Ήταν κάπου το 2008, όταν μέσα από τις τελευταίες σελίδες ενός Jazz & Τζαζ και τα μονόστηλα δισκοκριτικής ανακάλυψα το λευκό μπλουζ αίνιγμα που ακούει στο όνομα C. W. Stoneking. Άκουσα μονορούφι το φρέσκο τότε Jungle Blues, πήγα πίσω και αγόρασα το ντεμπούτο του King Hokum, ξετρελάθηκα με την πάρτη του, με τον ήχο του, έκαψα τα μεγάφωνα του αυτοκινήτου μου, τον έγραψα σε CD και τον μοίρασα στην παρέα μου. Την επόμενη χρονιά επισκέφτηκε την Ελλάδα για να δώσει μια συναυλία, την οποία έχασα. Μετά σχεδόν τον ξέχασα. Μέχρι φέτος. Με καινούριο δίσκο –το Gon Boogaloo– κατέπλευσε την Παρασκευή στο Fuzz κι έπρεπε να αναμετρηθώ με μια παλιά αγάπη.
Ο κόσμος αρκετός, για την ακρίβεια πολύς, αν αναλογιστεί κανείς τη σχετικά πρόσφατη επίσκεψη του C. W. Stoneking στη χώρα μας και το περιορισμένο του είδους που πρεσβεύει. Η έναρξη ήσυχη αλλά μελωδική με τους Appalachian Cobra Worshippers, τη νεοσύστατη dirty country συντροφιά των Μανώλη Αγγελάκη, Στάθη Ιωάννου, Γιώργου Τσαλκίδη & Μάριου Σαρακινού, οι οποίοι με country και swamp blues διασκευές, αλλά και με δικές τους συνθέσεις, ζέσταναν για σχεδόν 1 ώρα τη συνεχιζόμενη με σταθερή ροή προσέλευση του κόσμου.
Λίγο πριν τις δέκα και μισή ήταν η ώρα του κυρίου Christopher William Stoneking να πάρει τη θέση του στη σκηνή του Fuzz, με τη συνήθη του λευκή α-λα-1920s αμφίεση και το κλασικό παπιγιόν του, περιστοιχισμένος από την ορχήστρα του. Με εναρκτήρια λακτίσματα τραγούδια από το πρόσφατο Gon Boogaloo και με την αμέριστη σύμπραξη των γυναικείων φωνητικών που έδιναν στη βραδιά ακόμα πιο έντονο άρωμα περασμένων δεκαετιών απ’ ότι αναμενόταν, προσκάλεσε τον κόσμο σε ένα vintage blues πάρτυ. Πρόσκληση στην οποία το κοινό ανταποκρίθηκε σε μεγάλο βαθμό, παραγγέλνοντας απανωτά ρούμι και τζιν και λικνιζόμενο στον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας.
Δυνατότερες στιγμές της βραδιάς εκείνες με πρωταγωνιστές τα βραχνά hits “Jungle Blues”, “Brave Son Of America” και το λατρεμένο calypso ξόρκι του ελληνικού κοινού, “Love Me Or Die”, του οποίου την ιστορία διηγήθηκε εν είδει ανεκδότου επί σκηνής ο Stoneking. Όλες οι συνθέσεις παίχτηκαν με την ηλεκτρική κιθάρα στη θέση του μπάντζο –στοιχείο που αποτελεί και τη βασική αλλαγή στην τελευταία δισκογραφική δουλειά του– πράγμα που μπορεί να ξένισε πολλούς απ’ όσους είχαν αγαπήσει τα τραγούδια στην πιο ωμή μπλουζ εκδοχή τους, αλλά πρόσφερε μουσικά πολλές δυνατότητες δεξιοτεχνικής διεύρυνσης κατά την εκτέλεσή τους επί σκηνής.
Δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν ακόμα για αυτό το live. Ήταν μια μέτρια ενεργειακά πλην άκρως επαγγελματική και καλά εκτελεσμένη performance, που ικανοποίησε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου που παραβρέθηκε. Κι αν μερικές φορές οι μουσικοί έρωτες μιας περιόδου απομυθοποιούνται κάπως όταν τους βλέπεις ζωντανά σε μεταγενέστερο χρόνο μετά την ηδονή της πρώτης ακρόασης, δεν πειράζει. Το αποτύπωμα των καλών τους δίσκων θα μένει για πάντα στη δισκοθήκη σου.
{youtube}juJHS0IyO5o{/youtube}