Η μουσική της οικογένειας Strauss (πατέρα και υιού) φέρει για μένα ένα ειδικό συναισθηματικό φορτίο. Είναι ένα άκουσμα πολύ οικείο και αγαπητό, χαμένο στην άχλη των πιο ανέμελων παιδικών χρόνων, το οποίο παραπέμπει αυθόρμητα σε αναμνήσεις από χριστουγεννιάτικες διακοπές, στολίδια, παππούδες/γιαγιάδες/θείους/θείες με γλυκά ανά χείρας σε κάθε επίσκεψη και τη μακαρίτισσα τη μητέρα μου να σιγομουρμουρά τη μελωδία του "Όμορφου Γαλάζιου Δούναβη" ή του "Φωνές Της Άνοιξης". Κι έτσι, κάθε Δεκέμβρη το σπίτι μου κυριαρχείται από τα βιεννέζικα βαλς και τις πόλκες των δύο πιο διάσημων Strauss της ιστορίας· και κάθε σχετική συναυλία που τυχαίνει να δίνεται στην Αθήνα, λογίζεται ως «added bonus». Με τους Johann Strauss Ensemble, ωστόσο, την πάτησα με τον πλέον μεγαλοπρεπή τρόπο.
Δεν ήταν χάλια οι Johann Strauss Ensemble, δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Μπορεί να μη μιλάμε για πρωτοκλασάτους μουσικούς, ικανούς για το κάτι παραπάνω στα παιξίματα, αλλά οπωσδήποτε η 20μελής ορχήστρα αποτελείται από δεξιοτέχνες, καλά εξοικειωμένους με το ρομαντικό βιεννέζικο ρεπερτόριο. Η απόδοσή τους, αν και συντηρητική και νερόβραστη στα πιο γνωστά κομμάτια ("An Der Schönen Blauen Donau", "Frühlingsstimmen", "Rosen Aus Dem Süden"), κρίνεται ικανοποιητική. Υπήρξαν δε και ορισμένα σημεία στα οποία υπερέβησαν τη δυναμική τους, χάρη στις έξοχες προσπάθειες ορισμένων μονάδων του συνόλου.
Για παράδειγμα, ο Alfred Steindl οδήγησε τα κρουστά του σε μια αληθινά βροντερή απόδοση του "Unter Donner Und Blitz" (από την οπερέτα Η Νυχτερίδα), η Ildiko Deak έπαιξε εξαιρετικό φλάουτο, ενώ δεν υπήρξε περίσταση όπου απαιτήθηκε η ενίσχυση των πνευστών στην οποία να μην λάμψει το γαλλικό κόρνο του Walter Pauzenberger ή η τρομπέτα του Werner Steinmetz. Χάρη σε τέτοιους μουσικούς, το "Kaiser-Walzer" του Strauss υιού, το "Sperl" και το "Ohne Sorgen" του Strauss πατέρα ή το "Gold Und Silber" του Franz Lehar έτυχαν πολύ καλών εκτελέσεων.
Ο διευθυντής όμως της Johann Strauss Ensemble, ο Αυστραλός Russel McGregor, έκανε κάθε τι που περνούσε από το χέρι του για να καταστρέψει ακόμα και τις καλύτερες στιγμές τους. Ικανός μεν ως βιολιστής και μαέστρος και άνετος στη στραουσική παράδοση η οποία θέλει τον σολίστ να είναι ταυτόχρονα και διευθυντής ορχήστρας (πόστο που κατέχει εδώ και 10 χρόνια), ο McGregor αποδείχθηκε ένας ευτελέστατος γελωτοποιός· μια καλολαδωμένη μηχανή μάρκετινγκ, που αφιέρωσε περισσότερη ενέργεια στην κολακεία του κοινού, παρά στη μουσική του.
Πού να πρωτοσταθώ, αλήθεια; Στην ανούσια φλυαρία του; Στις λαϊκίστικες εκκλήσεις του να σηκώσουν χέρι όσοι δεν έχουν επισκεφτεί τη Βιέννη, απλά για να πει μετά την καταμέτρηση ότι όποιος δεν έχει δει την αυστριακή πρωτεύουσα είναι καλεσμένος του (πολύ θα ήθελα να πάει κάποιος μετά τη συναυλία και να του πει, λοιπόν, πότε βολεύει να σας έρθω); Στο ότι έβαλε το κοινό να... τραγουδήσει εν χορώ το "Ω Έλατο"; Στο ότι μας προέτρεψε να ανέβουμε στη σκηνή του Μεγάρου για να χορέψουμε βαλς ενόσω θα διεξαγόταν το λάιβ, θεωρώντας ίσως ότι ο κώδικας της αίθουσας Χρήστος Λαμπράκης ισούται με εκείνον της όποιας τουριστικής ταβέρνας στα στενά της Πλάκας; Ή στο απίστευτο γεγονός ότι πέταγε... σοκολατάκια στα ακριανά θεωρεία, με τεχνική που με κατέστησε βέβαιο πως έχει προβάρει το θέμα ουκ ολίγες φορές;
Κι όμως... Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, ανακαλώ την κριτική του Βαγγέλη Πούλιου για την πρόσφατη εμφάνιση της Molly Nilsson στην πόλη μας και βρίσκομαι να ταλανίζομαι από τα ίδια ερωτήματα. Γιατί αισθάνθηκα βλέπετε απίστευτα μόνος στις παραπάνω εντυπώσεις, καθώς σύσσωμο το πολυπληθές κοινό –είχε γεμίσει σχεδόν η μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου και σημειώστε ότι παρακολούθησα την έκτακτη απογευματινή συναυλία της Κυριακής, όχι κάποιο από τα δύο βραδινά sold out κονσέρτα– ανταποκρίθηκε με μεγάλη θέρμη και ενθουσιασμό στα καμώματα του McGregor, χειροκροτώντας αδιαλείπτως. Στα μάτια μου τουλάχιστον, δεν ήσαν παρά καλοντυμένοι εκπρόσωποι μιας μεσαίας τάξης που προφανώς διατηρεί ακόμα μια κάποια οικονομική ευμάρεια ώστε να πηγαίνει Μέγαρο, μα που το πνευματικό της επίπεδο αποκαλύφθηκε ως καχεκτικό, χαρακτηριζόμενο από μια θλιβερή νοοτροπία, του στιλ «νομίζω ότι κάτι κάνω επειδή ακούω και Johann Strauss».
Παρότι λοιπόν μουσικώς τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα, όπως τόνισα και παραπάνω, έφυγα τελικά απηυδισμένος από το Μέγαρο Μουσικής την Κυριακή, με σοβαρά λαβωμένη την αδυναμία μου προς την οικογένεια Strauss.
{youtube}wm7NQ4Ls2AI{/youtube}