτά ήταν τα βασικά στοιχεία που συνέθεσαν το παζλ του live της μπάντας από το Γουίνιπεγκ, η οποία τίναξε στον αέρα τα ηχεία του Gagarin και ξεσήκωσε το κοινό. Το δε τελευταίο, αν και σχετικά μικρό σε αριθμό όπως είπαμε, τα έδωσε όλα στο κομμάτι της αλληλεπίδρασης και των ενθουσιωδών αντιδράσεων.
Το “Do Yourself A Favor” από το Symptoms + Cures (2010) έκανε την αρχή (και τι αρχή!), ενώ η εξαγριωμένη μπασογραμμή του “Surrender Control” απέδειξε εμπράκτως το γκελ που είχε ο περσινός δίσκος Outsider: όλοι οι θεατές τραγουδούσαν ταυτόχρονα το γηπεδικό του ρεφρέν, με τη μπάντα να δίνει παράσταση υποδειγματικής ενέργειας κατά τη διάρκειά του. Όχι ότι το πόδι του γκρουπ έφυγε ποτέ από το γκάζι, καθώς στα “G.M. Vincent & I”, “False Idols Fall”, “Somewhere, Somehow” και “Absolute” που ακολούθησαν, η αδρεναλίνη είχε απλωθεί σε κάθε σπιθαμή του συναυλιακού χώρου.
Και δώστου λοιπόν τα sing-alongs, τα mosh pits, ακόμα και τα crowd surfs, έστω και με τον αριθμό του κοινού να δυσκολεύει κατά τι την πραγματοποίησή τους. Στο μεταξύ, ο παθιασμένος frontman των Καναδών κατεύθυνε το μικρόφωνο συχνά-πυκνά προς τον κόσμο, που σε κάθε ευκαιρία συμπλήρωνε άριστα τα φωνητικά, προς χαρά τόσο του ιδίου, όσο και του υπόλοιπου συγκροτήματος. Το εναρκτήριο riff του "Wasted Arrows" έφερε ενθουσιασμό, το μπαρουτοκαπνισμένο "Should Know Better" αποθεώθηκε, το “Talk Is Cheap” κράτησε ψηλά τη σημαία της punk ηχητικής λαίλαπας. Οι Comeback Kid φύλαγαν βέβαια και δύο κρυφούς άσσους στο μανίκι τους, καθώς έβγαλαν από τη φαρέτρα τους τόσο το “Broadcasting” (από το μακρινό 2007), αλλά και το “All Ιn Α Year”: το πρώτο τραγούδι που έγραψαν ποτέ, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Andrew Neufeld.
"Hell Οf Α Scene" και "Die Knowing" μας επέστρεψαν στις πιο σύγχρονες δουλειές του γκρουπ, το οποίο μπορεί να είχε να παίξει live από τις 3 Δεκεμβρίου (μάς αποκάλυψαν ότι η συναυλία της Αθήνας έσπασε το ρόδι για τις ζωντανές εμφανίσεις του 2018), δεν έδειξε όμως ίχνος συναυλιακής «σκουριάς». Το “Lower Τhe Line” έφερε πανικό και συνεχή κίνηση των κεφαλιών, όμως η ένταση δεν υπήρξε σε καμία στιγμή μεγαλύτερη από την ώρα που ήχησε το “Wake The Dead”: έκσταση, πώρωση αλλά και ριψοκίνδυνα stage dives –μερικά εκ των οποίων έδειχναν να καταλήγουν στο δάπεδο. Κάτι που διόλου ενόχλησε όσους τα πραγματοποίησαν, βέβαια, αφού εντός ολίγων δευτερολέπτων ξαναεμφανίζονταν να χοροπηδάνε μπροστά από τη σκηνή, καθώς το σύνολο του κοινού τραγούδαγε με όλη του τη δύναμη τους στίχους του τραγουδιού.
Επιλέγοντας λοιπόν το δημοφιλέστερο κομμάτι τους (κρίνοντας τουλάχιστον από τα views στο YouTube) οι Καναδοί punk rockers έκλεισαν την εμφάνισή τους, περίπου 50 λεπτά μετά την έναρξή της. Αφήνοντας κάποιους με την επιθυμία για μερικά τραγούδια παραπάνω, αλλά σίγουρα χωρίς κανένα παράπονο για την απόδοσή τους επί σκηνής, που ήταν για μία ακόμη φορά άψογη. Ένα μπράβο αξίζει επίσης και στους ανθρώπους της διοργάνωσης που φρόντισαν το live να τελειώσει αρκετά νωρίτερα από τα μεσάνυχτα, ώστε όσοι μετακινούνταν με τα ΜΜΜ να πραγματοποιήσουν με άνεση την επιστροφή τους.
Τη συναυλία άνοιξαν οι συντοπίτες μας Day Oοf, συγκρότημα με punk rock/skate ήχο και σταθερή παρουσία τα τελευταία τουλάχιστον 8 χρόνια στα εγχώρια δρώμενα. Σίγουρα αποτέλεσαν ταιριαστή επιλογή για να γεμίσουν το support slot σε ένα τέτοιο live, επιδεικνύοντας όρεξη, ανεβασμένη διάθεση και νεανικές κιθάρες. Έλειπαν όμως οι συνθέσεις που θα ξεχώριζαν σε σχέση με το ούτως ή άλλως γκαζωμένο μουσικό σύνολο, στο αυτί τουλάχιστον του μη γνώστη του υλικού τους.
{youtube}OkdJycYsii0{/youtube}