Με μία παραπάνω μπάντα η 2η μέρα του φετινού φεστιβάλ της Arcane Angels, και κάπως πιο αμιγώς μαυρομεταλλική, δυστυχώς χαρακτηρίστηκε πάλι από μεγάλη καθυστέρηση όσον αφορά την έναρξη του προγράμματος, όπως δηλαδή είχε συμβεί και την αμέσως προηγουμένη 1η μέρα.
Οι Ιταλοί Mefitic αποζημίωσαν πάντως και με το παραπάνω, αφήνοντας έκπληκτο το ολιγάριθμο κοινό εκείνης της ώρας με το νοσηρά σπηλαιώδες black/death τους, το οποίο θυμίζει από Blasphemy μέχρι το “Nothing But The Whole” των Emptiness. Με φωνητικά βαθιά και απόκοσμα –σαν συρσίματα μέσα στο χώμα– με εκπληκτική rhythm section, μα και με κιθάρες οι οποίες διέθεταν αρκετή αυτονομία.
Ο μπασίστας, πέρα από τα άξια θαυμασμού φωνητικά, είχε και κεντρικότατη οργανική θέση, γεμίζοντας τον χώρο με αντηχήσεις, στήνοντας κατά βάση τη φανταστική τοπογραφία των κομματιών. Πανταχού παρούσα μια αίσθηση σαν να σε ζώνουν τα φίδια, ενώ, παρά τη μεγάλη διάρκεια των κομματιών, το 40λεπτο set φάνταζε τελικά μικρό μετά το πέρας του. Σούσουρο κάτω από το έδαφος, πραγματική αποκάλυψη.
Οι Βόσνιοι Void Prayer μου ήταν γνωστοί ως όνομα, χωρίς να έχω όμως δώσει ιδιαίτερη βάση στο demo του 2014 (τους είχα κατατάξει νοητικά κάπου στο τυπικό black metal). Ανέβηκαν ωστόσο στη σκηνή του Κυττάρου με μια θεατρικότητα που μου θύμισε τους Ιάπωνες Arkha Sva –συντέλεσε και το εκφραστικό εύρος της φωνής του τραγουδιστή, ο οποίος απήγγειλε, τσίριζε, και μουρμούριζε με μια μυσταγωγική αποτελεσματικότητα. Κομψό και συνάμα απειλητικό black metal, γεμάτο με ψηφίδες παραλόγου, με ιμπρεσιονιστική χροιά, αλλά και με έμφυτη μελαγχολία, η οποία σε σημεία θύμιζε καλούς Xasthur. Περιπετειώδη κομμάτια, συναρπαστικό black metal, οι Void Prayer ήταν εξαιρετικοί.
Πάνε αρκετά χρόνια απ’ όταν μας επισκέφθηκαν τελευταία φορά οι ιδιαίτερα αγαπητοί στη χώρα μας Ancient Rites. Με αρκετά αξιοπρεπή ελληνικά, μάλιστα, ο Gunther Theys δήλωσε για πολλοστή φορά (και ποικιλοτρόπως) την αγάπη του για τη χώρα μας, ενώ η όλη ατμόσφαιρα εξέπεμπε μια νοσταλγία για τα 1990s. Ως ήταν αναμενόμενο, οι Βέλγοι επικεντρώθηκαν στον ήχο που έχουν καθιερώσει από το Dim Carcosa (2001) εντεύθεν: επικίζον δηλαδή και καλπάζον metal, το οποίο μάλλον κατατάσσεται προς την power, παρά προς τη black πλευρά του φάσματος.
Ο ήχος θα μπορούσε να είναι και καλύτερος (οι κιθάρες δεν ήταν ευδιάκριτες), ενώ η απουσία του μπάσου έγινε εμφανής. Αρκετός κόσμος είχε έρθει πάντως στο Κύτταρο για αυτούς, οπότε το κοινό αποτυπώθηκε ιδιαίτερα ένθερμο, ειδικά σε κομμάτια όπως τα “Fatherland”, “Victory Or Valhalla” και “Thermopylae” –από τους 2 πρώτους δίσκους ακούστηκαν τα “Evil Prevails” και “Blood Of Christ” (το οποίο φλόμωσε με Παναγίες ο Gunther). Μία αξιοπρεπής πλην αδύναμη εμφάνιση από τους παλαίμαχους Βέλγους.
Όσο για τους Black Cilice, ήταν το συγκρότημα του φεστιβάλ που ήθελα περισσότερο από κάθε άλλο να δω. Πρωτίστως λόγω απορίας περί του πώς ακριβώς μπορεί να αποτυπωθεί επί σκηνής το άκρως στοιχειωμένο και τελετουργικό τους black metal. Η μορφή του τραγουδιστή, ως ένα αυστηρό κάτισχνο μαύρο κερί με ανατριχιαστικό corpse paint και κουκούλα-ράσα, διέγραψε οποιεσδήποτε αμφιβολίες. Ο δε ήχος ήταν αφύσικα αποτελεσματικός για τη μουσική των Πορτογάλων, δημιουργώντας έναν υψίσυχνο λαβύρινθο γύρω από το κοινό, γεμάτο με αντηχήσεις αλλότριων πραγμάτων.
Ακόμη και η ζεστή οργανικότητα που έδιναν τα ζωντανά τύμπανα δεν έβλαψε τον ήχο του συγκροτήματος, έστω κι αν έτσι αναδεικνύονταν περισσότερο τα κάπως πιο συναυλιακά mid-tempo σημεία του υλικού τους. Οι Black Cilice είναι βέβαια κυρίως τα υπερταχεία και σκελετωμένα σημεία τους, και αυτά ήταν που έκαναν αρκετά άτομα να υψώνουν αόρατα πορτοκάλια. Μαγικό στήσιμο και απόδοση από τους Πορτογάλους, οι οποίοι άφησαν μια αίσθηση από ουρλιαχτά κεριών που σβήνουν.
Με ένα καταπληκτικό άλμπουμ στα μπαγκάζια, οι Agatus ήταν από τα καυτά ονόματα του φεστιβάλ. Αναμενόμενα, και προς μεγάλη τέρψη πάντων, ακούστηκε σχεδόν ολόκληρο το Eternalist, το οποίο πέρασε με άριστα το τεστ της ζωντανής σκηνής, αποδεικνύοντας πως το καλοπαιγμένο επικό heavy metal κινείται θριαμβευτικά, ανεξαρτήτως σύστασης του κοινού. Αγνό μεγαλείο στο “Perils Οf Τhe Sea Pt.II”, αναπάντεχη και ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη προσθήκη όγκου στο “The Invisible”, απίστευτη ανάταση στο “Gilgamesh”.
Παρά την απουσία πρόσφατων συναυλιών, οι Agatus αποδείχτηκαν ιδιαίτερα δεμένοι, και –σε συνδυασμό με τον καλό ήχο– έκαναν το υλικό τους να λάμψει. Μετά το Eternalist ακούστηκαν και κομμάτια από το παρελθόν του γκρουπ, τόσο από το κλασικό Dawn Of Martyrdom του 1996 (όπου ευχαριστηθήκαμε πλήκτρα παλιάς ελληνικής σκηνής), όσο και από το σχετικά παραγνωρισμένο The Weaving Fates (2002). Μια εμφάνιση καταιγιστική (ο Eskarth είναι σκέτη απόλαυση επί σκηνής), την οποία και χρειαζόμασταν μετά την κυκλοφορία του Eternalist.
Η ώρα είχε περάσει από 1 τη νύχτα όταν βγήκαν οι Taake και η κούραση ήταν αναμενόμενη, ειδικά για όσους είχαμε έρθει στο Κύτταρο και τις 2 μέρες από νωρίς. Παρόλα αυτά ο Hoest κατάφερε να δώσει μια παράταση ενέργειας, με μια πολύ δυνατή σκηνική παρουσία, και με επιλογή των πιο συναυλιακών κομματιών του γκρουπ. Βάση λοιπόν στη μετά-Hordalands (2005) περίοδο, πολλά σπασίματα και μεσαίοι ρυθμοί, χωρίς να λείπουν οι υπερταχείες. Μια τάση για υπερβολή ήταν ανέκαθεν έμφυτη στη μουσική των Taake, κάτι που ισχύει εν τέλει και για τα live τους: πολύ δυνατό παίξιμο, πολύ τσίτωμα, ιδανικές πρώτες ύλες για εκρήξεις χάους. Αν κάτι μου έλειψε από το σχετικά μικρό set τους (γύρω στη 1 ώρα) ήταν οι πιο ατμοσφαιρικές παρελθοντικές αναφορές, μιας και από αυτήν τη σχολή ακούσαμε μονάχα το “Nattestid”, με το οποίο και έκλεισαν.
Συμπερασματικά, και κάνοντας μια αποτίμηση για το φεστιβάλ της Arcane Angels: ο καθαρά μουσικός τομέας πήγε άψογα. Η μεγάλη πλειονότητα των συγκροτημάτων απέδωσε εξαιρετικά, κάτι που υποστηρίχθηκε και από τον πολύ καλό ήχο του Κυττάρου. Οργανωτικά, όπως έγινε κατανοητό, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα· ειδικά οι μεγάλες καθυστερήσεις (σε αμφότερες τις ημέρες) ταλαιπώρησαν τους πάντες. Αρκετός κόσμος δεν έκατσε λοιπόν μέχρι τέλους για προφανείς λόγους μετακίνησης, ειδικά την Κυριακή. Και αυτά –χωρίς φυσικά να είναι οι μοναδικοί λόγοι– συντέλεσαν σε μια σχετικά χλιαρή προσέλευση, αφού το κοινό δεν κατάφερε να γεμίσει τελείως το Κύτταρο ούτε καν στην αρχή του set των Primordial την 1η μέρα, που ήταν μάλλον η στιγμή με τον περισσότερο κόσμο.
Κρίμα, γιατί ξαναλέω πως το μουσικό σκέλος ήταν εξαιρετικό, οπότε μια άρτια διοργάνωση θα έβαζε το φεστιβάλ για τα καλά στον ευρωπαϊκό χάρτη. Όπως και να έχει, κρατάω τις εκπληκτικές εμφανίσεις, ειδικά της 2ης ημέρας, και ελπίζω πως στο μέλλον θα υπάρξει κάποια πιο μελετημένη επανάληψη της απόπειρας αυτής.
{youtube}vzGJNysT5lI{/youtube}