Τα τεκταινόμενα του Roadburn της Ολλανδίας αποτελούν στιγμιότυπα γνώριμα σε περιγραφή, μιας και –εδώ και αρκετά έτη, πια– είναι ένα από τα κορυφαία indoors festivals που τυγχάνει να διοργανώνονται στην ευρωπαϊκή σφαίρα. Με τους όποιους καθιερωμένους προλόγους να μοιάζουν λοιπόν περιττοί, δεν θα ήταν υπερβολή αν δηλώναμε πως η διπλή, εορταστική setlist των Neurosis, σε συνδυασμό με την απόδοση του επιδραστικού Gothic των Paradise Lost στην ολότητά του, ανέδειξαν τη φετινή του εκδοχή ως λίαν επιβεβλημένη στις εντυπώσεις καθόλα «ταγμένων» εκδρομέων.
Η 1η ημέρα, ωστόσο, άνηκε εν τέλει στους Cult Οf Luna, στους οποίους θα επιστρέψουμε σε νεφελώδη αναδρομή, μιας και τα όποια διλήμματα με τους παρελκόμενους εφιάλτες προαπαιτούν μια επιμελή, διαδραστική ανασκόπηση. Ενίοτε, μάλιστα, φέρουν και διπλή σημασία σε απολογισμό, αφού μια εσωτερική μάχη διαφαινόταν καθόλη τη διάρκεια της απόδοσης του Somewhere Along The Highway (2006), τόσο στα μέλη της μπάντας, όσο και στις εκφράσεις του κοινού καθαυτού. Η περιγραφή μας θα ξεκινήσει λοιπόν τελείως αντίστροφα: με την απογοητευτική παρουσία των The Skull κι ενός γερασμένου Eric Wagner, ο οποίος δεν φαίνεται να χτυπά πλέον τις ψηλές νότες ούτε με ρωσικό μπαζούκα... Καθόλα φιλότιμοι ασφαλώς από άποψη προσπάθειας, όσο και ατόφιου κεφιού επί σκηνής, αλλά ουδείς ανέμενε πως ο χρόνος θα είχε αμαυρώσει τόσο ραγδαία τις επιδόσεις του Wagner.
Νιώσαμε έτσι ευγνώμονες που χάσαμε το ξεκίνημα της setlist των The Skull, μιας και (όπως πληροφορηθήκαμε) τα αγαπημένα "R.I.P." και "Come Touch The Sky" παίχτηκαν στο έναυσμά της: δεν θα θέλαμε να τα θυμόμαστε με τέτοιες επιδόσεις εκ μέρους του Wagner. Τα συζητήσαμε άλλωστε και κατά την εμφάνιση των Ιταλών doomsters Epitaph, οι οποίοι εντυπώθηκαν εξίσου ισχνοί, παρόλη την εστιασμένη, εργολαβική τους συνέπεια. Οι λαδωμένες φανέλες-σημαίες της μινέρβα δεν έμελλε να βοηθήσουν στην υπέρβαση μιας pub gig παρουσίας, μιας και οι περισσότερες μπάντες της σκηνής του Extase καταρρίφθηκαν από τον βαλτώδη ήχο, αλλά και την ασφυκτικά άβολη διαρρύθμισή της.
Παράλληλα με τους Epitaph, oι ψυχεδελικοί forest folk οδοιπόροι Hexvessel απέδωσαν στην εντέλεια το υλικό τους, σύμφωνα πάντα με την αγάπη που διατηρούν προς τη Φύση, αλλά και τη σκιερή εσάνς που αναπτύσσει το φετινό άλμπουμ When We Are Death. Εστιασμένοι σε αναζητήσεις μέσω πνευματικότητας, αλλά και ενδόμυχων φόβων, δεν χρειάστηκε πολύ έως ότου να μας πλημμυρίσει η υπόγεια θλίψη τους, χάρη στην εμπειρία του Mat "Kvohst" McNerney (Beastmilk, Grave Pleasures, Dødheimsgard) και των εξαίρετων μουσικών που τον πλαισίωναν. Σε συνδυασμό με τη φοβερή του ερμηνεία, τις γλαφυρές απαγγελίες, τους ψαλμούς, αλλά και τη γενικότερη σύμπραξη πληθώρας επιρροών σε μια μυσταγωγική τελετή, οι ψυχεδελικοί ρυθμοί των Hexvessel δημιούργησαν μια υπνωτική ατμόσφαιρα, η οποία δεν άφησε κανέναν οπαδό ασυγκίνητο.
Σε αντιδιαστολή με την εξαιρετική εμφάνιση των Hexvessel, οι Oranssi Pazuzu σημείωσαν ελαφρά απογοήτευση, ελέω του αποσυμπιεσμένου ήχου, ο οποίος περιόριζε σε ευδιάκριτα στεγανά τις δυναμικές της ψυχεδελικής τους έκφανσης. Όντας η 3η φορά που τους παρακολουθούσα ζωντανά, δεν έτρεφα ουδεμία αμφιβολία περί της άφθαστης ικανότητάς τους στη ζωντανή αναπαράσταση του υλικού τους. Όπως όμως τα απρόοπτα είναι πολλάκις ανθρώπινα, οι συνθήκες δεν φαντάζουν πάντα ιδανικές –με τρόπο που μια απλά καλή εμφάνιση των Oranssi Pazuzu δεν άγγιξε για πρώτη φορά τον γνώριμο, δυσθεώρητο πήχη του παρελθόντος.
