Μεγαλώνει, αλλά δεν γερνάει η Madeleine Peyroux και η ψήφος εμπιστοσύνης που ζήτησε από τους Αθηναίους με την επιστροφή της στην Ελλάδα, της δόθηκε πανηγυρικά. Όσοι βρέθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής το βράδυ του Σαββάτου, μπορούν να το επιβεβαιώσουν.
Είναι γεγονός πως η βραδιά δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αφού, μέχρι να καταφέρουμε να πάρουμε τις προσκλήσεις μας, περιφερόμασταν σαν μπαλάκια ανάμεσα σε διοργανωτές και ταξιθέτες –φαινόταν να τους χωρίζει ένα χάσμα ασυνεννοησίας. Το απέδωσα στο γεγονός ότι ο κόσμος ήταν απροσδόκητα πολύς και ο χειρισμός του δύσκολος και, μέχρι να σβήσουν τα φώτα, το είχα κιόλας ξεχάσει.
Τη συναυλία άνοιξε η Αλέξια με ένα σετ βασισμένο στη φετινή κυκλοφορία της Re-Be, έναν δίσκο σε τζαζ ύφος, αισθητά απομακρυσμένο από τις ποπ επιτυχίες του παρελθόντος με τις οποίες τη θυμάται ο περισσότερος κόσμος. Πάντως, ο “Ηλεκτρισμός”, με τον οποίον και ξεκίνησε, με ξένισε αρκετά: μου φάνηκε ένα τραγούδι «γερασμένο» (παρόλο που μόλις κυκλοφόρησε) και νομίζω ότι σαν να βάραινε και την ίδια την Αλέξια αυτό του το κλίμα. Αντίθετα, το “The Street I Live (Marita’s Song)” το βρήκα εξαιρετικό. Ακολούθησαν κι άλλες επιλογές από το Re-Be, κάποιες από αυτές εντυπωσιακές (“My Tango”, “Raíces Volandes”) μα γενικά με ένα ύφος βαρύ και επίσημο, που τονιζόταν περισσότερο από τον χώρο του Μεγάρου. Ομολογώ ότι μου δημιούργησαν ένα πλάκωμα, το οποίο με έκανε να κοιτάζω συνεχώς το ρολόι μου, περιμένοντας τη Madeleine Peyroux.
Η οποία Peyroux δεν άργησε καθόλου να εμφανιστεί. Με γρήγορες κινήσεις, που κράτησαν περί τα πέντε λεπτά, έγιναν οι απαραίτητες αλλαγές και ρυθμίσεις πάνω στη σκηνή και η Νεοϋορκέζα σταρ μας καλησπέρισε με ένα μεγάλο χαμόγελο και με το “Don’t Cry Baby”. Δεν την είχα ξαναδεί ζωντανά και με εντυπωσίασε αμέσως αυτή η παιδικότητα στο στήσιμο, στις κινήσεις και στο παίξιμό της, το οποίο ήταν εξίσου αφελές και επαγγελματικό. Η μπάντα της δε άρτια δεμένη και σε πλήρη αρμονία –με τον Gary Versace στα πλήκτρα να κλέβει την παράσταση, «πνιγμένος» καθώς έστεκε ανάμεσα σε ένα πιάνο, ένα σύνθι κι έναν Mac. Πέντε τραγούδια ακούσαμε πριν τα μέλη της μπάντας πλησιάσουν το ένα το άλλο ακόμα πιο πολύ. Και τότε, με μια μελόντικα κι ένα… κουτί να προστίθενται στα μουσικά όργανα, ακούσαμε τη βερσιόν της Peyroux στο “You're Gonna Make Me Lonesome When You Go” του Bob Dylan, αλλά και δύο ακόμα κομμάτια από τον καινούργιο της δίσκο Standing On The Rooftop, τα “Don't Pick a Fight With a Poet” και “Love In Vain”.
Βλέποντάς την, σκεφτόμουν πόσο απλή αλλά και πόσο κομψή είναι –θα μπορούσα να τη φανταστώ να παίζει με το συγκρότημά της σε έναν πεζόδρομο του κέντρου, με την ίδια ευκολία που την έβλεπα στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής. Το “Dance Me To The End Of Love” του Leonard Cohen ήρθε για να με βγάλει από τις σκέψεις μου, αφού κατάλαβα πως η συναυλία πλησίαζε προς το τέλος. Πράγματι, το “The Kind You Can’t Afford” ήταν από τις τελευταίες εκλογές του κανονικού προγράμματος, ενώ στο encore η Peyroux φώναξε ξανά την Αλέξια στη σκηνή για ένα ντουέτο, πριν το “J’ai Deux Amours” κλείσει οριστικά την παράσταση.
Ακούγοντας τη Madeleine Peyroux να μιλάει στον κόσμο τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Από τη μία υπήρχε συγκίνηση: είχα μπροστά μου μία καλλιτέχνιδα που –σχεδόν μετά από κάθε κομμάτι– σταματούσε για να πει στο κοινό πόσο χαρούμενη αισθανόταν που ήρθαν να τη δουν, πόσο τους αγαπά και πόσο τους ευχαριστεί. Κι όλα αυτά με μια αφοπλιστικά ειλικρινή εκτίμηση. Από την άλλη, υπήρχε ντροπή: ο τρόπος που μιλούσε, έμοιαζε απολογητικός. Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που την άκουσα να λέει «κουράγιο» και «δεν ξέρω τι άλλο να πω», σαν να έψαχνε λέξεις να ζητήσει συγγνώμη –λες και όλη η πολιτική κατάσταση της χώρας αποτελούσε δική της ευθύνη.
Ντράπηκα λοιπόν και που η χώρα μου την υποδέχτηκε κάτω από τέτοιες συνθήκες και που εκείνη ήρθε σε μια τέτοια δύσκολη (και συμπονετική, ενδεχομένως) θέση, ώστε να αισθάνεται ότι πρέπει να απολογηθεί, έστω και με τον δικό της τρόπο. Σημειωτέον, την ώρα που γράφω αυτό το κείμενο παραιτείται, ουσιαστικά, ο Πρωθυπουργός...