Αθήνα (Κύτταρο), 13 Ιουνίου
του Βαγγέλη Πούλιου
Χρειάστηκε μια κάποια προσπάθεια για να φέρω στο μυαλό μου την προηγούμενη φορά που μας επισκέφτηκε ο Damo Suzuki, γνωστότερος, βεβαίως, ως τραγουδιστής των Can στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ήταν στα τέλη του 2012 στο Six d.o.g.s., παρέα με την εδώ ενσάρκωση των Sound Carriers. Και ίσως η προσπάθεια αυτή να σημαίνει ότι η συναυλία εκείνη, όσο ευχάριστη κι αν ήταν, δεν μπόρεσε να εντυπωθεί στη μνήμη μου (η ικανότητα της οποίας ελέγχεται, πάντως, τελευταίως). Κάπως αντίστοιχα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για τη φετινή εμφάνιση στο Κύτταρο.
Αυτή τη φορά, ο Suzuki είχε πλάι του τους Chickn. Μία ταιριαστή επιλογή, αν αναλογιστούμε ότι (πέρα από τις λίγο-πολύ προφανείς μουσικές συνδέσεις) οι τελευταίοι δεν έχουν σταθερή σύνθεση, αλλά έναν δημιουργικό πυρήνα 2-3 ανθρώπων, συνηθισμένων να δεξιώνονται φίλους επί σκηνής. Κάτι που θεωρητικά τουλάχιστον τους κάνει δεκτικούς στον διάλογο και στην ανταλλαγή, στις …προγραμματικές δηλαδή θέσεις του «δικτύου» του Damo Suzuki. Ο οποίος (και προς τιμήν του) ποτέ δεν άφησε το θρυλικό παρελθόν του να καπελώσει το παρόν, ακόμα κι αν το τελευταίο δεν είναι το ίδιο λαμπρό. Αντί λοιπόν να περιφέρεται στον κόσμο σαν μουσειακό έκθεμα παίζοντας το “Vitamin C” σε αμέτρητες εκδοχές, προτιμά να ταξιδεύει μόνος και να βρίσκει συνοδοιπόρους στην εκάστοτε πόλη προορισμού, συνάπτοντας μαζί τους εφήμερες συμμαχίες, εν πολλοίς αυτοσχέδιας φύσης και προσανατολισμού.
Έτσι συνέβη και την Τρίτη. Οι Chickn (οι οποίοι εμφανίστηκαν με 2 μπάσα, 2 κιθάρες, πλήκτρα, ντραμς και κρουστά) κρατούσαν ζωντανό τον παλμό της μουσικής, ενώ ο Suzuki έκλεινε τα μάτια, αγκάλιαζε το μικρόφωνο και τραγουδούσε –πολλές φορές, είμαι βέβαιος, σε μία δικής του επινόησης γλώσσα– με μουρμουρητά ή με το στυλ ενός ψυχεδελικού μετά-crooner. Και, ομολογουμένως, αυτό εξακολουθεί να το κάνει πολύ καλά, καθώς (όλως περιέργως) το τραγούδισμά του μπορεί να θεωρηθεί αφηγηματικό, αφού φορτίζει επαρκώς την αλληλουχία των φθόγγων που χρησιμοποιεί, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται το νοηματικό βάρος της οποιασδήποτε δομημένης γλώσσας. Κάτι που, προφανώς, δεν είναι απλή υπόθεση.
Από την άλλη, οι Chickn κρατούσαν το πράγμα ζεστό, εναλλασσόμενοι ανάμεσα σε απλωμένες ατμόσφαιρες και σε ένα πυκνό, αυτοσχεδιαστικών προεκτάσεων, ροκ. Σε γενικές γραμμές χειρίστηκαν καλά τον αρκετά σωματώδη ήχο τους (δύο τα ηλεκτρικά μπάσα κι ένα, συνήθως, αρκετά δυναμικό παίξιμο στα ντραμς), κερδίζοντας σε ένταση ό,τι ίσως έχαναν σε …ψυχεδελική ευλυγισία. Έβρισκαν δηλαδή ένα γκρουβ το οποίο παρέμενε λειτουργικό, ακόμα κι όταν το αισθανόσουν λιγάκι κυριαρχικό απέναντι στην αφήγηση του Suzuki ή στις δικές τους πιο αφηρημένες στιγμές. Θα μπορούσαν ίσως να αναζητηθούν πιο λεπτές ισορροπίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όσες τελικά βρέθηκαν τορπίλισαν τους όρους της συμμαχίας. Κάθε άλλο.
Suzuki και Chickn έπαιζαν καμιά ώρα όταν μας αποχαιρέτησαν, προτού βγουν για το 15λεπτο(;) encore. Οι 100-150 ψυχές που βρεθήκαμε στο Κύτταρο χειροκροτήσαμε ευχαριστημένοι από μια σύμπραξη που είχε ρυθμό και παρουσία, αλλά και κάμποσα δυνατά σημεία για να θυμάται κανείς. Αν και νομίζω πως χρειαζόταν να αφεθεί λίγο παραπάνω σ’ εκείνον τον μετεωρισμό που, εκ των πραγμάτων, θέτει μια τέτοια διαλογική συνθήκη.
Θεσσαλονίκη (Eightball), 14 Ιουνίου
του Στέργιου Κοράνα
Το βράδυ της Τετάρτης μας περίμενε μια συναυλία εντελώς διαφορετική από τις περισσότερες που έχω δει ως τώρα, με πρωταγωνιστή έναν από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες.
Οι αντιξοότητες βέβαια πολλές εκείνη την ημέρα, για τη Θεσσαλονίκη: κάτι η συνάντηση των ηγετών Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ που δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο την κατάσταση στο κέντρο (είναι άσχημη έτσι κι αλλιώς), κάτι η ξαφνική, δυνατή καταιγίδα, μάλλον αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα για την προσέλευση του κόσμου στο Eightball. Προσθέτοντας σ’ αυτό και το γεγονός ότι ο Kenji “Damo” Suzuki είναι μουσικός για κάπως εξειδικευμένο κοινό, είχαμε μια συναυλία «για λίγους», κυριολεκτικά.
Αυτή τη φορά, το τοπικό σχήμα δεν έπαιξε support, τουλάχιστον όχι με την έννοια που ξέρουμε –αντιθέτως, ήταν η μπάντα που πλαισίωσε τον Damo Suzuki. Συμπαθέστατοι από μόνοι τους, οι Naxatras στάθηκαν αντάξιοι των περιστάσεων και στήριξαν τον αγαπητό Γιαπωνέζο και με το παραπάνω. Βέβαια, αυτό είχε και το αρνητικό του: όλο κι όλο είδαμε ένα set των 80 λεπτών περίπου, το οποίο κράτησε από τις 22.45 μέχρι τις 00.05.
Όλο το set ήταν στηριγμένο στις φόρμες που είχαμε μάθει από τους Can, προφανώς όμως στο πιο «ακατέργαστο». Ήταν δηλαδή κάτι σαν συνεχές τζαμάρισμα, με τον Ιάπωνα να απαγγέλει κατά κανόνα ακατάληπτα (αν και κάποιοι ενδιάμεσοι στίχοι ήταν σαφείς), και να κλιμακώνει σταδιακά από πλευράς ρυθμού, για να ξαναρίξει τους τόνους και να τους ανεβάσει έπειτα εκ νέου. Οι μουσικές κινήθηκαν στα πλαίσια του kraut και της ψυχεδέλειας, με λίγο progressive rock, αλλά και μερικά ψήγματα από funk. Δύσκολο στην παρακολούθηση set, από τη στιγμή όμως που «έμπαινες» στην όλη φάση, δεν ήθελες να βγεις. Βέβαια, με τόσο μικρή διάρκεια, το τέλος μας βρήκε πεινασμένους για περισσότερα, μα δυστυχώς ο Suzuki δεν μας έκανε τη χάρη. Ήταν όπως κι αν έχει μια μοναδική εμπειρία.
Οι άνθρωποι στον χώρο, ένας κι ένας. Λίγοι μεν για το Eightball, αλλά ευτυχώς που άλλαξε το μέρος όπου θα δινόταν η συναυλία, μιας και η αρχικά προγραμματισμένη Μαύρη Τρύπα δεν θα μας έπαιρνε. Όλοι όμως ήξεραν τι θα δουν κι έτσι απολαύσαμε τη συναυλία σε πολύ καλή ατμόσφαιρα. Εγωιστικό μεν, αλλά εμένα μου άρεσε περισσότερο έτσι.
Θεωρώ μοναδική ευκαιρία που είδα αυτόν τον άνθρωπο ζωντανά, έστω κι αν δεν μπορώ με τίποτα να διώξω την αίσθηση του ανικανοποίητου και την ανάγκη για περισσότερα, που άφησε το τέλος του set. Ας ελπίσουμε λοιπόν σε κάποια επόμενη φορά...
{youtube}0L_9Fj4BDgw{/youtube}