Στην Αθήνα μιας εφηβείας επιεικούς που έχει πια πατήσει τα 40, ευδοκιμούσαν συνοικιακές μπάρες με κρύα μπύρα και δυνατές κιθάρες –ροκ κιθάρες, με το ροκ σκέτο, δεν χρειαζόταν επιθετικός προσδιορισμός– όπου σύχναζαν αγόρια με μακριά μαλλιά και κορίτσια που δεν παίζει να σου 'ριχναν δεύτερη ματιά αν είχες αξυρισιές/μουστάκια/τριμαρισμένα μούσια. Πάει κάποιος καιρός από τότε και όλα τούτα έχουν ξεθωριάσει, φαίνεται όμως ότι η πρώτη έλευση των Hardline στην Ελλάδα ήχησε σαν ένα κάλεσμα προς όσους από εκείνη τη γενιά αντέχουν ακόμα, για να πατικώσουν το μικρό Crow των Αμπελοκήπων (αδιαφορώντας για τον υπόλοιπο συναυλιακό οργασμό στην πόλη), ώστε να θυμηθούν ξανά τις αφίσες Bon Jovi στους τοίχους των δωματίων και εποχές χωρίς βασανισμένους rock stars, όταν τα ρεφρέν γράφονταν για να τραγουδιούνται με τη δύναμη της αρένας και το σεξαπίλ μέτραγε πολύ.

58mHardlin_2.jpg

Ένα τέτοιο κοινό δεν χρειαζόταν ζέσταμα, ωστόσο οι Saints & Sinners ανέλαβαν το «ορεκτικό» της βραδιάς, όντας αυτοί που είναι: μια tribute band στους Whitesnake. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί να συγκροτήσει κανείς μια tribute band και σίγουρα δεν κατανοώ την ανάγκη να πάει ν' ακούσει κάποιος κάτι τέτοιο. Παρά ταύτα, οφείλω να σημειώσω ότι οι Saints & Sinners το κάνουν με την καρδιά τους, με μια feel-good προσέγγιση που διαχέεται εύκολα από τη σκηνή προς τα κάτω. Το κάνουν επίσης ικανοποιητικά, κυρίως ως προς τις κιθάρες και τα πλήκτρα, με τη φωνή (η οποία έχει και το δυσκολότερο αντικειμενικά έργο) να μην πείθει μεν για David Coverdale, μα να στέκεται μια χαρά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε όλα τα πόστα βρίσκεις έμπειρους μουσικούς, αφού τις μεν κιθάρες κατέχουν ο Γιώργος Μαρούλης των 4Bitten με τον Μανώλη Τσίγκο των InnerWish, τα πλήκτρα ο Μάνος Γαβαλάς των SL Theory, ενώ τραγουδάει ο Μιχάλης Δανδουλάκης των Noely Rayn. Δίκαιο λοιπόν το χειροκρότημα που έλαβαν, ωραίο και το «κερασάκι» στο φινάλε του set με τα "Touch Too Much" και "Highway To Hell" των AC/DC, ως φόρος τιμής στον Malcolm Young.

58mHardlin_3.jpg

Για όσους είχαν αφήσει τους Hardline 25 χρόνια πίσω –τότε που βγήκε το Double Eclipse– και δεν ήξεραν επομένως τι να περιμένουν, το "Where Will We Go From Here" έκανε τις καλύτερες συστάσεις: μπορεί μόνο ο frontman Johnny Gioeli να έχει μείνει έκτοτε στη μπάντα (την οποία και συνίδρυσε με τον αδερφό του), όμως παραμένει σε μεγάλη φόρμα και δίπλα του βρίσκονται ικανότατοι συνοδοιπόροι. Έτσι, ο κόσμος συντονίστηκε πολύ γρήγορα και έκανε τον πρώτο χαμό με το που ήχησε το "Takin' Me Down", δείχνοντας παλμό και τραγουδώντας με ενθουσιασμό. Αυτό το σκηνικό κράτησε για όλη τη διάρκεια του live (1 ώρα και 20 λεπτά περίπου, με το encore), ευχαριστώντας καταφανώς τους Αμερικανούς που ίσως δεν ήξεραν και τι να αναμένουν από το ελληνικό κοινό, αφού δεν είχαν ξανάρθει εδώ.

58mHardlin_4.jpg

Ο Gioeli δεν έχει πια τα μακριά του μαλλιά, κρατιέται όμως μια χαρά: η φωνή του ακούγεται όπως και στα CD της νιότης του (παρόλο που μας ήρθε κρυωμένος), ενώ επί σκηνής αποδείχθηκε σβούρα, έστω κι αν η όλη υπερκινητικότητα διέθετε και στοιχεία μιας στημένης, κακόγουστης αμερικανιάς –αυτής λ.χ. που θέλει τον frontman να δείχνει κάποιον μέσα στο πλήθος (κανέναν, στην πραγματικότητα) με «γυάλινο» βλέμμα. Όσο δε ο Gioeli έκανε τα δικά του, ο καλός ντράμερ Francesco Jovino κράταγε τα μπόσικα μαζί με τη μπασίστρια Anna Portalupi, ο Josh Ramos «πυροβολούσε» με αλάθητα hard rock riffs και ο Alessandro Del Vecchio αποδεικνυόταν λίρα εκατό σε πλήκτρα και δεύτερα φωνητικά. Στα συν της συναυλίας και ο καλός ήχος που επέδειξε το Crow.

58mHardlin_5.jpg

Από άποψη setlist, οι Hardline δεν έπαιξαν βέβαια όλο το Double Eclipse, καθώς στάθηκαν και σε άλλους δίσκους τους (κυρίως στον καινούριο Human Nature), ενώ θέλησαν να συμπεριλάβουν και ορισμένες μπαλάντες. Δεν υπήρξε πάντοτε πετυχημένο αυτό το κοκτέιλ, όσο καλά κι αν απέδιδε η μπάντα, ο κόσμος πάντως συνέχισε να είναι «εκεί», περιμένοντας το "Fever Dreams", το "Everything" και βέβαια τη διασκευή στο "Hot Cherie" του Danny Spanos. Στα οποία κι έγινε πραγματικά χαμός.

58mHardlin_6.jpg

Είναι άξιο μελέτης πώς ένα γκρουπ που έδρασε στα απόνερα του αμερικάνικου hard rock των 1980s –όταν η άνοδος του grunge έστειλε το είδος στα αζήτητα– κερδίζοντας μικρή μόνο δημοσιότητα χάρη σε μια (καλή) διασκευή και στη συμμετοχή του Neal Schon των Journey στην κιθάρα, είναι ακόμα ζωντανό και ακόμα σε θέση να γεμίσει ένα μικρό έστω club στην Αθήνα με τόσο ενθουσιασμό. Είναι μια ένδειξη πάντως κι αυτή ότι τις μουσικές ιστορίες δεν τις γράφει εν τέλει ο Τύπος (που ποτέ δεν συμπάθησε τη συγκεκριμένη πλευρά του rock, μερικές φορές δικαίως), μα η απήχηση διαρκείας που μπορούν να έχουν ορισμένα πράγματα στο συναίσθημα, καθώς τα χρόνια κυλούν.

{youtube}tHTQvdCmTaY{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured