Ασυναίσθητα (πείτε το ψυχαναγκασμό του επαγγέλματος), βγαίνοντας από ένα λάιβ προσπαθώ να βρω εκείνη τη λέξη –επίθετο συνήθως– που θα συνοψίσει υποτίθεται το τι προηγήθηκε. Αν και τις περισσότερες φορές τέτοια ανόητα παιχνίδια τα κρατάω για τον εαυτό μου, συμβαίνουν συνέχεια· κι ας ξέρω τη ματαιότητά τους, αμφιβάλλοντας από χρόνια για το τι ακριβώς μεταφέρεται όταν παλεύεις σε δεύτερο χρόνο να αναπαραστήσεις στο μυαλό σου την εμπειρία, για να την περάσεις στον γραπτό ή ακόμα και στον προφορικό λόγο. Πόσο μάλλον σε τέτοιες συναυλίες, που κάνουν τη συγκεκριμένη αμφιβολία ακόμη πιο ριζική.
Μου ήρθε πάντως το επίθετο «σαρωτικός». Γιατί αυτό ήταν η παρέα του Makoto Kawabata, με μία λέξη: σαρωτική (το «κατακλυσμική», το οποίο δίνει σαν λύση το δελτίο Τύπου της διοργάνωσης, μου κάνει επίσης). Τι άλλο να πεις, πώς να περιορίσεις τον όλον όγκο, το πλάτος και το μήκος στους κανόνες των λέξεων; Τη στιγμή μάλιστα που εκείνο στο οποίο σε καλούσε ήταν ακριβώς η υπέρβαση της έλλογης αντιμετώπισης και η μετάβαση σε κάτι που βρίσκεται πέρα από τον λόγο, χωρίς όμως να είναι καθόλου μα καθόλου παρά-λογο καθεαυτό (τώρα, αν θέλετε, όπου «λόγος» μπορείτε εναλλακτικά να διαβάζετε και «κυρίαρχος λόγος»).
Αναφέρομαι προφανώς σε αυτήν την επίθεση με ντεσιμπέλ, σε αυτό το «δυνατά» που συνέχεια ανακάλυπτες ότι έχει και λίγο πιο δυνατά. Αλλά και στην πρακτική των συγκεκριμένων Ιαπώνων να λοξοδρομούν διαρκώς από την ευθεία τους, τόσο, ώστε να σε κάνουν να μπερδεύεις ποιος τελικά είναι ο κανονικός δρόμος και ποια η παράκαμψη. Για να το πούμε και λίγο πιο ποιητικά, αναφέρομαι στον «ωκεανό του ήχου» –όπως τον ονόμασε παλαιότερα ο David Toop– αν και στην προκειμένη ολόκληρο τον ωκεανό τον αισθανόσουνα συμπυκνωμένο σε 5 όργανα, σε μία σκηνή και σε ένα συγκρότημα που φέρει το όνομα (τι όνομα!) Acid Mothers Temple & The Melting Paraiso U.F.O. Κι αν είχες κάποια αμφιβολία, φρόντισαν να σου τη διαλύσουν από το πρώτο δευτερόλεπτο, με τον τσαμπουκά με τον οποίον έσκασαν την πρώτη τους φράση: εδώ θα παίξει ξύλο, πολύ ξύλο.
Ψυχεδέλεια διά της εκκωφαντικής έντασης, δηλαδή. Ή κάπως έτσι. Ψυχεδέλεια πάντως τέτοια, που κάνει κάτι γκρουπάκια σαν τους Black Angles να φαίνονται σαν τα κουκούτσια που φτύνεις όταν έχεις μασουλήσει όλο το ψαχνό. Όπου «ψαχνό», βάλτε ένα γκρουπ που έπαιζε επί μιάμιση ώρα στα κόκκινα, προσθέτοντας διαρκώς νέες αποχρώσεις στις κοσμικές του εκρήξεις (διότι το κόλπο δεν είναι απλώς να παίζεις δυνατά, αλλά να μπορείς να νοηματοδοτήσεις το «δυνατά» με διαφορετικές διαβαθμίσεις και με μια διαρκώς ανακυκλούμενη ορμή).
Βάλτε επίσης κάποιους τόνους reverb και λοιπών παραμορφώσεων και μία κιθάρα (του Kawabata) που μπορούσε να σε πάρει από το χέρι και να σε οδηγήσει στα μέρη εκείνα της μουσικής τα οποία δεν άπτονται της αισθητικής, αλλά της συνείδησης. Βάλτε και μία rhythm section, έτοιμη πάντα να ορμήσει, λόγω κυρίως του ασυγκράτητου ντραμιστικού χαρακτήρα του Nani Satoshima· αλλά και να παραμείνει το σημείο αναφοράς, λόγω κυρίως της σοφίας του μπάσου του Wolf (aka S/T) –δηλαδή εκείνο το σημείο που, κάτω από τον χαμό, φέρει ανά πάσα στιγμή τις βασικές συντεταγμένες της όλης εξερεύνησης. Όλο αυτό θα ήταν αρκετό, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.
Οι Acid Mothers Temple είναι περιβόητοι και για την ικανότητά τους να διασκευάζουν. Και όχι ό,τι κι ό,τι. Έχουν πάρει φερ’ ειπείν το Bitches Brew του Miles Davis (το 2012) ή ακόμα και το In C του Terry Riley (το 2001) και τους έχουν αλλάξει τον αδόξαστο, ήτοι έχουν καταφέρει να τα φέρουν αμφότερα στα φρενήρη μέτρα και στα χαοτικά σταθμά τους. Αυτή τους η ικανότητα, να οικειοποιούνται μα να μην ταυτίζονται, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση τους στο Fuzz, η οποία παρεμπιπτόντως πραγματοποιήθηκε εν όψει 500 περίπου αυτιών, που εξήλθαν λίγο πιο αδύναμα απ’ ό,τι εισήλθαν.
Ένα χαρακτηριστικό σημείο αυτού του είδους της οικειοποίησης ήταν όταν ανέλαβε το μπασοτύμπανο full-time. Ο Kawabata έκανε νόημα στον Satoshima: «δικό σου». Ο τελευταίος έμεινε μόνος, έριξε ένα σύντομο σχετικά αλλά εξόχως απολαυστικό σόλο στα τύμπανα και, όταν γύρισε στα πιατίνια, βρέθηκε με τον Wolf, ο οποίος έπιασε να παίζει κάτι που θα μπορούσε με όλους τους τυπικούς μουσικούς όρους να χαρακτηριστεί house. Παίζανε house, αν έχουν τον θεό τους! Ή κάτι μεταφράσιμο στο core της ποπ κουλτούρας, με τις άρσεις που έπιανε ανά στιγμές ο Wolf να μου φέρνουν στον νου μέχρι και το “Blind” των Hercules & Love Affair! Κι όπως μπορείτε να φανταστείτε, το όλο θέμα δεν επρόκειτο να μείνει στη γκλαμουριά και στα «ξέρω 'γω»· ανεφλέγη κι εκείνο, εξερράγη με όλη του τη δύναμη, έμεινε εκεί για κάνα δεκάλεπτο, παραδόθηκε στο απόλυτο χάος, ύστερα έσβησε, ξαναπήρε και ξανάσβησε –κι έδινε μετασεισμούς μέχρι πολύ αργότερα, όταν εντωμεταξύ είχαμε ρουφηχτεί από άλλες σκουληκότρυπες και ξεβραστεί κι εγώ δεν ξέρω σε τι μουσικά τερέν.
Με τον ίδιο τρόπο οι Acid Mothers έπιασαν τους Black Sabbath και την κληρονομιά τους ή κάτι που στα χέρια μιας άλλης μπάντας θα κακοφόρμιζε σε μια μέτρια χαρντ ροκ μπαλάντα. Παρομοίως, ήρθαν στο προσκήνιο τα ψυχεδελικά 1960s, όταν ο cool-as-fuck Hiroshi Higashi έπιασε κάποια στιγμή το ηλεκτρονικό θέρεμιν, παίζοντας στην ουσία ένα moog συνθεσάιζερ, με όλο το αέρινο που μπορεί να έχει η απουσία της υλικότητας του ογκώδους πληκτροφόρου. Το moog χωρίς το συνθεσάιζερ, δηλαδή, και συνολικότερα μια οικειοποίηση χωρίς ταύτιση, η οποία γενικώς σημαίνει ότι μπορείς να είσαι τα πάντα και να είσαι ακόμα ο εαυτός σου (ή να είσαι τα πάντα και γι' αυτό να είσαι ο εαυτός σου).
Σαν κερασάκι στην όλη θορυβώδη πανδαισία νοημάτων, ο/η Mitsuro Tabata έστησε δις κάτι που έμοιαζε με sex show, αρκετά αυτοσχέδιο και αρκετά queer ώστε το «another solar system» που αναγράφεται στο «info» της σελίδας του/της στο Facebook για να χαρακτηρίσει τη μουσική του/της, να μπορεί να αναχθεί και στην επιτέλεση σεξουαλικότητας την οποία βλέπαμε επί σκηνής. Και η επίκληση μιας σεξουαλικότητας που βγάζει τη γλώσσα στις «καθωσπρέπει» κατηγορίες, δεν νομίζω πως ήταν τυχαία. Μια τέτοια «queer» λογική καθοδηγεί και τους Acid Mothers Temple στη διάσχιση του μουσικού χάρτη, στην απορρόφηση των κραδασμών των ειδών που χρησιμοποιούν για να πυροδοτήσουν μια εντελώς δικιά τους, παροξυσμική έκρηξη· φτάνοντας σε μια έξαψη τόσο έντονη, που δεν μπορεί παρά να έχει ερωτικές συνυποδηλώσεις.
Ήταν πιθανώς το πιο γεμάτο, το πιο πλούσιο λάιβ από όσα έχω προσωπικά παρακολουθήσει τον τελευταίο καιρό. Από εκείνα για τα οποία λέξεις όπως «σαρωτικό», «κατακλυσμικό» ή «απογειωτικό» βρίσκουν όση κυριολεξία μπορεί να επικαλεστεί κάτι εξ ορισμού συμβολικό, όπως η μουσική.
Την όλη παράσταση, βεβαίως, εκκίνησαν οι Chickn, όμως λοιπές υποχρεώσεις δεν μου επέτρεψαν την παρουσία και άρα αποκλείουν τον όποιο επί της ουσίας σχολιασμό. Φαντάζομαι πάντως (έχοντας πετύχει διάφορες ενσαρκώσεις τους), πως ό,τι μου μεταφέρθηκε από τα πέριξ –ότι δηλαδή διατήρησαν το γνωστό καλό τους επίπεδο– ήταν αληθές και άρα υπήρξαν ένα επιτυχημένο πρόγευμα για ό,τι ακολούθησε, αν δεχτούμε πως μπορεί το οτιδήποτε να σε προϊδεάσει για ένα τέτοιο λάιβ.
{youtube}GnC0g9VEndE{/youtube}