Είναι γύρω στις 11, Παρασκευή βράδυ. Η Arkestra του Sun Ra έχει μόλις τελειώσει την παράστασή της στο κεντρικό αμφιθέατρο της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση μέσα σε συγκίνηση και γενικό ενθουσιασμό κι εγώ ανεβαίνω περπατώντας τη Συγγρού. Βλέπω δύο λευκούς άντρες γύρω στα 45 να έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση και να συζητάνε. Χωρίς σχεδόν να το καταλάβω, συνεχίζω με μια ελαφριά κλίση προς τα αριστερά, ώστε να βρεθώ σε απόσταση ακρόασης. Είναι μια συνήθεια που έχω αναπτύξει εδώ και λίγα χρόνια όταν περπατώ μόνος, να υποκλέπτω μεμονωμένες φράσεις στον δρόμο, ει δυνατόν αποκομμένες από το οποιοδήποτε context. Και ομολογώ ότι μερικές φορές με συναρπάζει το πόσο μπορεί να σχετιστεί η τυχαία φράση ενός περαστικού με ό,τι στριφογυρίζει εκείνη την ώρα στο μυαλό μου.
«The problem is money», λέει ο ένας από τους δύο, έχοντας αυτήν την πομπώδη και λίγο αυτάρεσκη προφορά που έχουν καμιά φορά τα αμερικάνικα· «Money and power». Δεν θα πω ψέματα, για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου αμφιταλαντεύτηκα, αλλά τελικά αποφάσισα να τηρήσω τους τύπους της πόλης και του απάντησα από μέσα μου: «Όχι, αδερφέ μου, το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Το πρόβλημα είναι ότι είμαστε στερημένοι από την ίδια τη δυνατότητα να φανταστούμε κάτι διαφορετικό από τα λεφτά και την εξουσία».
Αυτό κατάφερε ο Sun Ra με την ποίηση και τη μουσική του, πέρα και πάνω από όλα τα υπόλοιπα: κατάφερε να φανταστεί έναν μύθο, μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων ή ίσως μια διαφορετική κατάσταση της ύπαρξης, πέρα από ό,τι έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «αλήθεια». Και δεν είναι τυχαίο ότι ο μόνος τομέας στον οποίον υστερούσε χαρακτηριστικά αυτός ο χαρισματικός άνθρωπος ήταν ο τομέας της λογιστικής διαχείρισης της Arkestra και του label που είχε ιδρύσει μαζί με τον τότε μάνατζερ και συνομιλητή του Alton Abraham, την El Saturn.
Μέσω του μύθου δημιούργησε για όσα χρόνια βρέθηκε στη Γη και μέσω της δημιουργίας αμφισβήτησε την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων, φτιάχνοντας ο ίδιος τη θέση για τον εαυτό του και την Arkestra μέσα στους γαλαξίες, αλλά και μέσα στη Γη, ως ένας μαύρος στον κόσμο των λευκών. Τοποθέτησε εαυτόν στο διάστημα· στην αρχή ο κόσμος του ήταν το δικό μας ηλιακό σύστημα (καταγόταν από τον Κρόνο, μην ξεχνάμε). Κι όταν η ανθρωπότητα περπάτησε στο φεγγάρι με τα πόδια του Neil Armstrong, ο Sun Ra εννοείται πως δεν μάσησε: πήγε ακόμα παραπέρα, άφησε το σύμπαν (universe) και διαχύθηκε στο παν-σύμπαν (omniverse), σ’ αυτό που είναι ολοκληρωτικά ατέλευτο και άχρονο. Κι έτσι, όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο μουσικολόγος Erik Steinskog, ο οποίος προλόγισε με την ομιλία του τη συναυλία στη Στέγη, συνέβαλε τα μέγιστα σε ό,τι σήμερα ξέρουμε και γιορτάζουμε ως αφροφουτουρισμό (βλέπε και το φεστιβάλ Enter Afrofuturism, στα πλαίσια του οποίου γινόταν η συναυλία). Μια δήλωση παρουσίας των Αφροαμερικανών (και των μαύρων λαών γενικότερα) στον φουτουρισμό των λευκών, ο οποίος, όπως και ο ρεαλισμός τους, δεν είχε καθόλου χώρο για τη μαύρη ετερότητα.
Πάνω σε αυτό, ο Steinskog έκανε και μία ακόμα πολύ σωστή επισήμανση (έκανε κι άλλες, μα ας μείνουμε στο προκείμενο), η οποία αφορούσε το time-bending του Sun Ra: ένας νεωτεριστής πιανίστας, με άριστη γνώση του ευρωπαϊκού (διάβαζε «λευκού») μοντερνισμού και της αμερικανικής (διάβαζε «μαύρης») τζαζ, που επενέβαινε στη φόρμα της τελευταίας για να αφήσει να διεισδύσουν μεταξύ πολλών άλλων και στοιχεία από την Αφρική: μπόλικα κρουστά, πολυρρυθμίες, αλλά και κάτι πιο αόριστο, ένα «πνεύμα», μια προνεωτερική ή πιο αχρονική αύρα. Η μουσική του Sun Ra ήταν δηλαδή ένα avant-garde, κοιτούσε το μπροστά, το space-age (δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο Sun Ra ήταν από τους πρώτους που έπαιξαν τζαζ με ηλεκτρικά συνθεσάιζερ), ενώ ταυτόχρονα επικαλούνταν και μια παράδοση η οποία πάει πολύ πίσω στον χρόνο και αρκετά μακριά στη γεωγραφία σε σχέση με τη Δυτική πρωτοπορία. Ήταν πολύ σύγχρονος, πολύ μοντέρνος και ταυτόχρονα πολύ άχρονος. Όπως το είχε γράψει κάποτε πολύ εύστοχα ο Amiri Baraka: «the future is always here in the past».
Αυτή ήταν και αυτή εξακολουθεί να είναι η Arkestra. Μια μπάντα που πλέον (αφού ο Sun Ra έφυγε από τη Γη το 1993 και ο John Gilmore, που τον διαδέχτηκε, το 1995) καθοδηγείται από τον Marshall Allen, ο οποίος μπήκε στην Arkestra το 1958 σε ηλικία 34 ετών και έκτοτε είχε πάντοτε την πιο κοντινή θέση στον Sun Ra στη σκηνική παρουσίαση της Arkestra. Αν κάνετε την αριθμητική, θα διαπιστώσετε ότι ο Allen είναι σήμερα 93 ετών –μετρώντας πάντοτε σε γήινα χρόνια– κάτι που με κάνει να εικάσω (νομίζω βασίμως) ότι είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνθρωπος που βρίσκεται σε παγκόσμια περιοδεία.
Κι ήταν εκεί, δεν παρίστανε ότι ήταν. Εκεί, για να μας δώσει αυτές τις νευρώδεις στριγκλιές του άλτο του (πολύ χαρακτηριστικές εκρήξεις του παιξίματός του), για να μεταφέρει την αύρα του διαστήματος με το άλλο, ένα περίεργο ηλεκτρονικό πνευστό, για να συνοδέψει τους συντρόφους και τη συντρόφισσά του, να ηγηθεί, να διευθύνει, να τραγουδήσει και να χορέψει –αν έχει το θεό του, μας αποχαιρέτισε χορεύοντας!
Χαμογελούσα πλατιά όταν τον άκουγα να εισβάλλει με μια τέτοια στριγκλιά του στο προσκήνιο, στη γνώριμη για εκείνον θέση του ξενιστή (παίρνοντας για παράδειγμα τον λόγο από ένα πιο αισθαντικό σόλο στο τενόρο του Knoel Scott), κι ύστερα καθόμουν και τον χάζευα σε αυτό το πολύ προσωπικό λεξιλόγιο που έχει αναπτύξει μέσα στα χρόνια· και συγκινιόμουν βαθιά με το πάθος και τη ζωντάνια ενός ανθρώπου που δεν βγήκε στη σκηνή για να αναπαραστήσει τον εαυτό του, αλλά για να δηλώσει την παρουσία του στο εδώ και το τώρα –κι ας γράφει το κοντέρ 93, κακό του κεφαλιού του. Μια σκέψη ερχόταν στο μυαλό μου, ενώ το σώμα μου βασανιζόταν κάπως στην ακινησία της (αναπαυτικότατης, κατά τα λοιπά, και πολύ προνομιούχας, ένεκα του sold-out) θέσης του αμφιθεάτρου· μια σκέψη ή καλύτερα ένα σύνθημα: δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη…
Κι όταν έχεις έναν τέτοιον άνθρωπο για bandleader (ακόμα κι αν δεν έχεις γνωρίσει τον πραγματικό), τα πράγματα δεν γίνεται να πάνε άσχημα. Ακόμα δηλαδή κι αν ο Danny Ray Thomson (στην Arkestra από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, κάτι που θα τον κάνει κοντά στα 80) δεν ήταν αυτός που ήταν παλαιότερα, πήρε σε κάποια φάση το βαρύτονο σαξόφωνό του, πήρε αγκαζέ και τους νεώτερους Dave Davis στο τρομπόνι και Cecil Brooks στην τρομπέτα, άφησαν τη σκηνή και με ρυθμικό βήμα έφεραν μια βόλτα όλο το αμφιθέατρο, μέχρι τα ορεινά της πλατείας, παίζοντας για ώρα εκείνες τις ίδιες τρεις γαμημένες νότες. Τι να πιάσεις να πεις, δηλαδή; Ότι περίμενες ένα σόλο του που δεν ήρθε ποτέ, ότι αισθανόσουν ότι καμιά φορά του έλειπαν οι ανάσες όταν φυσούσε το βαρύτονο; Σαχλαμάρες…
Και τι να πεις για τη φωνή της Tara Middleton (η οποία έπαιζε επίσης και ηλεκτρική βιόλα); Ότι ίσως δεν είχε το ταμπεραμέντο της June Tyson, της πρώτης και μόνιμης μετά το 1968 τραγουδίστριας της Arkestra, ενώ ήξερε τόσο καλά να διεισδύει μέσα στις μελωδίες, να βάζει μέσα στο τραγούδι της όχι μόνο τη χαρά που υπάρχει στο σύμπαν του Sun Ra, αλλά και τα φαντάσματα που ξέρει να ξυπνάει μια καλή μαύρη τραγουδίστρια;
Ή για τον Farid Barron, ο οποίος κλήθηκε να γεμίσει τα παπούτσια του ίδιου του Sun Ra στο πιάνο και στο συνθεσάιζερ, σίγουρα στον πιο δύσκολο και άχαρο ρόλο απ’ όλους… Γίνεται αλήθεια κάτι τέτοιο; Δεν γίνεται, είναι η απάντηση, καθώς στο σύμπαν του Sun Ra όλοι είμαστε διαφορετικοί και άρα ο καθένας (και ο Ra και ο Gilmore και όλοι) είναι αναντικατάστατος, αφού κανείς δεν μπορεί –και δεν πρέπει– να γίνει το αντίγραφο του άλλου. Κάτι που σημαίνει ότι αφηνόμαστε σε αυτό το εν δυνάμει· κι η αλήθεια είναι ότι, όταν ο Barron κλήθηκε να μιλήσει ο ίδιος κι όχι ως ο αντί αυτού (δηλαδή στα σόλο του και στην πιο αφανή δουλειά του ως συνοδός), μας τα είπε μια χαρά.
