Από τον Σεπτέμβρη του 2009 και την προηγούμενη εμφάνιση των Crippled Black Phoenix στην Αθήνα, έχουν αλλάξει πολλά. Και για να μην γενικολογήσουμε, ας επικεντρωθούμε κατευθείαν στην αρμάδα του Justin Greaves κι ας αναφέρουμε ενδεικτικά τα σημαντικότερα: μέχρι σήμερα έχει προσθέσει ακόμη δύο δίσκους στο βιογραφικό της, ενώ η σύνθεση των μελών της αποδεικνύεται ασταθέστερη κι από χαρακτήρα κυκλοθυμικού.
Τούτο το τελευταίο νομίζω πως έχει τη σημασία του. Διότι η νέα –ουσιαστικά– μπάντα, μολονότι υπάκουη στις κατευθυντήριες του Greaves, φαίνεται να έχει μεταβάλλει σημαντικά τον ήχο των Crippled Black Phoenix. Για να το θέσω σχηματικά (κι ολίγον μπακαλίστικα), ό,τι έτεινε σε post-rock παλαιότερα, τώρα φέρνει σε progressive. Και ό,τι μπορούσε παλαιότερα να ονομαστεί progressive, τώρα φέρει μία πιο κλασική ροκ χροιά.
Αισθάνθηκα δηλαδή πως ο ήχος στρέφεται περισσότερο προς δοκιμασμένες ροκ σταθερές για να ανασύρει συγκινήσεις και ενθουσιασμό. Ως ανάμνηση από τη συναυλία του 2009, είχα στο μυαλό μου μία μπάντα που, παρά τις ηχητικές αντιξοότητες του χώρου (αν θυμάστε τότε βλέπαμε, μα δεν ακούγαμε τσέλο), προσέτρεχε στις προσεγμένες δυναμικές για να ενισχύσει τη δραματουργική της διάσταση. Οι Crippled Black Phoenix του 2012, μου φάνηκαν περισσότερο επίπεδοι. Σαν να έπαιζαν σε δύο μόνο δυναμικές διαστάσεις (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ικανός, μα μονοκόμματος στις δυναμικές του ντράμερ), ιχνηλατώντας μόνο σε λίγα σημεία τα εύφορα ενδιάμεσα εδάφη. Και οι «endtime ballads» του Greaves, σαν να μετατρέπονταν σε επιθετικές ροκ μπαλάντες. Κι αν κάτι τέτοιο υπονοείται στους δίσκους τους (περισσότερο εμφατικά ίσως στο φετινό (Mankind) The Crafty Ape), στο live η απουσία δυναμικού πλουραλισμού το έκανε ακόμα πιο εύγλωττο.
Σημαντικό, επίσης, στοιχείο διαφοροποίησης (το οποίο και ενίσχυε τις παραπάνω διαπιστώσεις), η πρόσφατη αντικατάσταση του σημαντικού για το συνολικό μουσικό αποτύπωμα της μπάντας Joe Volk από τον συμπαθή –κατά τα άλλα– νεαρό τραγουδιστή Matt Simpkin (υιό του μπασίστα). Κι αν ο πιτσιρικάς έδειχνε άνετος παρόλο που η εμφάνιση της Πέμπτης ήταν η επίσημη πρώτη του στους Crippled Black Phoenix, η διαφορά της φωνητικής (και στιλιστικής) του τοποθέτησης σε σχέση με την ήρεμη δύναμη της φωνής του Volk, ήταν χαρακτηριστική της αλλαγής της συνολικής κατεύθυνσης.
Πάντως, οι παραπάνω μομφές που σχηματίζονταν στο μυαλό μου κατά τη διάρκεια του σχεδόν τρίωρου(!) σετ των Crippled Black Phoenix στο Κύτταρο, δεν φάνηκε να επηρέασαν ουδόλως τους παρευρισκομένους. Κι αν τα πρώτα κομμάτια έγιναν δεκτά κάπως μουδιασμένα, όταν ο Greaves έδωσε αυτό που περίμεναν οι περισσότεροι, το κοινό αντέδρασε ενθουσιωδώς.
Αρχικά βεβαίως, το γκρουπ στάθηκε στον καινούργιο του δίσκο (ως αναμενόταν άλλωστε, μιας και η εμφάνιση της Πέμπτης ήταν η πρώτη μετά την κυκλοφορία του). Με κάποιες στάσεις σε παλαιότερες συνθέσεις (το “Fantastic Justice” ήταν το πρώτο που έσπασε αυτόν τον κύκλο των εκτελέσεων –με τη Miriam Wolf να δίνει μία όμορφη ερμηνεία στο ηλεκτρικό πιάνο), ακούστηκαν τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου, με τα “The Heart Of Every Country” και “Born In A Hurricane” να ξεχωρίζουν εκτελεστικά. Αυτό όμως που έκανε τη διαφορά στη συγκεκριμένη ομάδα συνθέσεων ήταν το bluesy “A Suggestion (Not A Very Nice One)”, μιας και ήταν από τις λίγες φορές που οι Crippled Black Phoenix έπαιξαν εξαιρετικά με τις δυναμικές και με τις εντάσεις τους. Ο (δεξιοτέχνης) κιθαρίστας Karl Demata –ο μόνος από τους παλιούς συντρόφους του Greaves που συνεχίζει– πήρε από την αρχή το κομμάτι στις πλάτες του κι έδωσε μία πραγματικά αξιομνημόνευτη ερμηνεία.
Ήταν όμως φανερό πως η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου είχε κυρίως έρθει ως το Κύτταρο για να ακούσει τις ηχηρές στιγμές του (πρόσφατου) παρελθόντος των Crippled Black Phoenix. Άλλωστε ούτε ο Greaves με την παρέα του έκρυβαν τις προθέσεις τους: πίσω τους κρεμόταν ένα πανό με την εύγλωττη φράση «Rise Up And Fight». Κάπου εκεί λοιπόν, κι ενώ οι Βρετανοί βρίσκονταν ήδη μιάμιση περίπου ώρα επί σκηνής, ακούστηκε η εξής ατάκα από τα χείλη του Greaves: «τώρα θα παίξουμε το hit μας»! Και οι πρώτες νότες της ναυαρχίδας “We Forgotten Who We Are” σκόρπισαν τον ενθουσιασμό. Αν και στα αυτιά μου η φωνή του Simpkin ακουγόταν μειονεκτικά σε σχέση με εκείνη του Volk (τόσο από άποψη χροιάς, όσο και ρυθμικότητας και τονισμών), η εκτέλεση του τραγουδιού ήταν από τα σημαντικά highlight της βραδιάς. Και στάθηκε μόνο η αρχή της συνέχειας.
Ένα λογύδριο του Greaves για την Ελλάδα, για την κρίση και για το πώς μας βλέπουν οι Ευρωπαίοι, έδωσε το σήμα και μέσα σε δευτερόλεπτα το “Rise Up And Fight” ήδη «κάλπαζε» στα ηχεία. Αν και –χωρίς να θέλω να γίνω κακόβουλος– νομίζω ότι σήμερα στην Ελλάδα και κοζάκικο φολκ να παίξει κανείς, αν το κάνει με μία επίφαση έστω επαναστατικότητας, έχει κερδίσει αυτομάτως κάποια credits, εν προκειμένω η εκτέλεση των Crippled Black Phoenix άξιζε την αποθέωση. Η οποία αποθέωση δεν είχε φθάσει ακόμα στο ζενίθ της. Βλέπετε ακολούθησε το “Burnt Reynolds”, όπου το sing-a-long έχει καταστεί πλέον θεσμός. Έτσι, όταν έφτασε το επίμαχο σημείο, τα μικρόφωνα γύρισαν προς το κοινό, ο Greaves άφησε εκστασιασμένος τη σκηνή και, μαζί με την κιθάρα του, βρέθηκε ανάμεσα στο κοινό για να τελειώσει το κομμάτι μαζί μας.
Κι αν οι περισσότεροι πιστέψαμε (λογικώς) πως αυτό ήταν το τελείωμα, ο Greaves –συγκινημένος από μερίδα του κοινού η οποία συνέχιζε να τραγουδά– έσυρε την υπόλοιπη μπάντα ξανά στη σκηνή και συνέχισαν να παίζουν για λίγο το ίδιο κομμάτι, μέχρι να λάβει τον λόγο ο Demata και να προλογίσει «ένα punk κομμάτι από το μακρινό 1943». Ξεφεύγοντας έτσι από τον καθιερωμένο ήχο τους, διασκεύασαν το ιταλικό αντάρτικο “Bella Ciao”, το οποίο ένωσαν με το “El Pueblo Unido Jamas Sera Vencido” (τραγούδι που γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στη Χιλή του Αλιέντε). Για το τέλος (ναι είχε κι άλλο!) έκλεισαν με την 15λεπτη εκτέλεση του “Time Of Ye Life”, με τους κιθαριστικούς παροξυσμούς του οποίου κι άφησαν τελειωτικά το Κύτταρο, αλλά και τα αυτιά μας να βουίζουν για την υπόλοιπη νύχτα.
Όπως ίσως θα καταλάβατε, έχω αρκετά ζητήματα με τη συγκεκριμένη εμφάνιση των Crippled Black Phoenix. Σίγουρα πάντως στα θετικά καταχωρείται το μέρος της συναυλίας που ξεκίνησε με το “We Forgotten Who We Are”, το οποίο όντως διέθετε κάτι έξω από μουσικές νόρμες και φιξαρισμένες συνταγές συναυλιακής επιτυχίας: μετέδιδε κάτι δυνατό. Επίσης στα θετικά καταχωρώ την παρουσία του Karl Demata, καθώς όσα τραγούδια έπαιρνε πάνω του τα ανέβαζε ένα επίπεδο (αν και δεν παρέλειψε κάποιες εκτελεστικές φλυαρίες), όπως και ορισμένα τραγούδια τα οποία αποδόθηκαν όντως εξαιρετικά. Όμως στον αντίποδα βρίσκω περισσότερα και πιθανώς σημαντικότερα: την έλλειψη δυναμικών διακυμάνσεων, τις αχρείαστες κάποιες φορές εντάσεις, τη μετριότητα του νέου τραγουδιστή, την εκτροπή προς μία λιγότερο περιπετειώδη μουσική κατεύθυνση. Τη γενικότερη μετρίαση του live διαμετρήματος των Crippled Black Phoenix. Υποψιάζομαι πως δεν θα βρω πολλούς να συμφωνούν, αλλά είναι γνωστό ότι σ’ αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα…