Η Luz Casal (προφέρεται Λουθ Κασάλ) δεν είναι πια η 30άρα τραγουδίστρια που το ελληνικό κοινό γνώρισε χάρη στα Ψηλά Τακούνια του Πέδρο Αλμοδόβαρ· είναι όμως μια γυναίκα με πολύ νεότερη ψυχή από το νούμερο χρόνων που αναγράφεται στην ταυτότητά της (κι όσοι γνωρίζουν τις περιπέτειες της υγείας της ξέρουν πως δεν μιλάω για κάτι εύκολα κι ανέμελα κατακτημένο), η οποία βρίσκεται σε μια ερμηνευτική ωριμότητα ικανή να σε καρφώσει στο κάθισμά σου, ασχέτως ρεπερτορίου. Γι' αυτό και χθες βράδυ, στο γεμάτο μέχρι και τις πάνω κερκίδες Ηρώδειο, δεν έπαιρνες λεπτό τα μάτια σου από τη σκηνή, στις σχεδόν 2 ώρες διάρκειας της συναυλίας –συμπεριλαμβανομένων των δύο encore.
Στην ευρύχωρη σκηνή του αρχαίου ωδείου κάθε βήμα της Luz Casal έδειχνε προσεκτικά χορογραφημένο, με πλήρη επίγνωση της γύρω «γεωγραφίας». Είτε λοιπόν χόρευε αργά, είτε αλώνιζε με το μικρόφωνο στο χέρι από τη μία άκρη στην άλλη, είτε πισωπατούσε προσεγγίζοντας τους μουσικούς της, είχε πάντα τον τρόπο να επιβάλλεται. Με τη θεατρικότητα της κίνησής της, με το αστραφτερό της χαμόγελο, με φανερή χαρά για την υποδοχή που της επιφύλαξε το ελληνικό κοινό, με τις κωμικές της προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί μας –πρώτα με κάτι ελληνικά «σκονάκια» τα οποία είχε απλώσει μπροστά της, ύστερα με μερικά ασυνάρτητα αγγλικά και κάτι μπλοκαρισμένα γαλλικά, στα ισπανικά τελικά κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Ακόμα κι αν βρήκα πως το παραξήλωσε στις βαθιές υποκλίσεις, δεν μπόρεσα να μην υποκλιθώ κι εγώ, νοερά, στο αισθητήριο της φινέτσας της, όπως το κατέγραψαν τα δύο φορέματα της βραδιάς: το φωτεινό κόκκινο του πρώτου μέρους (με ή χωρίς τον βαρύ γιακά, που ξεφορτώθηκε σε κάποιο σημείο) και το επίσημο μαύρο του δεύτερου (με ή χωρίς τη φανταχτερή ζώνη).
Κάτι που πραγματικά με εντυπωσίασε στη συναυλία, ήταν η άρνηση της Luz Casal να κερδίσει τη βραδιά με τις διεθνείς επιτυχίες που ασφαλώς και περιμέναμε όλοι να ακούσουμε. Ίσα-ίσα: η θαυμάσια διασκευή της στο υπερκλασικό "Historia De Un Amor" «ξοδεύτηκε» θα έλεγες αρκετά νωρίς, το "Piensa En Mi" εμφανίστηκε όταν ήδη το δεύτερο μέρος είχε κορυφωθεί (αποτελώντας αργότερα και το δεύτερο encore, που νομίζω πως υπήρξε αυθόρμητο, εκτός δηλαδή «προγράμματος»), ενώ το έτερο αλμοδοβαρικό και προσωπικώς αγαπημένο "Un Año De Amor" κρατήθηκε για γκραν φινάλε –γκραν, όμως– του κυρίως μέρους. Και το λάιβ κερδήθηκε, με το καλησπέρα σχεδόν, χάρη σε μια έξοχη εκτέλεση στο "Mi Sono Innamorata Di Te" (καλύτερη από την ενδοσκοπική στούντιο εκδοχή), στη μελοποιημένη απόδοση ενός ποιήματος από την ιδιαίτερη πατρίδα της Γαλικία και σε μια καταπληκτική διασκευή στο χιλιανό "Gracias A La Vida" της Violetta Para.
Σε όλο μάλιστα το πρόγραμμα, η Ισπανίδα ερμηνεύτρια ισορρόπησε υποδειγματικά ανάμεσα στη λόγια ευρωπαϊκή ερωτική μπαλάντα –που κατά το δοκούν αποκτούσε μοντέρνες ενσαρκώσεις, μετατρεπόμενη λ.χ. είτε σε ελαφρό τραγούδι, είτε σε «ποπ»– και σε μια χαμηλών τόνων «νυχτερινή» τζαζ με ρετρό αποχρώσεις, η οποία σοφά εγκατέλειπε το πεδίο όταν άρχιζε να ηχεί πολύ ασφαλής και κομματάκι... μεσόκοπη! Οι μουσικοί της (2 κιθάρες, πιάνο/πλήκτρα, μπάσο και τύμπανα/κρουστά) χειρίστηκαν δεξιοτεχνικά αυτές τις οριοθετήσεις, η ίδια δε η Casal υπήρξε άψογη καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια της βραδιάς. Το σχεδόν πάει στο encore, το οποίο άρχισε μεν με ένα καλοπροβαρισμένο απόσπασμα της κατά Μίκη Θεοδωράκη "Άρνησης (Στο Περιγιάλι Το Κρυφό)", μα τη βρήκε έπειτα να προσπαθεί να παίξει κάτι σαν ροκ: κατέληξε δυστυχώς να φωνασκεί αντιαισθητικά πάνω από μανιερίστικους ηλεκτρικούς ρυθμούς.
Μικρό πάντως παράπονο το τελευταίο, από μια κατά τα λοιπά απολαυστική συναυλία. Εκ μέρους μιας λαμπερής ερμηνεύτριας, η οποία δικαίως καταχειροκροτήθηκε από σύσσωμο το Ηρώδειο.
{youtube}CxCz7ZebFDc{/youtube}