Τελευταία από τις 3 ημέρες του Tectonics Athens, του φεστιβάλ δηλαδή που διοργάνωσε ο Ισραηλινός μαέστρος Ilan Volkov σε συνεπιμέλεια Μιχάλη Μοσχούτη, με τη μεγαλύτερη έκπληξη που φιλοξενούσε στο line-up του. Έκπληξη, δηλαδή απορία, καθώς, έχοντας αρχικά βεβαιωθεί ότι δεν επρόκειτο για συνωνυμία, έμεινα να αναρωτιέμαι πώς στην ευχή βρέθηκε ο Γιάννης Αγγελάκας να συμπράττει με τον Alvin Curran σε έργα του τελευταίου και του John Cage. Γιατί όχι, θα μου πείτε;
Φθάνοντας πάντως στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση λίγο πριν τις 20:30, η απάντηση στο παραπάνω θα έπαιρνε μια μικρή παράταση, καθώς στην κεντρική της σκηνή έπαιρναν θέση η Έλενα Κακαλιάγκου στο γαλλικό κόρνο, ο Κώστας Κηλύμης στα ηλεκτρονικά και ο Βασίλης Τζαβάρας στο ανοιχτό πιάνο και στην κιθάρα. Οι τρεις τους, εκτός από τα όργανά τους, είχαν μπροστά τους και από μία οθόνη έκαστος, καθώς θα αυτοσχεδίαζαν πάνω στο ημίωρο βίντεο του Christian Marclay Screen Play.
Εικόνες από παλιές ταινίες επεξεργασμένες στον υπολογιστή, με ανθρώπους να μπαίνουν σε κτήρια, να βγαίνουν από κτήρια, να κινούνται μαζικά (ένα από τα πιο δυνατά σημεία, εκείνο με τα μαζεμένα πλάνα ανθρώπινων μαζών), να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν στύλους· με αυτοκίνητα να τρέχουν σε δρόμους με λακκούβες δοκιμάζοντας τα αμορτισέρ τους, με λουλούδια που ανοίγουν τα πέταλά τους, με τρένα, φωτιές και μ’ άλλα κτήρια, δέντρα αλλά και γυμνή γη· και μ’ έναν μαέστρο που διηύθυνε την ορχήστρα του, ενώ μια ψηφιακή λευκή γραμμή ακολουθούσε πιστά την κίνηση του χεριού του, σχηματίζοντας στο τέλος ένα υπέροχα ά-σχημο σχήμα. Οι 3 μουσικοί ακολουθούσαν τη ροή αυτής της αφήγησης, άλλοτε κινούμενοι νωχελικά και μεθοδευμένα κι άλλοτε φουριόζικα και άτακτα, όπως εκείνες οι ανθρώπινες μάζες.
Φυσικά το βίντεο, ως προετοιμασμένο έργο που απλώς έτρεχε στην οθόνη, ήταν εκείνο που υπαγόρευε στη μουσική τη ροή και τη δυναμική της, καθώς η τελευταία συνέβαινε εκείνη την ώρα μπροστά μας, ανταποκρινόμενη στο οπτικό ερέθισμα. Οι ισορροπίες βρέθηκαν όμως γρήγορα και οι δύο αφηγήσεις (οπτική και ακουστική) ενώθηκαν «εις σάρκα μίαν», με τους 3 μουσικούς να μην είναι απλώς αυτοί που συνοδεύουν, αλλά να συμμετέχουν στη δόμηση της τελικής αφήγησης. Θαυμάσιες οι συνέργιες μεταξύ τους, σκαρώνοντας επί τόπου ήχους και αποήχους, άλλους αναμενόμενους για τα όργανα τα οποία είχαν στη σκηνή, άλλοτε όχι τόσο. Ο άνετος δε εξώστης της Στέγης, αποδείχτηκε ιδανικό σημείο θέασης και ακρόασης αυτής της θαυμάσιας παράστασης.
Μετά το απαραίτητο διάλειμμα, είχε έρθει η ώρα για εκείνη την απάντηση. Και τελικά, έτσι όπως δόθηκε, μάλλον δεν δικαιολογούσε την ένταση της απορίας. Ο Αγγελάκας απλώς διάβαζε κείμενα του John Cage, με τον Alvin Curran σε λάπτοπ και συνθεσάιζερ και τη Robyn Schulkowsky σε κάθε είδους κρουστά να ερμηνεύουν συνθέσεις του Curran και του Cage (με την ευελιξία που φαντάζομαι πως έχει το ρήμα «ερμηνεύω» σε τέτοια μουσικά συμφραζόμενα).
Και λέω «απλώς διάβαζε», όχι γιατί θέλω να μειώσω την αφηγηματική αξία του λόγου του Αγγελάκα, αλλά επειδή νομίζω πως σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα μπορούσε να είναι κι αυτή λιγότερο αυστηρή, πιο ρευστή, πιο έτοιμη να ακούσει τη μουσική, να παίξει μαζί της. Άλλωστε και τα ίδια τα κείμενα (από τον δίσκο του Cage Indeterminacy: New Aspect Οf Form Ιn Instrumental Αnd Electronic Music) κρατoύσαν κάτι από τον μπιτ αέρα της εποχής τους (δεκαετία του 1950, στη δυτική ακτή των Η.Π.Α.), απαρτιζόμενα από ιστορίες περισσότερο του καθημερινού John, παρά του εγνωσμένης αξίας συνθέτη Cage –από τις οποίες δεν έλειπε μάλιστα και μία κάπως παιχνιδιάρικη διάθεση.
Την παράσταση, πάντως, την έκλεψε η Schulkowsky, χτυπώντας ό,τι χτυπιόταν, μεταξύ τους κι έναν ειδικά τροποποιημένο («ενισχυμένο») ...κάκτο! Αυτή πήρε και τη σκυτάλη στο δεύτερο μισό του set, παίζοντας δυναμικά θέματα σε τύμπανα και κρουστά πάνω από τις ηλεκτρονικές επεξεργασίες του Curran. Οι 3 τους τελείωσαν με ένα έντονο κρεσέντο, με τον Αγγελάκα να προσθέτει τις παραμορφωμένες κραυγές του. Οι επευφημίες στο τέλος ήταν ζεστές, αν και προσωπικά κρατώ μια πιο αμφίθυμη στάση.
Το βράδυ όμως δεν τελείωνε εδώ για το Tectonics Athens, καθώς στη μικρή σκηνή της Στέγης ακολουθούσαν πολλά και ενδιαφέροντα, με τους Mama Luma, Lori Goldston και Nate Young. Προσωπικά ήθελα πολύ να δω τον τελευταίο (με εγγύηση το βασικό του πρότζεκτ, τους Wolf Eyes), ομολογώ όμως πως βρισκόμουν στο στάδιο της κατάρρευσης. Πρόλαβα πάντως πριν το ξεπεράσω και είδα τους Mama Luma.
Το τρίο απ’ τη Σαλονίκη (Χρήστος Γερμένογλου, Χάρης Αγορίτσας & Παύλος Παυλίδης) έπαιξε ένα ημίωρο set ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, το οποίο είχε στιγμές τόσο άδειες, ώστε «lead» όργανο να γίνονται οι ψίθυροι του Παυλίδη, μα και άλλες ιδιαίτερα πυκνές, με μία παροξυσμική free jazz, όπου τα δύο σαξόφωνα στρίγγλιζαν πάνω στην περίτεχνη τρεχάλα των ντραμς του Γερμένογλου. Μας υπενθύμισε επίσης πως ο αυτοσχεδιασμός εννοεί το «παίζουμε μουσική», και με τη μεταφορική, αλλά και με την κυριολεκτική σημασία του ρήματος «παίζω». Αρκεί να σημειωθεί πως ο Αγορίτσας τελείωσε το λάιβ σκυφτός, κρατώντας με το ένα του χέρι το μικρόφωνο και με το άλλο ένα πινέλο, με το οποίο σκούπιζε παπούτσια και πάτωμα…
{youtube}w9SNb9PSBDw{/youtube}