Κάμποσος κόσμος βρέθηκε στο Drugstore το Σάββατο το βράδυ για τον Hugo Race, θα μπορούσε όμως να είναι και περισσότερος –ενδεχομένως το διπλό της εμφάνισης (θα έπαιζε και την Κυριακή) να μοίρασε το κοινό. Οι ηλικίες έπαιζαν στο φάσμα από 25 έως 50 κι έβλεπες έτσι μια μεγάλη γκάμα τύπων: κορίτσια με μπλουζάκια Kiss δίπλα-δίπλα σε γκριζομάλληδες με παλαιορόκ στιλ, αγόρια που θα μπορούσαν να κάθονται για ποτό κάπου Καρύτση και κυρίες που μάλλον είχαν φάει το post-punk με το κουτάλι. Όλοι πάντως ήξεραν καλά πού βρίσκονταν και γιατί, ήταν μια συναυλία δίχως «τουρίστες», πράγμα που πιστοποίησα ακούγοντας διάφορες συζητήσεις δεξιά κι αριστερά, ενώ περίμενα να βγει το support και χάζευα κάτι για τους Ramones στην οθόνη του μαγαζιού.
Το οποίο support προερχόταν από την Ιταλία και έπαιζε για πρώτη φορά στα μέρη μας. Το τρίο των Sacri Cuori κατέστησε εξ αρχής σαφές ότι αγαπά τα παλιά soundtrack του Ennio Morricone (άρα και τα νεότερα γύρω από τις εκάστοτε ταινίες του Ταραντίνο), και μας έπαιξε μια σειρά από οργανικά δικής του έμπνευσης αποκλειστικά με τέτοια αρώματα –ΟΚ, υπήρχε κι ένα κομμάτι με υποτυπώδεις στίχους για κάποια Τερεζίτα. Μουσικά δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον, αναπλήρωναν ωστόσο με το κέφι τους και με την επικοινωνία που κράτησε, άριστα, με τον κόσμο ο κιθαρίστας τους Antonio Gramentieri. Το θεώρησα μεγάλη επιτυχία που πέτυχαν, αν και άγνωστοι, να τραβήξουν την προσοχή και να εισπράξουν από καρδιάς χειροκρότημα, ακριβώς γιατί –όπως ήδη ειπώθηκε– στο Drugstore είχε έρθει κοινό το οποίο γνώριζε τι είχε έρθει να δει κι έτσι, αναπόφευκτα, αδημονούσε.
Οι Sacri Cuori, βέβαια, δεν ήταν απλά το support της βραδιάς. Μισή ώρα αφού κατέβηκαν από τη σκηνή (γύρω στις 23.30) τους ξαναείδαμε εκεί, αλλά πλέον σε διαφορετικό ρόλο: έγιναν η κιθάρα, το μπάσο και τα τύμπανα του Hugo Race, ο οποίος –αγέρωχος– πήρε θέση πίσω από το μικρόφωνο, ζωσμένος τη δική του κιθάρα. Μέσα σε δέκα το πολύ λεπτά, ο Αυστραλός είχε κερδίσει την παρτίδα: λίγο ο ατόφιος ηλεκτρισμός, λίγο το γνήσιο rock attitude, κάτι στον τσακισμένο, ενδοσκοπικό τόνο των τραγουδιών και πολύ η φωνή του, μας έκαναν να κρεμόμαστε από τα χείλη του.
Τι κι αν ο Race δεν είχε πάντα τα τραγούδια; Τι κι αν πολλά από όσα έπαιξε έμοιαζαν το ένα με το άλλο, με το φάντασμα του Nick Cave να πλανάται πάνω τους; Ο Race ήταν εκεί, να δίνει στοιβάδες προσωπικότητας, να κάνει την ηλεκτρική να κελαηδάει και την κάθε λέξη που ξεστόμιζε να μετράει –κι ας χάνονταν πολλές φορές οι στίχοι στη γοητευτική του βραχνάδα. Σαν μπλουζίστας βγαλμένος από την καρδιά της αυστραλέζικης ερήμου, ενσάρκωσε απόλυτα τον θρύλο που συνοδεύει το βιογραφικό του, δεν το έπαιξε χαΐστας (μας μίλησε αρκετά) και –αναμενόμενα– αποθεώθηκε με ζεστό χειροκρότημα και ενθουσιώδες κραυγές.
Οι Sacri Cuori, εντωμεταξύ, κάθε άλλο παρά αναγκαστικό συμπλήρωμα δεν ήταν. Αποδείχθηκαν εξαιρετικοί συνοδοί, μπάντα η οποία θα μπορούσε να συνοδεύσει τον Race ακόμα και σε ηχογραφήσεις: βρήκα πως όση προσωπικότητα έλειπε από τη δική τους μουσική, την είχαν ως μουσικοί. Το έργο τους βοηθήθηκε βέβαια σημαντικά και από το νέο ηχοσύστημα του Drugstore, το οποίο μας πρόσφερε ήχο καθαρό και στη σωστή ένταση, συντονισμένο με τα ηλεκτρικά ξεσπάσματα και τις λυρικές καταδύσεις των τραγουδιών του Race. Πολύ ωραίο live.