Υπάρχουν ορισμένα μουσικά γεγονότα τα οποία απαιτούν μία συγκεκριμένη πνευματική ετοιμότητα ή, καλύτερα, έναν ελάχιστο ψυχικό συντονισμό με την ιδιαίτερη φύση τους, ώστε να «βγάλουν νόημα».
Οι ηχητικές λιτανείες γόνιμου πειραματισμού και προσεγγίσιμα εξερευνητικού χαρακτήρα που λαμβάνουν χώρα στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου στο πλαίσιο των St Paul's Sessions, ανήκουν ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία. Μπορεί βέβαια το αισθητικό πάντρεμα μεταξύ του υποβλητικού, θρησκευτικού χώρου και των «περιθωριακών» καλλιτεχνών που συμμετέχουν στα sessions να μοιάζει ιδανικό και να δημιουργεί έτσι, a priori, μία (προ)διάθεση βυθίσματος σε διάθεση ιεροτελεστίας και εσωτερικού διαλογισμού, μα ο αληθινός αντίκτυπος της δράσης μετράται σε πραγματικό, αν όχι μεταγενέστερο, χρόνο. Το live του κιθαριστικού πρωτοπόρου της εποχής μας, Christian Fennesz, ήρθε για να πυροδοτήσει τέτοιες ακριβώς ανησυχίες.
Λίγο πριν τις εννιά, και ενώ ο κόσμος απολάμβανε τη βαθιά Άνοιξη της βραδινής Αθήνας στον μυρωδάτο κήπο της εκκλησίας, οι περαστικοί τουρίστες κοίταζαν με απορημένο βλέμμα το πλήθος και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί των σταματημένων οδηγών (στο πάντα συμφορημένο γωνιακό φανάρι) μπερδεύονταν διασκεδαστικά, ήρθε η ώρα να εισέλθουμε στο εσωτερικό του ναού, που γρήγορα γέμισε με κόσμο σε ένα ακόμη εμφατικό sold-out των St Paul's Sessions. Αποδεικνύοντας πως όντως υπάρχει ικανό αριθμητικά κοινό για να στηρίξει τέτοιες ανανεωτικές προσπάθειες στο συναυλιακό τοπίο της πρωτεύουσας.
Ένα τέταρτο κατόπιν μετά τις εννιά, με τον κόσμο πια σφηνωμένο στα ξύλινα καθίσματα να συζητάει χαμηλόφωνα και να ξεφυλλίζει μηχανικά το πράσινο, αγγλικανικό υμνολόγιο, τα κεντρικά, έντονα φώτα έσβησαν, δίνοντας τη θέση τους σε προβολείς στο φάσμα του πρασινομπλέ. Ο πρωταγωνιστής της βραδιάς μπήκε παράλληλα από την πλαϊνή πόρτα, σταματώντας στο πιο ιερό σημείο του Αγίου Παύλου. Από εκείνη τη θέση, άρχισε να πλάθει υπομονετικά και ακανόνιστα παράλληλους αρχικά, συγκρουόμενους σταδιακά ηχητικούς κόσμους, σε ένα πολύ έξυπνα επιλεγμένο set, το οποίο αφενός αξιοποίησε τη σταυροειδή γεωμετρία του χώρου και αφετέρου εναρμονίστηκε με την ιδιαιτερότητά του.
Στα πρώτα 20 λεπτά, ο Fennesz μαγείρευε ποικίλες κιθαριστικές λούπες, τις οποίες έριχνε –άλλοτε προσεχτικά και άλλοτε παρορμητικά, μα πάντα με την αίσθηση πως είναι μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου– μέσα σε ένα κάδρο από μεταλλικούς, παγωμένους βόμβους, που δεν βασίζονταν σε κάποια μάντρα, αλλά συνεχώς ελίσσονταν προς απροσδιόριστες, φαινομενικά τυχαίες κατευθύνσεις. Το πρώτο ξεδιάλεγμα ενός μοτίβου έγινε αντιληπτό όταν η γη άρχισε να σείεται, οι σκιές να τρεμοπαίζουν στους τοίχους και τα βιτρό να λαμποκοπούν με τον πολύχρωμο φωτισμό, λόγω ενός απειλητικού sample πνιγηρών κραυγών και διαχυτικών μπάσων· προερχόμενο, θαρρείς, από τα μυθικά μπουντρούμια γοτθικών ναών.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα οι μελωδικές εκλάμψεις άρχισαν να γίνονται όλο και συχνότερες –ως σχισμές φωτός ανάμεσα στο χάος– όλο και πιο συμμετρικά τοποθετημένες στον χωροχρόνο, έτσι ώστε το set να βιώνεται ως μία πάλη ανάμεσα σε αυτές τις δύο, αντιφατικές καταστάσεις έκθεσης στον ήχο. Τη στιγμή όμως που μία υπόνοια αρμονίας άρχισε να παγιώνεται καταπραϋντικά, ο οξυδερκής Βιεννέζος την άρπαζε μέσω ηλεκτρισμένων κιθαριστικών εκκενώσεων που, σε σημεία, ανάγκαζαν τους χαμένους στα ιδιωτικά τους εγκεφαλικά δωμάτια θεατές, να πετάγονται από τη θέση τους.
Μετά από τρία τέταρτα προχωρημένων εξερευνήσεων, που καταναλώθηκαν απνευστί, ο Fennesz προσγειώθηκε –μάλλον απότομα– στην απόλυτη σιωπή, η οποία ξάφνιασε το κοινό και το ανάγκασε να περιμένει το χαμόγελο του επιδραστικού μουσικού πριν χειροκροτήσει σύσσωμο. Για το τελευταίο τέταρτο της εμφάνισης, μάλιστα, ανέβηκε στη σκηνή και ο Γιάννης Αναστασάκης, του οποίου οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις μοιράζονται αρκετά κοινά στοιχεία με αυτές του Βιεννέζου. Η παρουσία του προσέδωσε επιπλέον διαστάσεις αντίληψης των ανεκμετάλλευτων ηχητικών χώρων και έδωσε τη δυνατότητα στον Fennesz να τους περπατήσει, σε μία όμως πινελιά που θεωρώ δεν προσέθεσε πραγματικά κάτι στη συνολική εμπειρία του set.
Με την ολοκλήρωση της μουσικής δράσης, έγινε ακόμη πιο επιτακτική στο μυαλό μου η αρχική συζήτηση περί πνευματικής ετοιμότητας. Ήταν εύκολο να παρατηρήσει κανείς τις αντιδράσεις του κόσμου, αλλά δύσκολο να «μετρήσει» κατά κάποιον τρόπο την αξία μίας τέτοιας, πιο εσωτερικά βιωμένης συναυλίας. Υποθέτω –και τελικά συμπεραίνω– πως live σαν αυτά του Fennesz, μπορεί στον έναν διπλανό μου να δημιουργούν σκέψεις τύπου αν ξέχασα ανοιχτό το θερμοσίφωνο ή γιατί εγώ δεν νιώθω τίποτα ενώ θα «έπρεπε», ενώ στον άλλον διπλανό να του αλλάζουν τη ζωή, κάνοντάς τον να αναλογίζεται όλες τις στιγμές εκείνες που πήρε λάθος αποφάσεις και τι θα κάνει από εδώ και πέρα για να τα φτιάξει όλα, έστω και στιγμιαία.
Είναι όλα θέμα θέασης και συγχρονισμού. Και είναι τέτοια η δύναμη της τέχνης που δημιουργούν μουσικές ιδιοφυΐες σαν τον Fennesz, ώστε μπορούν να τρυπήσουν στο υποσυνείδητο, φέρνοντας στην επιφάνεια μερικές από τις πιο ουσιώδεις μας σκέψεις.
{youtube}x44uJCl1SwE{/youtube}