3η μέρα για το φετινό Borderline Festival και επιστροφή στη μικρή σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, μετά την εξόρμηση της προηγουμένης στις παλιές εγκαταστάσεις του Παπαστράτου στον Πειραιά.

Πριν όμως τις βραδινές συναυλίες, το πρόγραμμα είχε μία «ιδιαίτερη» απογευματινή performance. Ο Davide Tidoni μας πήρε από το φουαγιέ της Στέγης –όπου είχε δοθεί το ραντεβού– και μας πήγε σε ένα εγκαταλελειμμένο μηχανουργείο πίσω από το κτίριο της Εθνικής Ασφαλιστικής, όπου, όπως φάνηκε, είχε ραντεβού με την παιδική του ηλικία.

Αρχικά έστησε ένα μικρό ξύλινο ηχείο με δύο καλώδια κολλημένα στο μπροστά του μέρος, τα οποία μετέδιδαν έναν χαμηλής έντασης λευκό θόρυβο. Ο ίδιος, με μια σφεντόνα στο χέρι, κάθισε απέναντι (στα 5 μέτρα), με σκοπό να πετύχει τα patch με τα οποία είχε κολλήσει τα καλώδια, ώστε να σταματήσει ο ήχος. Με την πρώτη βολή, το ένα τέθηκε εκτός μάχης, ενώ το δεύτερο (φάνηκε ότι) τον ταλαιπώρησε λιγάκι παραπάνω. Εντωμεταξύ, οι άστοχες βολές πότε έβρισκαν το ξύλο του ηχείου, πότε τα χαλίκια εκσφενδονίζονταν στις λαμαρίνες του μηχανουργείου, αφήνοντας τον γδούπο τους να αντηχεί στον άδειο χώρο. Τέλος, πέτυχε και το δεύτερο και μεταφερθήκαμε κατόπιν σε έναν στενό, χαμηλό και σκοτεινό χώρο, ο οποίος μάλλον θα χρησίμευε κάποτε ως αποθήκη.

Εκεί, ήταν το πιο ενδιαφέρον σημείο. Ο Tidoni έστησε έναν μικρό ενισχυτή να κοιτάζει προς τα εμάς, συνέδεσε ένα μικρόφωνο το οποίο πήρε μαζί του στο βάθος της αίθουσας, το άφησε στο έδαφος και άναψε μια μεγάλη λαμπάδα. Ο ήχος που ακούγαμε ήταν από το λιωμένο κερί που έσταζε πάνω στο ανοιχτό μικρόφωνο, αλλά και από την ίδια τη φλόγα, όταν ο Tidoni έβαζε την λαμπάδα μπροστά ή πάνω στο μικρόφωνο. Στο τέλος, παρέδωσε το ανοιχτό μικρόφωνο στη φωτιά κι εμείς ακούγαμε τα κυκλώματα ενώ έλιωναν στην υψηλή θερμοκρασία, βγάζοντας έναν αρκετά απόκοσμο ήχο, όπου οι μικροφωνισμοί πάλευαν με τον ήχο της φωτιάς. Μια έξυπνη ιδέα, πραγματικά.

Κλείνοντας τον ενισχυτή, όταν η φωτιά είχε πλέον καταπιεί το μικρόφωνο, ο Tidoni μας είπε πως την πρώτη ηχητική άσκηση την είχε ονομάσει “My Target Is Your Eyes”, τη δεύτερη “The City Is On Fire” και την τρίτη (που θα ακολουθούσε) “How Far Can I Get?”. Μετά από το φλεγόμενο μικρόφωνο, ο τίτλος της τελευταίας έθετε μια πολύ καλή ερώτηση. Πάντως το τρίτο μέρος ήταν λιγότερο εντυπωσιακό, με τον Tidoni αρχικά να αδειάζει εκστασιασμένος έναν πυροσβεστήρα, κι ύστερα να φωνάζει μέσα σε έναν χώρο αρκετά μεγάλο, ώστε να έχει δυνατή ηχώ. Έπειτα χρησιμοποίησε το μακρύ καλώδιο ενός άλλου μικροφώνου σαν λάσο, δίνοντάς μας, μετά τον ήχο της φωτιάς, κι εκείνον του ανέμου.

97bBordrl172_5.jpg

Λίγες ώρες αργότερα, στον 5ο όροφο της Στέγης, το πρόγραμμα είχε 3 συναυλίες. Πρώτο act, λίγο μετά τις 9 –σ' ένα μισοάδειο αμφιθέατρο– το ντούο των International Nothing από το Βερολίνο, δηλαδή οι Kai Fagaschinski και Michael Thieke. Δύο κλαρινετίστες μπροστά από τα αναλόγιά τους, χωρίς καν κάποιο πεταλάκι τριγύρω τους· μάλλον οι μόνοι χωρίς …ηλεκτρονική υποβοήθηση, σ’ ένα φεστιβάλ που εστιάζει κατά βάση στον ηλεκτρονικό πειραματισμό.

Αν πάντως έκλεινες τα μάτια και απλώς άκουγες, χωρίς να βλέπεις ποιος και τι παράγει τους ήχους, δύσκολα θα πίστευες ότι οι τελευταίοι βγαίνουν μόνο από δύο κλαρινέτα. Οι International Nothing έπαιζαν συνήθως σε πολύ χαμηλές εντάσεις, με μεγάλες σε διάρκεια νότες. Και ένα χαρακτηριστικό τους ήταν οι συνηχήσεις τους, πολλές φορές προφέροντας την ίδια νότα με διαφορά μίας ή δύο οκτάβων, έτσι ώστε η μία να φαίνεται σαν η ουρά της άλλης (το ποια νότα ήταν το σώμα και ποια η ουρά άλλαζε διαρκώς, πολλές φορές από φράση σε φράση). Το σημαντικό ήταν το ambience που παραγόταν από τέτοια ισοκρατήματα, καθώς και οι λεπτομερείς κυματισμοί στα φυσήματα των δύο· κάτι που έδινε γενικώς την αίσθηση ότι όλο και κάποιο ποτενσιόμετρο κάποιας κονσόλας θα παρεμβάλλεται. Κι όμως, ήταν μόνο οι δυο τους, οι ανάσες τους, τα κλαρινέτα τους και δύο μικρόφωνα που απλώς ενίσχυαν τον ήχο. Τίποτα παραπάνω.

97bBordrl172_6.jpg

Ο ήχος βέβαια των πνευστών διαθέτει μια πολύ συγκεκριμένη υλικότητα, δηλαδή προσδιορίζεται άμεσα από το υλικό της κατασκευής τους: άλλη η υφή ενός ξύλινου κλαρινέτου, άλλη εκείνη μιας χάλκινης τρομπέτας. Το εκπληκτικό ήταν ότι μέσα σε όλα οι Fagaschinski & Thieke κατάφεραν να αμφισβητήσουν και αυτήν ακόμα τη βασικότερη από τις αλήθειες, καθώς πολλές από τις ψηλές τους νότες έμοιαζαν να δανείζονται την υφή του χαλκού. Γενικώς, ήταν πολύ ευφάνταστη η προσέγγιση των International Nothing, τόσο στον τρόπο με τον οποίον χρησιμοποιούσαν τα κλαρινέτα τους, όσο και στο πώς εξελισσόταν η μεταξύ τους συνέργεια.

97bBordrl172_7.jpg

Στη συνέχεια, τα πράγματα άλλαξαν αρκετά. Ο κόσμος είχε κάπως πληθύνει (και θα γινόταν περισσότερος στο τελευταίο set), ενώ τώρα η δράση είχε μεταφερθεί από τη σκηνή στη μέση του αμφιθεάτρου, όπου ήταν στημένα τα μηχανήματα του Ελβετού Kiko C. Esseiva. Εδώ η κύρια πηγή ήχου ήταν οι μαγνητοταινίες, καθώς και άλλα εξαρτήματα, όπως για παράδειγμα κάτι που έμοιαζε με χάρτινο ανεμιστήρα χειρός, το οποίο όσο γυρνούσε προσέθετε μια σταθερή ριπή από χαμηλές συχνότητες.

97bBordrl172_8.jpg

Βασικό, όμως, ήταν οι μαγνητοταινίες και η διττή ηχητική τους σημασία: αφενός, δηλαδή, εκείνο που είχε ηχογραφηθεί σε αυτές (οργανικές επιτελέσεις, αλλά όχι μόνο), αφετέρου ο τρόπος της αναπαραγωγής του (λ.χ. το πόσο γρήγορα ή αργά έτρεχαν οι ταινίες στα τρία –αν δεν απατώμαι– μπομπινόφωνα που είχε μπροστά του ο Esseiva). Ένα εξαιρετικό σημείο στο set σημειώθηκε κάπου στη μέση, όταν η αργή ροή της ταινίας έδωσε έναν κάπως παχύρρευστο ήχο, στον οποίον βυθιζόμασταν και από τον οποίον αναδυόμασταν, αναλόγως με το πώς χειριζόταν τις μαγνητοταινίες ο Esseiva και πόση βαρύτητα έδινε στον ήχο τους.

Γενικώς, όλοι οι ήχοι είχαν ένα συγκεκριμένο υλικό αποτύπωμα και ο Ελβετός τους χρησιμοποίησε με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν να μετασχηματιστούν σε εικόνες στο μυαλό μας· εικόνες θολές, βέβαια, και υπό συνεχή διαμόρφωση. Διότι οι ήχοι δεν ήταν ποτέ στατικοί: άλλαζαν διαρκώς διάταξη, υφή και πυκνότητα, δίνοντας έτσι στο set του Esseiva μια εξαιρετική ροή. Δικαίως, λοιπόν, κέρδισε το χειροκρότημα, όταν και η τελευταία μαγνητοταινία (νομίζω περιείχε ένα sample από κοντραμπάσο) σταμάτησε να γυρνάει.

97bBordrl172_9.jpg

Λίγα λεπτά μετά τις 11, είχε έρθει ώρα για τον Jan Jelinek, ο οποίος (ευλόγως) προσέλκυσε το περισσότερο ακροατήριο, όντας γνωστός στους κύκλους του microhouse και της πειραματικής electronica εδώ και 2 δεκαετίες (π.χ. με το πρότζεκτ Farben, αλλά όχι μόνο). Μαζί του ο Masayoshi Fujita στο βιμπράφωνο. Ωραία και η ιδέα της οπτικής απεικόνισης, καθώς στη ράχη της σκηνής προβαλλόταν το αντεστραμμένο είδωλο όσων συνέβαιναν σε αυτήν.

Η μουσική, ωστόσο, δεν με εντυπωσίασε, αν και προφανώς είχε τις στιγμές της. Υπήρχαν δηλαδή αρκετά σημεία στα οποία ο γλυκός ήχος του βιμπράφωνου ερχόταν σε όμορφη αντίστιξη με τις φροντισμένες χαμηλές συχνότητες του Jelinek, καθώς και άλλα, όπου η electronica του τελευταίου μπορούσε να δονήσει τα πράγματα και να φέρει στον νου κάποιες από τις πιο προοδευτικές της στιγμές στην προηγούμενη δεκαετία. Νομίζω όμως πως η δυναμική του set εξαντλήθηκε πριν το τέλος του και ότι η διάδραση των δύο δεν ήταν τέτοια ώστε να μπορέσει να την αναζωογονήσει. Αφήστε που από ένα σημείο και έπειτα, τα παιχνίδια του Fujita στο βιμπράφωνο (χτυπώντας π.χ. τις πλάκες του με διαφορετικών ειδών μπακέτες ή τοποθετώντας πάνω τους ένα μεγάλο κομμάτι αλουμινόχαρτο) σταμάτησαν να προκαλούν εντύπωση.

{youtube}gHHNXnpJw4s{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured