Όλως περιέργως, η θριαμβευτική εμφάνιση των Vektor αποτέλεσε σημείο αναφοράς για θέματα ευρύτερα, τα οποία υπερβαίνουν διακριτά τις έννοιες του τεχνοκρατικού thrash metal. Δεδομένης μιας εμφανούς μετάλλαξης της σκηνής μέσω της νέας διαδικτυακής της δομής, φαντάζει δύσκολο για οποιονδήποτε δίσκο της κατηγορίας να αγγίξει τα επίπεδα του κλασικού, ελέω ελλιπούς μυθοπλασίας σε διαδραστικό επίπεδο. Είναι αλήθεια πως η υπερπληροφόρηση βομβαρδίζει ένα άγουρο κοινό, το οποίο αρέσκεται περισσότερο σε selfies στο Facebook, αντί να εστιάσει την προσοχή σε νέους, υποσχόμενους δίσκους. Είναι και η έννοια του χρόνου, άλλωστε, η οποία κυλάει πλέον πιο αργά, καταργώντας οποιαδήποτε τυχόν απόπειρα αρχειακής ανάληψής του.
Δυστυχώς, ελέω του προγράμματος της ημέρας, δεν πρόλαβα την εμφάνιση των Rapture, για τους οποίους ακούστηκαν τα καλύτερα από προσφιλείς συντοπίτες που τους απήλαυσαν στη σκηνή του An. Οι εντυπώσεις μου ξεκινούν λοιπόν από την παρουσία των Sacral Rage, το πιο ταιριαστό εγχώριο support, δεδομένης της διακεκριμένης τεχνοθρασάδικης παιδείας των Αμερικανών Vektor. Βέβαια, όπως και οι ίδιοι οι Vektor δεν ανήκουν στο τεχνοθράς, ούτε και οι Sacral Rage φέρουν δεσμούς αποκλειστικότητας στις δομές τους: οι χεβυμεταλλικές αναδρομές, μαζί με τους κάλλιστα υψίφωνους χρωματισμούς τους, φανερώνουν αντιθέτως μια τεξανή παιδεία, κοντά στις αρετές των Helstar.
Οι Sacral Rage φάνηκαν έτσι άρτια δουλεμένοι, με παθιασμένη παρουσία και με άκρατη θεατρικότητα, δεδομένου πως ο Δημήτρης Καρτάλογλου ανέβηκε με ...ζουρλομανδύα επί σκηνής· αλλά και με ήχο μακράν καλύτερο των headliners της βραδιάς –άξιον απορίας πώς συνέβη κάτι τέτοιο. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι θα προτιμούσα να είχαν λίγο καλύτερα riffs σε κάποια κομμάτια, πάντως μια διαρκώς αναβαθμισμένη παρουσία φανερώνει πως η πορεία τους ως μπάντα είναι μόνο ανοδική τα τελευταία έτη. Στα παραπάνω προσθέστε και την εξαιρετική αναλαμπή του "Phantasmagoria" των Annihilator στις εκτελέσεις και θα αντιληφθείτε ότι μας χάρισαν μια αναδρομή με κάθε πιθανό παρελκόμενο.
Από την άλλη, το πρώτο μέρος της εμφάνισης των Vektor κρίνεται ως μη γενόμενο: το άσβεστο επί σκηνής πάθος τους δεν στάθηκε αρκετό να επικαλύψει το συνονθύλευμα ήχων που ακροβατούσε μεταξύ παρατημένου σκουπιδιάρικου και οσμητικής χαβούζας. Είναι που είναι το ύφος τους απαιτητικό, αντιλαμβάνεστε ότι, όταν ο συναυλιακός ήχος είναι κακός, η συνάντηση των τεχνικών τμημάτων τους αντιστοιχεί σε μια μάζα ακατανόητων ήχων. Χρειάστηκε έτσι πάνω από μισή ώρα (κι ένας εμφανής εκνευρισμός στις μπροστινές σειρές), μέχρι να επανέλθουν τα πράγματα στο φυσιολογικό τους. Για καλή μας τύχη, η συνέχεια υπήρξε ανάλογη της φήμης που χτίζουν μεθοδικά στο ευρύτερο «γαλαξιακό» στερέωμα.
Όπως ενδεχομένως να υποθέτετε, η ατμόσφαιρα διαστελλόταν με λίαν κλιμακωτό τρόπο. Οι κιθάρες έγιναν έτσι λίγο πιο ευδιάκριτες, τα riffs διαχωρίστηκαν μεταξύ τους και η απαιτητικότητα του φετινού Terminal Redux ανέπνευσε για τα πνιγηρά δεδομένα του An. O εξαερισμός του πάντως λειτούργησε άριστα, παρά την κοσμοσυρροή που παρατηρήθηκε κατά μήκος και πλάτος του χώρου, φαινόμενο σπάνιο για καθημερινή, όπως και για τα δεδομένα των περισσότερων underground ονομάτων της εποχής μας. Ενδεχομένως να αποτελεί βέβαια κι ένα ακόμη κριτήριο για τις αρετές των Vektor καθαυτές, μιας και ο μεστός ήχος που επετεύχθη στις δομές του Terminal Redux αναδύει μια φρεσκάδα σπάνια στον thrash metal χώρο.
Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια γενικότερη στροφή στη διαγαλαξιακή cosmic ψυχεδέλεια, από όπου κι αν τυχόν προέρχεται. Κι αυτό διότι οι περισσότερες μπάντες που θεωρούνται συγγενείς δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με το thrash, παρά κινούνται στον αντίστοιχο black metal χώρο. Το sci-fi στοιχείο αποτελεί έτσι δομικό συστατικό, το οποίο έχει φέρει νέα πνοή σε μια ολόκληρη σκηνή, με τη διαφορά ότι οι Vektor αποτελούν σπάνια εξέλιξη, διότι ελάχιστοι μετουσίωσαν την ταυτότητά τους με τόσο μεστό τρόπο. Ξέφυγαν δηλαδή από την παγίδα της επανάληψης που διαφαινόταν στο Outer Isolation (2011), δίχως να χάνουν συστατικά κυρίαρχα για την ίδια την ταυτότητά τους. Και φυσικά, κυκλοφόρησαν ξανά έναν άριστο (και μακροσκελή) σε διάρκεια δίσκο, επιβεβαιώνοντας τη σοβαρότητά τους με ένα άθικτο σερί κυκλοφοριών.
Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, είναι αρκετά για να εξηγήσουν τι πυροδότησε μια μαζική αποδοχή, αλλά και τη διάχυτη ενέργεια από πλευράς του ίδιου του κοινού. Το "Recharging Τhe Void", ως επικεφαλίδα ενός δίσκου που θα μνημονεύεται για καιρό, απλώς έθεσε τις βάσεις για μια υπόγεια, ηλεκτρισμένη αυλαία. Διότι το φονικό κουαρτέτο των "Hunger For Violence", "Black Future", "Tetrastructural Minds" και "Asteroid" έκανε πολλούς στη συνέχεια να «ξεφύγουν» σε δεόντως εκδηλωτικές αντιδράσεις. Έβλεπες δηλαδή τους πιο old-school οπαδούς, ταγμένους σε καταβολές, να επιδίδονται σε crowdsurfing ανά διαστήματα, τη στιγμή που οι Vektor άφηναν τις τελευταίες ρανίδες ενέργειας σε μία απόδοση σχεδόν ηφαιστειακή.
Παρόλα αυτά, δεν τονίσαμε το προφανές: ότι οι Αμερικανοί άγγιξαν τις 2 ώρες διάρκειας, διότι αλλιώς δεν εξηγείται πώς ο δείκτης του ρολογιού πλησίασε τα μεσάνυχτα. Ενδεχομένως ο David DiSanto να μοιάζει με ταξιτζή από τη Σύρο, την στιγμή που ο Frank Chin φέρνει κάτι σε σουβλατζή από τα Κάτω Πετράλωνα. Όταν ανεβαίνουν όμως στη σκηνή, φαντάζουν πραγματικοί στρατιώτες στον ρόλο τους, τιμώντας όσους αγόρασαν τον δίσκο, αλλά και πλήρωσαν εισιτήριο για να τους παρακολουθήσουν. Σκεπτομένος πως έτερες μπάντες της ηλικίας τους παρουσιάζουν μονόωρες setlists με υλικό λιγότερο απαιτητικό, θεωρώ πως κάπου εκεί φαίνεται και η διαφορά σε Θέληση. Μεταξύ κάποιου περιστασιακού, κάποιου που δεν απολαμβάνει διακαώς την ασχολία του, αλλά και κάποιου που δίνει σώμα, νου και πνοή σε ό,τι ακριβώς λατρεύει.
{youtube}PirstXVed5w{/youtube}