Κείμενο: Νίνα Ποπώφ
Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου

Είναι της μόδας τα τελευταία χρόνια να μας επισκέπτονται συγκροτήματα-φαντάσματα από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Είτε υπό τη μορφή reunion, είτε σαν τελευταία/αποχαιρετιστήρια/όπως την αποκαλεί ο καθένας περιοδεία. Πάντα θα υπάρχουν οι παλιοί και δύσπιστοι, που δε θα πατήσουν στο live λόγω... ιδεολογίας, για να μη χαλάσουν την εικόνα του συγκροτήματος όπως ήταν τότε. Καθώς και οι νεότεροι, οι οποίοι, γνωρίζοντας τι έχουν χάσει όσο ήταν ακόμα αγέννητοι ή παιδιά και ότι δεν πρόκειται να επιστρέψουν αυτές οι εποχές, θα δώσουν μια ευκαιρία στα «φαντάσματα» αυτά να δείξουν αν και τι έχουν να πουν με την τωρινή τους σύνθεση. Stranglers, λοιπόν, τη δεκαετία του 1970 και Stranglers εν έτει 2010: μας κάλεσαν την Παρασκευή το βράδυ στο νέο Fuzz για να βρούμε τις διαφορές. Η συναυλία ήταν sold out από την προηγούμενη – άρα όχι και τόσο πολλοί οι δύσπιστοι τελικά. Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα τι να περιμένω.

Τη βραδιά άνοιξε λίγο μετά τις 21:00 το ελληνικό εναλλακτικό σχήμα Μαύρο Κόκκινο. Δυστυχώς δεν τους πρόλαβα, λόγω ενός ατυχούς περιστατικού, που μου επέτρεψε να καταφτάσω στον χώρο μόλις πριν ξεκινήσουν οι Stranglers, για να αντικρύσω ένα θέαμα όχι απρόσμενο αλλά ωστόσο απελπιστικό: Το Fuzz ήταν όχι απλά κατάμεστο, αλλά ασφυκτικά γεμάτο, σε σημείο ώστε – αν ήσουν πολύ τυχερός – έβλεπες ένα μέρος της σκηνής μέσα από τα μαλλιά της μπροστινής ή από την κάμερα του διπλανού σου. Ευτυχώς που υπήρχε επαρκής εξαερισμός, αλλιώς η ζέστη και η τσιγαρίλα δεν θα αντέχονταν ούτε πέντε λεπτά. Ίσως από τον πάνω όροφο, που ήταν εξίσου γεμάτος, να είχε καλύτερη θέα. Όποιος, από την άλλη, ήθελε κάτι από το bar, ας το είχε σκεφτεί νωρίτερα να προμηθευτεί με νερό και κουτί πρώτων βοηθειών για να επιβιώσει το πλήθος. Εισπράξαμε με την Αίγλη όλων των ειδών βρισιές, αγκωνιές και βλέμματα μόχθου προκειμένου να περάσουμε σπρώχνοντας μπροστά, σε ένα σημείο με λιγότερο στριμωξίδι – αλλιώς δεν θα είχατε ούτε κριτική, ούτε φωτογραφίες και η αποστολή μας θα είχε αποτύχει.

Κατά τις 22:15, λοιπόν, εμφανίστηκαν θεαματικά στη σκηνή οι τωρινοί Stranglers: Jean-Jacques Burnel στα φωνητικά και το μπάσο, μαζί με τον Baz Warne στα φωνητικά και την κιθάρα και τον Dave Greenfield στα πλήκτρα. Θα περίμενε κανείς να δει και τον Jet Black στα ντραμς, αλλά τι να κάνουμε που ο άνθρωπος έχει φτάσει πλέον 71 χρονών, όχι αστεία, και δεν μπόρεσε να παρευρεθεί. Στα ντραμς, οπότε, βρισκόταν ένας κατά πολύ νεότερος αντικαταστάτης του, που ξεκίνησε ως τεχνικός του συγκροτήματος. Παρουσιάζοντας τα μέλη προς το τέλος, ο Burnel τον σύστησε ως τον Jet Black που βρήκε το ελιξίριο της νιότης και μεταμορφώθηκε!

Παρατηρώντας τον κόσμο γύρω, κατά τη διάρκεια ενός αρκετά νεκρού, θα έλεγα, πρώτου εικοσαλέπτου από άποψη τραγουδιών και αντιδράσεων, το απροσδιόριστο είδος και η ηλικία των Stranglers καθρεφτίζονταν και στο κοινό τους: πολλοί γονείς με παιδιά, πολλά παιδιά όμως, άτομα διαφόρων ενδυματολογικών προτιμήσεων, από κυριλέ μέχρι χύμα, όλων των ηλικιών και των στυλ. Ακούσαμε τα “Time To Die”, “Goodbye Toulouse”, “Unbroken” και “Sometimes”. Πέμπτο κομμάτι το “Peaches” και αμέσως ο κόσμος ξυπνάει, απολαμβάνοντας στη συνέχεια τα hits “Spectre Of Love” και “Always The Sun”. Έπειτα ο Burnel, πριν την εισαγωγή του “I Hate You”, εκφράζεται δεόντως σχετικά με τον George Bush, στον οποίο και αφιέρωσε το κομμάτι, αποκαλώντας τον «a real malaka». Αμέσως μετά, το αγαπημένο “Golden Brown”, στα φωνητικά ο Warne, σε μια ιδιαίτερη χημεία με το μικρόφωνο. Ύστερα “The Raven” και το νέο τους single “Retro Rockets”, προτού θυμηθούν δύο tracks από το Black And White του 1978, το “Toiler On The Sea” και το αξέχαστο “Nice ‘N’ Sleazy”. Burnel και Warne σε σχεδόν εφηβική φόρμα και ενέργεια, τόσο όσον αφορά στις φωνές τους όσο και στο παίξιμό τους και στη σκηνική τους παρουσία. Το ίδιο και ο Greenfield, κρυμμένος πίσω από τα keyboards. Ξεχνούσες εύκολα ότι ο πρώτος κοντεύει τα 60 και ο δεύτερος τα 50, ενώ ο τρίτος έχει ήδη 60αρίσει.

Το δεύτερο μισό του σετ συνεχίστηκε με περισσότερα χιτάκια, αυτά περίμενε ο κόσμος ούτως ή άλλως ν’ ακούσει. Ανάμεσά τους τα “Walk Οn By” και “Duchess”. Και ήρθε η στιγμή της αποχώρησης της μπάντας στα παρασκήνια και της επιστροφής τους εντός ολίγου για το πρώτο encore, όπου ακούσαμε τα “Nuclear Device” και “Something Better Change”, προτού ξαναφήσουν τη σκηνή για μερικές στιγμές ακόμα. Είχαν φυλάξει τα δυο «καλύτερα» για το τέλος, “All Day And All Of the Night” και “No More Heroes”. Γνωρίζοντας ότι έφτανε το τέλος, το κοινό αποφάσισε επιτέλους να χορέψει και να ακουστεί – δεν τους δίνω άδικο που δεν πολυσυμμετείχαν τόση ώρα, πόσο να διασκεδάσεις άλλωστε όταν είσαι στριμωγμένος σα σαρδέλα;

Λίγο παραπάνω από μιάμιση ώρα κράτησε η συναυλία και ήταν υπεράνω προσδοκιών. Δεν είδαμε κανένα γερασμένο, κουρασμένο λείψανο συγκροτήματος, αντιθέτως, πέρα από μερικές ρυτίδες δεν υπήρχε διαφορά από μια σύγχρονη μπάντα. Ο ήχος ήταν πολύ καλός, οι μουσικοί δεμένοι μεταξύ τους και τα κομμάτια ερμηνεύθηκαν όπως τους άρμοζε, αντί για αποτυχημένα remakes, τα οποία αναγνωρίζεις μόνο από τους στίχους. Θα ήθελα βέβαια να είχα ακούσει και το “Μidnight Summer Dream”, αλλά θα ήταν αταίριαστο σε ένα τόσο δυναμικό σετ. Αποδείχθηκε εν τέλει πως τα εν λόγω παιδιά (τρόπος του λέγειν) είναι ακόμα ικανά να προσφέρουν ψυχαγωγία και καλή μουσική.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured