Φαίνεται πως έχει αποκτήσει τις συμπάθειές του ο Quantic (κατά κόσμον Will Holland), καθώς δεν παραλείπει μια επίσκεψη στα μέρη μας κάθε που βγαίνει σε ευρωπαϊκή περιοδεία· αν δεν απατώμαι, αυτή ήταν η τρίτη του εμφάνιση μέσα στα τελευταία 2,5 χρόνια, αρχίζοντας το μέτρημα από τον Μάη του 2012. Και οι συμπάθειες δεν είναι αστήρικτες, καθώς είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση από το label της Tru Thoughts, μιας εταιρείας που κατάφερε εκεί στα μέσα των '00s να αποκτήσει ένα διακριτό –και αρκετά «μοντέρνο»– ηχητικό στίγμα, κάπου ανάμεσα στο φανκ, στην τζαζ και στη σόουλ.
Στην εξίσωση βέβαια του Holland μπαίνουν και τα μπόλικα στοιχεία από μουσικές της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής (κυρίως), δημιουργώντας ένα εμπροσθοβαρές μείγμα το οποίο μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να ξεσηκώσει. Αυτές τις προϋποθέσεις, υπέθετα, θα κάλυπτε η «live band» η οποία θα τον πλαισίωνε. Περιμένοντας πως θα είχαμε μπροστά μας μια ορχήστρα, κατ' αρχάς αριθμητικά επαρκή ώστε να μπορεί να αποδώσει ζωντανά τις πλούσιες ενορχηστρώσεις των δίσκων (λ.χ. του πολύ πρόσφατου Magnetica, το οποίο λογικώς είχε την τιμητική του).
Αντί αυτού, ένα σημαντικό μέρος της ενορχήστρωσης βγήκε από το λάπτοπ του Holland, αφού η «live band» δεν ήταν παρά ένα κουαρτέτο, που επί της ουσίας ήταν ένα τρίο με μια ελαφρά υποστήριξη σε δεύτερα φωνητικά. Η κιθάρα και το ακορντεόν στα οποία εναλλασσόταν ο Quantic, ένα ζευγάρι συνθεσάιζερ και λίγα κρουστά ήταν όλος κι όλος ο διαθέσιμος εξοπλισμός, με πνευστά, μπάσο, έγχορδα και κάποια επιπλέον κρουστά να «στριμώχνονται» στον σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή. Η «live band», δηλαδή, δεν ήταν και τόσο «live»: η ζωντανή επιτέλεση έμοιαζε τις περισσότερες φορές να υποτάσσεται στις αναγκαιότητες (χρονικές, δυναμικές κ.ά.) που θέτουν τα προηχογραφημένα.
Και ήταν κρίμα, γιατί όσες φορές η εστίαση μεταφέρθηκε στα επί σκηνής τεκταινόμενα, ακόμα κι εκείνος ο μικρός σχηματισμός έδειχνε ικανός να δώσει στα πράγματα μια επιπλέον φλόγα –αυτό το «κάτι παραπάνω». Ορισμένες όμορφες ακολουθίες του Holland στην κιθάρα, κάποια σημεία με εξαιρετικές δυναμικές ισορροπίες μεταξύ του και του κιμπορντίστα, το τραγούδι της Nidia Góngora (όποτε εμφανιζόταν στη σκηνή) και φυσικά το αποθεωτικό σόλο του κρουστού εκεί λίγο πριν το ανκόρ (η καλύτερη στιγμή του λάιβ). Όλα τούτα έδειχναν πως υπήρχαν δελεαστικές προεκτάσεις, οι οποίες δεν «εξετάστηκαν» ενδελεχώς. Κάτι λοιπόν σαν μια χαμένη ευκαιρί· ή αν όχι χαμένη, τουλάχιστον όχι επαρκώς ξεδιπλωμένη.
Ακόμα κι έτσι, η μουσική δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την εξωστρέφειά της, μιας που το γκρουβ –όπως και να το κάνουμε– παραμένει γκρουβ, είτε προέρχεται από ζωντανό «μασχαλάτο μπάσο» (κατά την ορολογία του Στυλιανού Τζιρίτα), είτε από υπολογιστή. Τα μπόλικα στοιχεία από τα οποία αποτελείται η μουσική του Quantic έχουν αναμειχθεί σε εμφανώς λειτουργικές αναλογίες, όσο κι αν κάτι γκρινιάρηδες σαν και του λόγου μου θα βρουν να της σούρουνε αρκετά για τον εξωτισμό της. Κάτι που σημαίνει πως ο ήχος που έφευγε απ’ τη σκηνή αρκούσε μια χαρά για να δονήσει το ακροατήριο, το οποίο κι ανταπέδωσε με τις θερμές του αντιδράσεις (παρεμπιπτόντως, η προσέλευση δεν έγινε ασφυκτική, πάντως κρίνεται αρκετά ικανοποιητική). Στην τελική, να ξέρουμε και τι λέμε: δεν πήγε κανείς στον Quantic για να παρακολουθήσει ένα ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος κονσέρτο, πήγε για να περάσει καλά. Και μέχρις εκεί, οι προσδοκίες καλύφθηκαν με πλήρη επάρκεια.
Πριν απ’ όλα αυτά, η βραδιά είχε ξεκινήσει με ένα ομολογουμένως ταιριαστό DJ σετ του «δικού μας» Kill Emil. Κατανοώντας τα συμφραζόμενα αυτών που είχε αναλάβει να προλογίσει, το σετ του αποδείχθηκε ό,τι έπρεπε για το «meet and greet» της βραδιάς και τον εγκλιματισμό με τα… τροπικά κλίματα της μουσικής του Quantic.
{youtube}3GNg0SyEIpc{/youtube}