Με το που άνοιξε η κουρτίνα της σκηνής, το μάτι θάμαξε, κεντράροντας στην κολοσσιαία μορφή του ημίγυμνου άνδρα με τα ηρωικά χαρακτηριστικά που κρεμόταν θαρρείς ανάποδα.

Στη διάρκεια της παράστασης θα παρατηρούσες κι άλλα πράγματα στο κατά τα λοιπά λιτό σκηνικό του σκηνοθέτη Γιάννη Κόκκου, μα δεν θα ξέφευγες ποτέ από αυτήν την επιβλητική παρουσία και τη σημειολογία της: λειτουργούσε ως μια μόνιμη ανάμνηση πως βρισκόσουν στο παλάτι ενός άνανδρα σφαγμένου βασιλιά, μα και ως μια μόνιμη αντίθεση με την περίκλειστη και φωταγωγημένη σκάλα που οδηγούσε στο κυρίως ανάκτορο. Στο τελευταίο, έτρωγαν και έπιναν χαρούμενοι η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος· εκεί έξω, σερνόταν ατιμασμένη και απόκληρη η Ηλέκτρα, εγκιβωτισμένη στην εμμονή της για την αποκατάσταση μιας διασαλευμένης τάξης, να ψάχνει την ελπίδα μέσα στην προσωπική της άβυσσο, είτε με εκκλήσεις προς τον νεκρό πια Αγαμέμνωνα, είτε με την ελπίδα της επιστροφής του αδερφού της Ορέστη, ως εκδικητή.

63ffElekt_2.jpg

Πέτυχε διάνα νομίζω ο Κόκκος με αυτήν την επιλογή σκηνικού, γιατί μπόρεσε και κράτησε κάτι από τον εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα της αρχικής πρεμιέρας της Ηλέκτρας στη Δρέσδη του 1909, που τόσο δίχασε το κοινό της εποχής, αναζωπυρώνοντας τη διαμάχη αρχαϊκών και μοντερνιστών. Όμως, όπως πολύ σωστά σημειώνει στο πρόγραμμα της παράστασης ο Νίκος Δοντάς –ο σπουδαιότερος εν ζωή κριτικός κλασικής μουσικής του τόπου μας– «η επιτυχία της Ηλέκτρας εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τον αρχιμουσικό και από την ερμηνεύτρια του κεντρικού ρόλου». Πράγματι, έτσι είναι. Και πρόκειται για τις δύο παρουσίες που καθόρισαν το αποτέλεσμα στην ολοκαίνουρια αίθουσα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Ξεκινώντας από τον αρχιμουσικό, την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τους 31 επιπλέον εκτελεστές που χρειάστηκαν ώστε να πραγματωθεί το συνθετικό όραμα του Richard Strauss για 110 επί σκηνής όργανα, διηύθυνε ο Βασίλης Χριστόπουλος, μαέστρος με εμπειρία στη συγκεκριμένη όπερα, την οποία έχει ξαναδιευθύνει στη Γερμανία (για την Κρατική Όπερα του Βισμπάντεν). Η εμπειρία αυτή νομίζω φάνηκε και βοήθησε την πάντα διαβασμένη Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να πετύχει μια μικρή υπέρβαση των ικανοποιητικών δεδομένων της, έστω κι αν δεν άγγιξε όσα ξέρουμε από τις ηχογραφήσεις του Δημήτρη Μητρόπουλου το 1949 και 1957 ως προς την απόδοση των εντάσεων και των σκοταδιών: στις δυναμικές, πομπώδεις κορυφώσεις δεν έχανες τη λάμψη των λεπτομερειών, ενώ αναδείχθηκε επιτυχώς και η ρευστή τονικότητα που διέπει τη χλιδανή ποικιλία των καθοδηγητικών μουσικών σχημάτων του σπουδαίου Βαυαρού συνθέτη.

63ffElekt_3.jpg

Η αποκάλυψη της συγκεκριμένης παράστασης ήταν η Sabine Hogrefe (Ζαμπίνε Χογκρέφε), η οποία κλήθηκε να αποδώσει την Ηλέκτρα –έναν ρόλο που γνωρίζει καλά. Η Γερμανίδα υψίφωνος αποτυπώθηκε συγκλονιστική, τόσο ως τραγουδίστρια, όσο και ως σκηνική παρουσία, όντας τέλεια αντανάκλαση της ηρωίδας του Σοφοκλή, όπως τη μετάπλασε το εξαιρετικό λιμπρέτο του Αυστριακού συγγραφέα Hugo von Hofmannsthal (Χούγκο φον Χόφμανσταλ): μια φιγούρα μαραμένη από τη θλίψη, μια κόρη κυριαρχημένη από το άγριο φονικό που της κόστισε τον πατέρα (εγκλωβισμένη στο αίμα που είδε να κυλάει και στην εικόνα του με τα ορθάνοιχτα μάτια καθώς ψυχορραγούσε)· μια άγρια γυναίκα που πλέον ζει ονειρευόμενη εκστατικούς χορούς πάνω από τα σφαγμένα κορμιά της μητέρας της και του εραστή της.

Σε αυτήν την όπερα όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες φωτίζονται από τους διαλόγους τους με την Ηλέκτρα, κάτι που πέτυχε απόλυτα να αναπλαστεί χάρη στη δυναμική σκηνική παρουσία της Hogrefe, η οποία έλαμψε πάντως και ερμηνευτικά καθόλη τη διάρκεια του έργου. Ο απίθανος χορός της στο φινάλε, αλλά και η κατακρημνισμένη περηφάνεια με την οποία απέδωσε την περίφημη άρια "Allein! Weh, Ganz Allein", στάθηκαν αξέχαστα στιγμιότυπα. Ακόμα κι εγώ, που ποτέ μου δεν συμπάθησα την Ηλέκτρα για την αφοσίωσή της στον αντιπαθέστατο Αγαμέμνονα και για την απαξίωση της Κλυταιμνήστρας (η οποία έκανε πράγματι κάτι φριχτό, όμως είχε υποχρεωθεί να δει τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας για τα χατίρια του συζύγου της και του Μενέλαου), δεν μπόρεσα να μη λυπηθώ –λιγάκι– ένα πλάσμα που κατήντησε τέρας λόγω του βαθιού του πόνου.

63ffElekt_4.jpg

Δίπλα στην Hogrefe είδαμε μία ακόμα Γερμανίδα υψίφωνο, τη Gun-Brit Barkmin, να αποδίδει θαυμάσια την αδερφή της Χρυσόθεμι, με καθαρές, απαιτητικές ερμηνείες, που φώτισαν την απαραίτητη αντίθεση με την Ηλέκτρα: όσο η τελευταία ονειρευόταν φονικά, τόσο η Χρυσόθεμις ονειρευόταν την απόδραση από το αιματοβαμμένο παλάτι του Άργους και μια κανονική ζωή –ακόμα κι αν χρειαζόταν να απαρνηθεί τη βασιλική της καταγωγή, ζώντας ως σύζυγος ενός ταπεινού χωρικού. Και είδαμε βέβαια και την Αγνή Μπάλτσα, η οποία καταχειροκροτήθηκε από την εντελώς γεμάτη αίθουσα, στην πρώτη της συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή, που έγινε μάλιστα αφιλοκερδώς. Η πιο διάσημη διεθνώς οπερατική μας τραγουδίστρια μετά τη Μαρία Κάλλας δεν έχει βέβαια πια τη φωνητική ενάργεια της ακμής της, μπόρεσε όμως να δώσει μια πολύ στυλάτη και πειστική Κλυταιμνήστρα, προσφέροντας στην παράσταση μία ακόμα μοναδική πινελιά.

63ffElekt_5.jpg

Με την Ηλέκτρα έγιναν και τα εγκαίνια της νέας Λυρικής Σκηνής, η οποία κατοικοεδρεύει πλέον στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Έχει πράγματι επενδυθεί εντυπωσιακή δουλειά, αν και προσωπική μου εκτίμηση είναι πως οι άνω βαθμίδες του εξώστη δεν δικαιολογούν την τιμή των 40 ευρώ που τους αναλογούσε –η ορατότητα δεν υπήρξε σπουδαία. Χρειάζεται επίσης μια εξοικείωση με το νέο σύστημα των υπερτίτλων, που πλέον προβάλλονται σε οθόνη μπροστά στη θέση σου, με επιλογή γλώσσας (ελληνικά ή αγγλικά): μερικές φορές, δεν μπορούσες να αποφύγεις το μια κάτω το κεφάλι να δεις τι γράφει, μια πάνω για να μη χάσεις τη σκηνική δράση. Σε κάθε πάντως περίπτωση, ήταν μια επιτυχημένη πρεμιέρα, η οποία εξέπεμψε και τη δική της σημειολογία επιλέγοντας για πρώτη παράσταση μια πολλάκις διακεκριμένη διεθνώς όπερα με ελληνικό χαρακτήρα, η οποία ισορροπεί τέλεια μεταξύ του παλιού κλασικού κόσμου και των νέων αιτημάτων που έθεσε ο 20ός αιώνας.

{youtube}VBwd6_loq7I{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured