Ένα από τα (κατά κύριο λόγο) καλά της κυριαρχίας της νοσταλγίας στην τρέχουσα περίοδο, είναι η εμφάνιση εκδηλώσεων που θα φάνταζαν μεν ως μακρινό όνειρο πριν 10 ή 15 χρόνια, αλλά πλέον προκαλούν απλά μια ήπια (όσον αφορά την έκπληξη) αντίδραση. Έτσι, μπορεί η επιλογή των Mayhem να παίξουν ολόκληρο το De Mysteriis Dom Sathanas (1994) να προκάλεσε χαμόγελα (κυρίως) και περιφρονητικές ή οργισμένες φωνές –σε πολύ μικρότερο ποσοστό– λίγοι όμως ήταν αυτοί που εξεπλάγησαν. Όποια και αν είναι η ποικιλία των λόγων που οδήγησε το συγκρότημα στο να πάρει μια τέτοια απόφαση, η ευκαιρία να βιώσω ζωντανά τον καλύτερο μαυρομεταλλικό δίσκο όλων των εποχών, είναι κάτι για το οποίο νιώθω αρκετά ευγνώμων.
Οι βετεράνοι Ravencult βγήκαν στην προγραμματισμένη ώρα, μπροστά σε ένα κοινό που είχε ήδη γεμίσει σε μεγάλο βαθμό το Fuzz· και, δίχως προλόγους και φανφάρες, διοχέτευσαν το ιδιαίτερα συναυλιακό black/thrash/punk τους. Με ένα στατικό συμμετρικό στήσιμο επί σκηνής (κιθαρίστας και μπασίστας καρφωμένοι εκατέρωθεν του τραγουδιστή καθ'όλη τη διάρκεια της εμφάνισης, δίνοντας μια ιδιαίτερα ταιριαστή για τη βραδιά εντύπωση κηροπηγίου), η μπάντα αφιερώθηκε σε μια γνήσια κλωτσοπατινάδα ακραίου αλλά και γκρουβαριστού metal.
Την παράσταση έκλεψαν για μένα τα ποικίλα α-λα-Aura Noir σαρωτικά σημεία, η ψαλμωδιακή εισαγωγή του “The Sigil Of Baphomet” (όπως και η De Mysteriis κύρια φύση του) και το Hellhammer μπλουζάκι του τραγουδιστή. Το set τους κράτησε κάτι παραπάνω από 1 ώρα, και το κοινό μετά από 4-5 κομμάτια, ανταποκρίθηκε με αρκετή ζέση και διακριτικό moshing. Ο ήχος είχε θέμα στην κιθάρα (χανόταν ανά διαστήματα), αλλά η μπάντα ρέφαρε δια της έντασης, καταλήγοντας σε μια επαγγελματική εμφάνιση.
Το ισόγειο του Fuzz είχε πια γεμίσει σε ασφυκτικό βαθμό κι έτσι ο εξώστης ήταν η μοναδική λύση για οπτική επαφή με τη σκηνή, στο φόντο της οποίας είχε θρονιαστεί επιβλητικά ο καθεδρικός Nidaros του Trondheim –η εμβληματική δηλαδή φιγούρα του εξωφύλλου του De Mysteriis Dom Sathanas. Μπροστά του, έστεκαν ανησυχητικά ομοιώματα αγγέλων (αρκετά όμοιοι με τους Weeping Angels από το Doctor Who), καθώς και λάβαρα αναπόφευκτα νεκρολογικού περιεχομένου.
Το De Mysteriis Dom Sathanas είναι ένας δίσκος βαθιά σκοτεινός και αλλόκοσμος, αρκετά δηλαδή μη συναυλιακός. Γι' αυτό, παρόλο που σε προηγούμενες εμφανίσεις των Mayhem είχα ακούσει κομμάτια από εκείνον, κράταγα επιφυλάξεις σχετικά με το πόσο λειτουργική μπορεί να είναι μια ζωντανή απόδοσή του. Αλλά το ambient intro που ακολούθησε το λούσιμο της σκηνής με φωσφορικό πράσινο, με καθησύχασε. Και το ορμητικό μπάσιμο του “Funeral Fog”, με την παράθεση 4 ρασοκουκουλωμένων μορφών στη σκηνή, έδειξε πως η θεατρικότητα ήταν το κονίαμα μεταξύ αλλοπαρμένης μοναχικότητας και κοινωνικού γεγονότος –κοινώς, μια τελετουργία προ των πυλών.
Ο ήχος, μιλώντας τουλάχιστον για τον εξώστη, ήταν παράξενος, με την καλή έννοια. Οι κιθάρες με το μπάσο είχαν μια σχεδόν βελούδινη πλέξη, σαν θρόισμα βαριάς κουρτίνας, ακόμη κι εν μέσω των τυμπάνων, που βρέθηκαν λίγο πιο «μπροστά» από όσο θα έπρεπε. Ο Attila Csihar παραμένει ο πιο παράδοξος frontman του black metal, με στοιχειωτική κίνηση και φωνή που σέρνεται σαν σκιά πάνω σε τοίχους. Το “Life Eternal” δύσκολα θα μείνει ανεπηρέαστο στο μυαλό μου σε επόμενες ακροάσεις μετά από τη μεγαλειώδη απόδοσή του (τόσο φωνητικά, όσο και σωματικά) πάνω από τα κεριά του βωμού, ενώ το “Freezing Moon” –με τους προβολείς να περνάνε σε μια ωχρή λευκή απόχρωση– απέδειξε γιατί είναι τόσο δημοφιλές. Δυστυχώς στο “Funeral Fog” τον χάσαμε τον Attila (ηχητικά μιλώντας) λίγο προς το τέλος, λόγω τεχνικών προβλημάτων, όπως και σε δυο ή τρία σημεία παρακάτω, όπου η ένταση της φωνής εξαφανιζόταν απότομα.
Το “Cursed In Eternity”, με τις κολασμένες χρωματικές επικλήσεις επί των αυστηρών αγαλμάτων, ήταν μια αναπαράσταση της Πτώσης στο φλεγόμενο λάκκο. Όσο για τα “Pagan Fears” και “From The Dark Past” (στο δεύτερο είδαμε μάλιστα το εξωτερικό του καθεδρικού να δίνει τη θέση του σε μια άποψη εκ των έσω), υπήρξε θέμα ήχου στις κιθάρες, που άθελά τους δώσανε έτσι χώρο στον Hellhammer να αποδείξει πόσο καλός ντράμερ παραμένει· το “Buried By Time & Dust”, πάλι, στάθηκε ένα απαραίτητο διάλειμμα ξεσπάσματος πριν το ομώνυμο έπος. Όπου ο Attila απέδειξε για ακόμα μία φορά πόσο βαθιά κυλάει μέσα του η ουσία του δίσκου, με κατανυκτικά μοναστηριακά φωνητικά, αρκετά πιο ασαφή και κατά κάποιον τρόπο «αραιά» σε σχέση με τη στούντιο εκτέλεση. Κάτι που εδώ λειτουργούσε ακόμη καλύτερα, καθώς οι ψαλμωδίες απλώνονταν παντού –ο ορισμός της μυσταγωγίας.
Συμπερασματικά, η όλη οπτικοακουστική εμπειρία (αναπάντεχα λειτουργικό light show) ήταν ένας πολύ αξιόλογος τρόπος ζωντανής απόδοσης ενός έργου που εκ πρώτης όψεως δεν προσφέρεται για συλλογικές απολαύσεις. Ο ήχος βέβαια είχε κάποια σκαμπανεβάσματα, τα οποία θα έπρεπε να είχαν προσεχθεί περισσότερο –είναι κρίμα να χάνεται έστω και μια νότα από το λαρύγγι του Attila, όπως επίσης και το να εξαφανίζονται σε black metal συναυλία οι κιθάρες. Στους αντίποδες, όμως, η ποιότητα της υφής του ήχου ήταν σαν να σέρνεις το αυτί σου πάνω στην εσωτερική επιφάνεια φέρετρου: άκρως επιτυχημένη.
Συνυπολογίζοντας και τα ιντερλούδια που ένωναν τα κομμάτια (και τα οποία ανέβασαν τη διάρκεια της εμφάνισης σε περίπου 50 λεπτά), αυτό που είδαμε δεν ήταν ακριβώς μια metal συναυλία με την παραδοσιακή έννοια, αλλά ένα κράμα με βαρύ θεατρικό μανδύα, το οποίο έτεινε επιτυχημένα προς την τελετουργία. Ένα βίωμα των Μυστηρίων του Άρχοντα Σατανά, που συνέπεσε με τον αισθητικό και θεματικό πυρήνα του δυσθεώρητου αυτού δίσκου.
{youtube}bSDetvDcmvs{/youtube}