Η δεύτερη μέρα ανταπόκρισης του πρώτου ETOR Dark Ambient Festival κυμαίνεται σε πολυεπίπεδα θέματα, μιας και όποιος υπέθεσε πως οι απεργιακές κινητοποιήσεις θα αποθάρρυναν προσωρινά το κοινό, δεν αναλογίστηκε πως η κατάσταση της προσέλευσης θα χειροτέρευε ευδιάκριτα με την πάροδο των set. Η αλήθεια, βλέπετε, είναι πως ο μέσος «εκλεπτυσμένος» Έλληνας προτίμησε να ξοδέψει τη νύχτα του σε κάποιο σεσημασμένο στέκι της Αθήνας, καθότι το κόστος μιας κούρσας ταξί –σε συνδυασμό με το εισιτήριο– υπερέβαιναν τα προαπαιτούμενα έξοδα μιας σαββατοβραδινής εξόδου.
Παρά την καυστική φύση των σχολίων, ορισμένα πράγματα δεν παραμένουν απόψεις, παρά αδιάψευστα γεγονότα. Πώς είναι δυνατόν, δηλαδή, σε μια πόλη 5.000.000 και για ένα event ευρωπαϊκών προδιαγραφών –για το οποίο μάλιστα ταξίδεψε αρκετός κόσμος από το εξωτερικό– να μην ενδιαφέρθηκαν περισσότεροι από 50 διαφορετικοί Έλληνες για το σύνολό του; Ο κόσμος που τίμησε το όλο ETOR τριήμερο στη Death Disco αποδείχθηκε λοιπόν σε σημαντικό ποσοστό μοιρασμένος, τόσο σε ξενόγλωσσα, όσο και αρτιστικά ακροατήρια. Ισχυρό δε πυρήνα του αποτέλεσαν και οι ίδιοι οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες, οι οποίοι παρέμειναν προφανώς στην Αθήνα καθόλη τη διάρκεια του φεστιβάλ.
Στα των αποδόσεων των set, η μάχη μεταξύ Svartsinn και Vladimír Hirsch βρήκε ως νικητή τον πρώτο, έστω κι αν έχασα μεγάλο μέρος της εμφάνισής του, ελέω των κινητοποιήσεων που απομόνωσαν κεντρικά σημεία της πόλης. Βέβαια, ως γενόμενο παραμένει πως η παρουσία του Hirsch δεν άφησε κάποιο νωπό αποτύπωμα, ελέω της ανωτερότητας του Raison d' être και της ανοδικής πορείας της βραδιάς, όπως ξετυλίχθηκε στη συνέχεια. Σε μια αντιπαλότητα όμως μεταξύ ενός αχανούς τοπίου και της στάσιμης αναμονής μοιραίων ορολογιακών δεικτών, η νορδική καταβολή του Svartsinn επέδρασε λίαν υποβλητικά. Έστω κι αν η σύντομη διάρκεια της γεύσης δεν επαρκούσε για μια ζύμωση διαδραστική σε εντυπώσεις.
Ο Raison d' être αποδείχθηκε απρόσμενα διαπεραστικός, με τα παλλόμενα ηχοτρόπιά του να συναντούν τον απόηχο μεταλλικών κρουστών. Όντας ένας από τους πιο οργανικούς καλλιτέχνες του πρώτου ETOR Festival, δεν είναι τυχαίο πως η παράστασή του έκλεψε αμαχητί τις εντυπώσεις –παρόμοιος λόγος για τον οποίον και οι Sophia της προηγούμενης ημέρας στάθηκαν άθικτα επιφανείς. Οι επιμεταλλωμένες επιδρομές του σε πολυάριθμα layers ατμόσφαιρας προκάλεσαν διάτρητο ρίγος στο έναυσμά τους: ανάλογο μπορείς να βρεις μόνο με τις φθορές σπιλωμένα κιτρινισμένων φωτογραφιών. Λες και οι αρχέτυπες αναμνήσεις δεκαετιών βρήκαν τη διέξοδό τους μέσα σε ένα καρμπόν αποτύπωσης κάποιας αποχρωματισμένης σήψης.
Οι In Slaughter Natives ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη του event, δεδομένου πως ό,τι σχόλια είχαν συνοδεύσει την πρόσφατη επίσκεψή τους στο Dark Sun κυμαίνονται από οικτρή απογοήτευση, έως καταγγελίες για επιδερμική προχειρότητα. Προσπερνώντας ωστόσο το ατυχές παρελθόν, ο Jouni Havukainen επιβλήθηκε κραταιά στη σκηνή της Death Disco, διατηρώντας τα ηνία της αμιγούς ενσάρκωσης μιας πλήρους και απυρόβλητης κακίας. Δεν ήταν τυχαίο που σε αρκετές στιγμές αναφωνήσαμε «αυτό είναι το black metal, ε...», ενόσω οι μυς του ισχνού λαιμού του έμοιαζαν να συσπώνται διεξοδικά. Ωσάν, θαρρούσες, ο νους να μην κυβερνούσε τις κινήσεις του, παρά να τηρούσε τις επιταγές αμαυρωμένα βιομηχανικών τοπίων.
Δύσκολα άλλωστε μένεις ατάραχος από μια έκφανση καθόλα πηγαία, ακόμη και υπό ανάλογα αποδομημένες αναδρομές. Ο Jouni Havukainen αποδείχθηκε έτσι τέλεια μίξη μεταξύ ενός αφαιρετικού ζωγράφου και ενός τρελού επιστήμονα, σαν εκείνους που βλέπουμε να ξετυλίγουν την πλοκή σε ξεχασμένες, ασπρόμαυρες ταινίες. Η εικόνα προϊδέαζε τις εκφάνσεις μιας μεθοδικής μανίας, η οποία αρεσκόταν να γλύφει αποστεωμένα δάκτυλα, που τυραννούν τα άμοιρα θύματά τους σε πειράματα στρατιωτικού περιεχομένου. Δεν είναι τυχαίο πως παρόμοιο σκοτάδι ανασύρεται μέσα από φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους μουσικές. Αλλά ούτε και πως το ήμισυ του ακροατηρίου της 2ης μέρας απαρτίστηκε από πάσης φύσης μαυρομεταλλικούς ακολούθους.
{youtube}a1lno1d3J40{/youtube}