Για «εξωστρεφή συναυλία» έκανε λόγο ο κιθαρίστας των Long Distance Calling, Florian Füntmann, κλείνοντας τη συνέντευξη που παραχώρησε στον Νίκο Σβέρκο ενόψει της εμφάνισής τους από τα μέρη μας. Ακόμα κι αν το εξωστρεφές φαντάζει ασαφές εννοιολογικά, το βέβαιο είναι πως σε συναυλίες συγκροτημάτων που ασκούνται σε παρόμοιο με αυτό των Βεστφαλών μουσικό είδος, η εξωστρέφεια –οποιασδήποτε έννοιας– δεν τελεί ακριβώς εν αφθονία. Κόντρα, όμως, στις αμφιβολίες που διατύπωνα στο μυαλό μου κατεβαίνοντας προς την Αβραμιώτου, η δήλωση του Florian έμελε να αποδειχθεί απολύτως αληθής. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή τους...
Πριν από τους Long Distance Calling κι ενώ η συναυλία είχε ήδη γίνει sold out, τον λόγο επί σκηνής είχαν οι Πειραιώτες Bliss. Sludge μοντέρνας κοπής παίζουν, με την εμμονή στους Tool να χρωματίζει περαιτέρω τις συνθετικές επιλογές τους. Στα 30 περίπου λεπτά του σετ του, το τρίο (κιθάρα/φωνή-μπάσο-ντραμς) ανάσαινε μια βαριά ψυχεδελική ανάσα. Μοιράζοντας τη βαρύτητα μεταξύ του δυναμικού rhythm section και των πολυεπίπεδων γραμμών στην κιθάρα, έδειχνε ότι ξέρει να δένει τις αναγνωρίσιμες αναφορές του σε έναν ήχο με προσωπικότητα. Σε αυτά προσθέστε και τα φωνητικά που φέρνουν στο μυαλό τον μακαρίτη Layne Staley των Alice In Chains, για να συμπληρώσουμε ένα παζλ θελκτικό και αρκούντως πωρωτικό, τόσο στη live, όσο και στην πρόσφατη δισκογραφική απεικόνισή του (όπως θα ανακάλυπτα την επομένη της συναυλίας).
Μετά τις βαριές (ενίοτε και βαθιές) γκρούβες των Bliss –και την απαραίτητη αναμονή για την αλλαγή του εξοπλισμού– είχε έρθει η ώρα των Long Distance Calling. Οι οποίοι, αφού έστησαν, άφησαν στη σκηνή τον ντράμερ Janosch Rathmer κι ένα προηχογραφημένο σαμπλάκι για να κάνουν την εισαγωγή όπως την είχαν προγραμματίσει. Δεν αργούσες πάντως να διαπιστώσεις την αλήθεια του ισχυρισμού του Füntmann: το γερμανικό κουαρτέτο (για άγνωστους κατ’ εμέ λόγους απουσίαζε από τη σύνθεση ο Reimut Van Bonn, ο οποίος προσθέτει τις ηλεκτρονικές πινελιές στους δίσκους) ήταν ιδιαίτερα ευδιάθετο και κινητικό· διέθετε ορμή και ενέργεια, μπόλικη ενέργεια. Και το κυριότερο; Το δυνατότερό του σημείο έμοιαζε να είναι η μεταδοτικότητα των παραπάνω.
Τι κι αν στο μυαλό μου διαμορφώνονταν συνεχώς ενστάσεις; Όπως λ.χ. για κάποιους μικρούς θεατρινισμούς του Füntmann, για την απροθυμία του Rathmer να υπερβεί τα συνήθη ρυθμικά του μοτίβα (τα οποία ομολογουμένως κατείχε παραπάνω από επαρκώς) ή, κάποιες φορές, για τις απλοϊκές γραμμές στο μπάσο του Jan Hoffmann. Αλλά μέχρι να ολοκληρωθεί η ροή τέτοιων σκέψεων, ερχόταν μία αλλαγή, ένας διαφορετικός τονισμός, ένα ξέσπασμα, ένα κάτι τέλος πάντων –και ξανάφερνε τη μεταλαμπάδευση ενέργειας στο πρώτο πλάνο, οπότε η ροή ανατρεπόταν. Και καλά έκανε κι ανατρεπόταν... Γιατί εδώ μετρούσε αυτή ακριβώς η ενέργεια, το πάθος, η διάχυσή τους και η αμεσότητα του όλου πράγματος. Φυσικά και η όποια μουσικολογική επάρκεια έπαιζε τον ρόλο της –και παρά τις όποιες ενστάσεις η πρόταση των Γερμανών στεκόταν μια χαρά, έστω κι αυτοτελώς. Ο συνδυασμός όμως με τα προηγούμενα ήταν που έκανε τη διαφορά, κάνοντας συνάμα τις όποιες ατέλειες –είτε στο συνθετικό/ερμηνευτικό κομμάτι, είτε στο ηχητικό– να βγαίνουν εκτός κάδρου.
Όσον αφορά στη μουσική, οι Long Distance Calling επικεντρώθηκαν στα δύο τελευταία άλμπουμ τους (το πρόσφατο ομώνυμο και το Avoid The Light), αποδίδοντας αυτό το αμάλγαμα από progressive, post-rock, post-metal ή ψυχεδελικά στοιχεία το οποίο συνθέτει τον ήχο τους, με περισσότερο όμως ηλεκτρισμό και με περισσότερη ένταση στις δυναμικές εναλλαγές. Ας γίνει τέλος και μία ιδιαίτερη μνεία στον κιθαρίστα David Jordan, ο οποίος συνέθετε διαρκώς κι αδιαλείπτως ένα άκρως ενδιαφέρον μελωδικό πλέγμα, πότε πρωτεύον, πότε διακριτικό (αν και λιγάκι υποτιμημένο στην ηχητική ισορροπία όταν ο Füntmann «πάταγε» το γκάζι).
Κάπως έτσι, με έναν άμεσο, τίμιο (και εξωστρεφή, είπαμε) τρόπο η κρύα Κυριακή εξελίχθηκε σε μία εξαιρετική συναυλιακή βραδιά. Κάνοντας τη δύσκολη Δευτέρα που ξημέρωνε λιγότερο επώδυνη…