Η 3η μέρα του Fraternity Of Sound έπεσε 28η Οκτωβρίου, σε ένα ιδιαίτερα φθινοπωρινό Σάββατο, ενώ θα ξεκινούσε και υπό τη σκιά του παραδοσιακού ποδοσφαιρικού ντέρμπι Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός. Δεν ήταν ν' απορεί λοιπόν κανείς που η έναρξη στο Fuzz έγινε μπροστά σε πολύ λίγα άτομα. Όσοι όμως είχαν κοπιάσει από νωρίς, φάνηκε πως ήξεραν τι είχαν έρθει να δουν.
Οι Pharaoh Overlord, βλέπετε, είναι ένα side project των Circle, εκείνων που χάλασαν κόσμο στην 1η μέρα του φεστιβάλ (δείτε εδώ). Είναι βέβαια το ας το πούμε σοβαρό side project των Jussi Lehtisalo, Janne Westerlund & Tomi Leppänen, καθώς δεν έχουμε καθόλου στη δική τους περίπτωση τρελά κολάν και προβοκατόρικες επικλήσεις στη hard rock τεστοστερόνη. Τα πράγματα αντιθέτως οδεύουν προς την πειραματική πλευρά του rock κι έτσι δεν αργήσαμε να χαθούμε σε μια ηχητική σπείρα με χαρακτήρα χαλαρής δίνης (ή κολλητικού mantra), στην οποία ό,τι το «βαρύ» μάλλον πήγαζε από μια αγάπη προς το stoner που έχουν φανερώσει κατά καιρούς στη δισκογραφία τους. Καθώς η φάση ήταν αμιγώς οργανική (παίχτηκε μόλις ένα κομμάτι με φωνητικά) ίσως τα πράγματα να έγιναν κάπως εγκεφαλικά για έναρξη, εντούτοις το ενδιαφέρον δεν «έσπασε» ποτέ και όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο Fuzz χειροκρότησαν με θέρμη στο τέλος του set.
Σειρά κατόπιν είχαν οι «δικοί μας» Omega Monolith, οι οποίοι βγήκαν μπροστά σε αισθητά περισσότερο κόσμο. Τους περίμενα με ανυπομονησία, θέλοντας να δω τι θα έκαναν στις πολύ καλές ηχητικές συνθήκες του Fuzz, αφού τους είχα παρακολουθήσει να παίζουν κολασμένα στις κακές συνθήκες του stage 2 στο περσινό Desertfest. Κι έτσι ομολογώ ότι απογοητεύτηκα λίγο, καθώς ναι μεν απόλαυσα ξανά τα ξεσπάσματά τους, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει σταθερά ο εκκωφαντικός τρόπος με τον οποίον παίζει τα τύμπανα ο Άλεξ Monolith, όμως ο χώρος που έδωσαν στην post-rock πλευρά των επιρροών τους δημιούργησε ένα ευπρόβλεπτο μοτίβο καταβυθίσεων και κορυφώσεων, που δεν κρύβει πια καμία έκπληξη ώστε να μπορεί να υπηρετήσει ένα οργανικό συναυλιακό set. Με δυο λόγια, τους απόλαυσα κάθε που βάραγαν, αλλά κάθε που γίνονταν αργοί έχανα εκείνες τις ωραίες διασυνδέσεις που έχουν βρει με την κληρονομιά των Isis και ανάλογων σχημάτων.
Οι Ghold έσκασαν επί σκηνής με φοβερό τσαμπουκά και ενέργεια, παίζοντας το "Partaken Incarnate" (από το Of Ruin του 2015), κατά τα λοιπά όμως είχαν έρθει στην Αθήνα αποφασισμένοι να μας σερβίρουν μια γενναία δόση του επικείμενου άλμπουμ Stoic –και μάλιστα σε υψηλά ντεσιμπέλ και με ασίγαστη επιθετικότητα. Πράγματι, μας έπιασαν όλους από τα μούτρα, αλλά κομμάτι το κομμάτι βρήκα προσωπικά ότι δεν είχαν και πολλά να μας δώσουν, πέρα από αυτό το ωμό ζοριλίκι. Το οποίο ναι μεν δεν έπαψε να λειτουργεί υπέρ τους εφόσον η συνθήκη ήταν συναυλιακή και μπορούσες να βλέπεις τη λύσσα με την οποία έπεφταν πάνω στα όργανά τους, δεν μπόρεσε όμως να κρύψει και τον μάλλον φτωχό και σίγουρα μονότονο χαρακτήρα των συνθέσεών τους. Πάντως το φινάλε του set με βρήκε σίγουρα σε αντίθετη πορεία με αυτήν της πλειονότητας του κόσμου στο Fuzz, που καταχειροκρότησε με έκδηλο ενθουσιασμό τους Βρετανούς. Και δεν αντιλέγω: ορισμένα πράγματα είναι εν τέλει και θέμα γούστου.
Για μένα, ας πούμε, ό,τι δεν έκαναν οι Ghold, το έκαναν οι Unsane, οι οποίοι ήρθαν στη χώρα μας για πρώτη φορά στα περίπου 30 χρόνια πορείας τους, αντικρίζοντας τον περισσότερο κόσμο που θα μαζευόταν το Σάββατο στο Fuzz. Οι Νεοϋορκέζοι επέδειξαν δηλαδή την απαραίτητη μουσικότητα ώστε να μη νιώθεις ότι ακούς το ίδιο πράγμα σε αέναεες παραλλαγές κι ας έπαιζαν τα πάντα με την ίδια κτηνώδη μονολιθικότητα, σαν καλοκουρδισμένες μηχανές σε βαρέων βαρών αποστολή. Οι hardcore punk καταβολές των φωνητικών, οι noise rock περιπλανήσεις, η αμετακίνητη πρόσδεση σε ένα underground metal αμερικάνικης κοπής και τα φουριόζικα τραγούδια ενός γερού νέου δίσκου (σαν το "Factory"), υπήρξαν σύμμαχοί τους σε μια εξαιρετική συναυλία.
Έτσι, σε στιγμές που ο κόσμος περίμενε να ακούσει –σαν το "Killing Time" ή το "Only Pain"– μπορούσες να δεις την αμφίδρομη σχέση της γενικευμένης πώρωσης, με τη σκηνή να «τρέφει» την πλατεία και τούμπαλιν: οι χοντρές στάλες ιδρώτα που έπεφταν από το μπέιζμπολ καπελάκι του απίθανου Chris Spencer, στάθηκαν αδιάψευστος μάρτυρας. Αλλά δεν ήταν εν τέλει ούτε τα χιλιόμετρα εμπειρίας των βετεράνων Unsane, ούτε η ιδιαίτερή τους ύπαρξη στα «σύνορα» διακριτών οντοτήτων του αμερικάνικου σκληρού ήχου, ούτε οι τραγουδάρες τους που κέρδισαν την πρώτη τους αυτή ελληνική συναυλία. Ήταν πάνω απ' όλα η κωλοπετσωμένη αλητεία την οποία απέπνεαν επί σκηνής και μια στιβαρή αποφασιστικότητα να «stay hungry», που μου έφερε κατά νου τους Sacred Reich.
Με αυτά και με αυτά, βέβαια, ο πήχης ξάφνου ψήλωσε για τους δίκαιους headliners της 2ης Fraternity Of Sound ημέρας. Αλλά το κοινό που την τίμησε ήταν φανερό πως τους περίμενε με ιδιαίτερα δίψα τους Godflesh. Και εκείνοι αποτυπώθηκαν ενώπιόν μας όσο επιβλητικοί τους είχαμε φανταστεί, με το βιομηχανικών απολήξεων metal τους να ξεπροβάλλει αλάθητα κοφτερό, όσο o Justin Broadrick με τον G. C. Green χάνονταν ψαρωτικά μέσα σε καπνούς αλλόκοσμα χρωματισμένους από τους μπλε, πράσινους, κόκκινους φωτισμούς.
Με λίγα λόγια, οι Godflesh έπαιξαν με επίγνωση του underground θρύλου τους και με όλη εκείνη την καταιγίδα που έχει διακρίνει δισκογραφικές κορυφές σαν το Streetcleaner του 1989, κάνοντάς τους μία από τις πλέον επιδραστικές μπάντες σε ό,τι αποκαλούμε σχηματικά alternative metal ή metal για όσους έχουν λίγα-έως-καθόλου μαλλιά και μούσια (ή μεταξύ μας, εδώ στο Avopolis, «metal από εκείνα που ακούει ο Άγγελος Γεωργιόπουλος»).
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι κι αυτοί διάλεξαν μια setlist επικεντρωμένη σε παλιό υλικό, ξέροντας προφανώς πόσο αδημονούσε το κοινό για κομμάτια σαν το "Mothra", το "Tiny Tears" ή το "Christbait Rising". Έτσι, η 2η μέρα του Fraternity Of Sound έκλεισε ιδανικά, μέσα σε βροντερά beats και σε μπασογραμμές με σεισμικές ποιότητες, τις οποίες ένιωθες (και) σωματικά.
Το νέο φεστιβάλ της Three Shades of Black δεν βρήκε την απήχηση που άξιζε στη μουσική του ποιότητα (κρίνοντας και από όσα διάβασα για την προσέλευση στις υπόλοιπες μέρες), πιστεύω όμως ότι και οι ιθύνοντες δεν έπεσαν από τα σύννεφα: θέλει χρόνο και πείσμα ένα event τόσο φιλόδοξης κλίμακας, απευθυνόμενο σε τσέπες που παραμένουν οικονομικά ρημαγμένες, ειδικά εφόσον προσπαθεί να κάνει τη διαφορά εν μέσω ενός εκτροχιασμένου σκηνικού ως προς τη συναυλιακή υπερπροσφορά. Αν κάτι πρέπει να διορθωθεί την επόμενη φορά, είναι η τήρηση του δημοσιευμένου ωραρίου. Γιατί, παρά την εξαγγελία της διοργάνωσης για αυστηρή τήρηση, οι Pharaoh Overlord μπήκαν με 15 λεπτά αργοπορίας, τα οποία έγιναν 30 ώσπου να βγουν οι Omega Monolith και διατηρήθηκαν έτσι, εκτροχιαζόμενα σε περίπου 50 λεπτά καθυστέρησης για τους Godflesh.
{youtube}p0VraIVhuZg{/youtube}