Το Jane Doe (2001) των Converge δεν είχε αποδοθεί ποτέ ξανά στην ολότητά του, μήτε θα άρμοζε και κάτι τέτοιο, δεδομένου των πρωτόγνωρων συναισθημάτων που δύναται να αφυπνίσει. Για την ακρίβεια, δεν θυμάμαι από πότε είχα να δω φρενήρεις αντιδράσεις στο Roadburn, καθότι η πλειονότητα των εκδρομέων τείνει να βυθίζεται ή να χαλαρώνει σταδιακά, αντί να διαμορφώνει τάσεις αποκόλλησης του λάρυγγα των διπλανών: «Those nights we had and the trust we lost, the sleep that fled me and the heart I lost», τραγούδαγε o Jacob Bannon σε μομέντουμ συναισθηματικής υπέρβασης, έστω και αν η ηλικία τον εμπόδιζε βαθμιαία, αλλά και «It all reminds me, just how callous and heartless the true cowards are, and I write this for the loveless and for the risks we take», ενόσω οι φωνητικές του χορδές δοκιμάζονταν, όπως και τα πορφυρά χρώματα στις καλλιτεχνίες του. Και «I'll take my love to the grave, as tired and worn it is, I'll take my love to the grave», επαναλάμβανε ξανά, διότι ο ίδιος δεν το είχε αποδεχθεί, παρά τη διάχυτη αίσθηση καταδίκης. Επέλεγε μόνον, τσακισμένος, να αφουγκράζεται σιωπηλά τον ερχομό της ανάληψής του.
Ο Bannon δεν είναι βέβαια ο Ιησούς, αλλά ακόμα και ο Χριστός ο ίδιος να έπαιζε στο Roadburn, δεν θα είχα ιδιαίτερο δίλημμα για το τι να παρακολουθήσω. Η αλήθεια είναι πως ούτε θυμάμαι πόσες φορές έχω δει ζωντανά τους Paradise Lost (insert πικρόχολα σχόλια αναγνωστών εδώ), καθότι αποτελούν μία από τις πιο αγαπημένες μου μπάντες στα χρονικά των προτιμήσεων. Βέβαια, όσο κι αν οι πρόσφατες εμφανίσεις τους απογοήτευαν γοερά τους μονίμως απαιτητικούς, τα δεδομένα δεν αναιρούν ότι τα μέλη βρίσκονται στην καλύτερη συναυλιακή φάση της καριέρας τους. Όσο περίεργο και αν αντηχεί αυτό, δεδομένου του πρόσφατου δισκογραφικού τους έργου.
Σύμφωνοι, ο Nick Holmes ουδέποτε ήταν σταθερός στα live, ούτε και τώρα δύναται να υπερβεί τον πήχη των δυνατοτήτων του. Του είναι όμως απεριόριστα πιο εύκολο να αποδώσει τα φωνητικά του Gothic (1991), εν αντιθέσει με τα ενδιάμεσα γρεζαριστικά της mid1990s περιόδου τους. Aν μάλιστα συνυπολογίσουμε το άφθαρτο κέφι του επί σκηνής –ο Holmes κεφάτος, να το θυμάστε αυτό– τον άπταιστα στοχευμένο early1990s ήχο, όπως και την υπόλοιπη, φονική τους setlist (με τα "Embers Fire", "Hallowed Land", "Pity The Sadness", μεταξύ άλλων, να εξαπολύουν ριπές μυδραλλιοβόλου), νομίζω πως δεν υπήρξε ποτέ περσόνα των Lost που να πλησιάζει τόσο κραταιά τη στουντιακή τους αίγλη.
Τους Hell, πάλι, τους παρακολούθησα για 15 με 20 λεπτά, κι αυτό από καλή τύχη, μιας και ξεπεράσαν ελαφρώς την προγραμματισμένη διάρκεια του set. Γιατί, όπως είπαμε, παράλληλα έπαιζαν οι Paradise Lost, των οποίων –στην καλύτερη– να έκαιγα δύο με τρία τραγούδια στο σύνολο. Οι Αμερικάνοι, λοιπόν (και όχι οι γνωστοί συνονόματοι του Ηνωμένου Βασιλείου), επιβεβαίωσαν τις υποψίες μου πως η ζωντανή τους περσόνα αντικρούει ως πιο «γεμάτη» αισθητικά, μιας και η αμαυρωμένη doom ταυτότητά τους ανέβλυζε μια παράξενη μα ευπρόσδεκτη θέρμη στην αύρα της. Ενδεχομένως κάτι τέτοιο να υποβοηθήθηκε και από τις έγχορδες πινελιές του set, οι οποίες σκόρπισαν ρίγη άπλετα, όπου έγινε εμφανής η παρουσία τους.
Όσο συγκλόνιζαν βέβαια καλλιτέχνες όπως οι Paradise Lost ή οι ελπιδοφόροι Hell, οι Black Mountain φάνταζαν ως τυπικοί headliners στις εντυπώσεις μας. Μέσα από τις psych-prog, αλλά και space rock αναζητήσεις τους, οι αγαπητοί συνοδοιπόροι από το Βανκούβερ του Καναδά επέστρεψαν δριμύτεροι με μια νέα δουλειά τιτλοφορούμενη IV, ύστερα από μακρά αποχή, 5 περίπου χρόνων. Η πιο «mainstream» κατεύθυνση που φαίνεται να έχουν ακολουθήσει παραδίδει στις (ομολογουμένως ισχυρές) δυνατότητες της Amber Webber λεόντια μερίδα της προσοχής, εν αντιθέσει με τον ρόλο του κιθαρίστα και τραγουδιστή τους, Stephen McBean. Στα παραπάνω να συμπεριλάβετε και την έντονη συμμετοχή των πλήκτρων, τα οποία και εφιστούσαν την προσοχή, και θα αντιληφθείτε ότι, παρά την εκτελεστική τους συνέπεια, το Black Mountain παρελθόν φάνταζε πολύ πιο αρεστό εν συγκρίσει.
Όπως προεξοφλήσαμε, λοιπόν, ουσιαστικοί headliners της 1ης ημέρας του Roadburn Festival 2016 ήταν οι Cult Of Luna, οι οποίοι επέβαλλαν κάθε αρετή της υποβλητικότητάς τους υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ίσως αυτός να παραμένει κι ένας βασικός λόγος που το set των Paradise Lost δεν άγγιξε το τέλειο κατά την απόδοση του Gothic, μιας και όλα ήταν προδιαγεγραμμένα σε βαθμό που γνώριζες τι ακριβώς ακολουθεί. Όπως έχει αναφέρει όμως κι ένας αγαπητός φίλος, οι απανταχού εορταστικές setlist τύπου «presenting a classic album in its entirety» έχουν καταλήξει τετριμμένες, έτσι ώστε μόνο μία δόση υπερβολής δύναται να επιφέρει την επιθυμητή υπέρβαση. Είτε από θέμα απόδοσης, είτε οπαδικής προσμονής, είτε μέσω ενός κύκνειου άσματος της πιο κατάφωρης καταδίκης.
Οι μελωδίες που έπονται της υπόκωφης εισαγωγής αναδύουν μια ανάλαφρη αίσθηση. Ούτε ακριβώς φαιδρή, ούτε όμως επιδερμική: τείνουν περισσότερο στη θαλπωρή που προκαλούν οι πρώτες ψιχάλες μιας φθινοπωρινής βροχής. Το κλίμα της μοιάζει οικείο στις εντυπώσεις σου, σχεδόν νοσταλγικό· σαν τον ζεστό αέρα που χτυπά το πρόσωπό σου, σημάδι πως το καλοκαίρι δεν σε έχει αφήσει ακόμα. Γνωρίζεις όμως πως το φιλόξενο αυτό συναίσθημα δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, τα πρώτα ίχνη μιας ισχυρής καταιγίδας. Σύντομα διαπιστώνεις πως δεν κάνεις λάθος: η ψυχρολουσία του πρώτου ξεσπάσματος ακολουθεί και ο χείμαρρός του σε παρασύρει.
Μαρμαρωμένος, θυμάσαι ξανά το τραγούδι, λεπτό προς λεπτό, με τον απόηχο της μελωδίας να μένει σαν μνήμη που σε μουδιάζει. Σαν να βλέπεις τις αναμνήσεις ετών να περνούν από μπροστά σου αστραπιαία, σε ένα κολλάζ κιτρινισμένων φωτογραφιών. Κάποια πρόσωπα σταματούν για λίγο και σου μιλούν σε μια γλώσσα που μοιάζει νεκρή. Τρομαγμένος, αδυνατείς να αντιδράσεις, όντας παγιδευμένος σε μια στιγμή κενή στον χρόνο. Ακούς να ανοίγει το τελικό, λυτρωτικό σημείο στις κιθάρες. Και τότε όλα γίνονται ξεκάθαρα. Είσαι εγκλωβισμένος στα σπλάχνα μιας πόλης άψυχης, όπως τα όνειρα όσων την κατοικούν. Πριν προλάβεις όμως να αναρωτηθείς, το ξέσπασμα αντηχεί ξανά στο νου σου, προειδοποιώντας: Το ταξίδι τελειώνει; Θυμήσου τους τελευταίους στίχους: «Further down the steps get steeper. You haunt me in my dreams. I let go and fall deeper. This will be the end of me».
Σημείωση: ο Θεμιστοκλής Ζιάγκος έγραψε τα κείμενα για τους Hexvessel και τους Black Mountain
{youtube}2CzVcu4LSxY{/youtube}