Θαυμάσιος τύπος, φυσικά, κι ο Knoel Scott (στην Arkestra από το 1979), ο οποίος, εκτός του ότι μας έδωσε με το τενόρο του κάποιες από τις καλύτερες στιγμές της συναυλίας και ήταν γενικώς η ψυχή της ορχήστρας, μας θύμισε ότι ο ρόλος του παλαιότερα εκτός από του μουσικού ήταν κι αυτός του χορευτή, κάνοντας ορισμένες πολύ …far-out φιγούρες για έναν 61χρονο. Ομοίως και ο κοντραμπασίστας Stephen Killion, θεριό ανήμερο στις bop τρεχάλες του, γκρουβάτος και στιβαρός όταν κρατούσε τα μπόσικα για τους συντρόφους του, μα και ιδιαίτερα ευρηματικός όταν έβγαινε στο προσκήνιο, όπως τότε που μετέφερε εκείνη την τρεχάλα από τις χορδές του κοντραμπάσου στο στόμα του, αυτοσχεδιάζοντας σε ένα μη λεκτικό τραγούδισμα μαζί με τη Middleton. Πολύ καλός και ο Francis Middleton στην ηλεκτρική κιθάρα, με ένα εξαιρετικό σόλο προς το τέλος και άλλα διάσπαρτα σημεία στα οποία σου τραβούσε το ενδιαφέρον. Και τέλος, όσο κι αν ο ντράμερ Clifford Barbaro (βετεράνος κι αυτός, αν και σχετικά νέο μέλος της ορχήστρας) μου φαινόταν ακριβής μεν, λιγάκι ανεπαρκής δε, είχε γερή υποστήριξη από τον Elson Nascimento στα κρουστά (αλλά και τους Thomson & Scott που έπαιζαν επίσης κρουστά, όταν δεν φυσούσαν τα σαξόφωνά τους).
Όσο για τα κομμάτια που ακούστηκαν, δεν είχα την απαραίτητη συγκέντρωση και ψυχραιμία για να τα καταγράψω και να σας μεταφέρω μία setlist. Παίχτηκαν πάντως ορισμένα από τα πιο γνωστά κομμάτια του Sun Ra, όπως τα “Saturn”, “We Travel Spaceways”, “Space Is The Place” και “Angels Αnd Demons Αt Play”, μαζί με κάποια λιγότερο γνωστά (π.χ. “The World Is Not My Home”). Το κανονικό set τελείωσε πάντως με μια βαρβάτη μπλουζιά, στην οποία δόθηκε ο απαραίτητος χώρος για να λάμψουν τα ταλέντα των Francis Middleton & Farid Barron, βάζοντας μπροστά και όλη αυτή τη βαθιά αισθαντικότητα των μπλουζ.
Με λίγα λόγια, στη συναυλία της Arkestra υπήρχαν όλα εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν μια ξεχωριστή ορχήστρα. Και δεν υπήρχαν επειδή υπήρξαν κάποτε· υπήρχαν γιατί είχαν μια παρουσία, όχι μια αντανάκλαση. Έπειτα από μιάμιση ώρα στην οποία το χάος του Sun Ra συνυπήρχε με την αρμονία του (το ένα εξαιτίας και όχι εναντίον του άλλου), ο Marshall Allen πήρε την μπάντα του και τραγουδώντας μας αποχαιρέτησε, ενώ το αμφιθέατρο όρθιο απέτινε τα δέοντα σε έναν άνθρωπο 93 ετών που ανάβλυζε ζωή. Ήταν πραγματικά μαγική η παρουσία του Allen και της Arkestra ή, όπως σίγουρα θα το προτιμούσε ο Sun Ra, «μυθική».
Κι ύστερα είχε κι άλλο! Η Arkestra ξαναβγήκε στη σκηνή, αλλά κανείς τους δεν άγγιξε κάποιο όργανο. Μας τραγούδησαν χαμηλόφωνα το ποίημα του Sun Ra “Nothing Is”, σαν να αποχαιρετούσαν το πνεύμα που στην πραγματικότητα διηύθυνε όλη αυτή την ώρα την Arkestra, όπως έκανε πάντα, με εκείνη τη μοναδική χορογραφία του. Η μόνη διαφορά: τώρα η χορογραφία ήταν αόρατη.
«At first nothing is;
Then nothing transforms itself to be air
Sometimes the air transforms itself to be water;
And the water becomes rain and falls to earth;
Then again, the air through friction becomes fire.
So the nothing and the air and the water
And the fire are really the same---
Upon different degrees»
{youtube}0e5jPX3ysY8{/youtube}