Photos: Olga K.

Έλειπε ο Μπιρσίμ από τη Σαββατιάτικη βραδιά στο Ρόδον. Εκτός του συνόλου του ελληνικού συναυλιακού κοινού, έλειπε και ο συμπαθέστατος σκηνοθέτης προεκλογικών εκδηλώσεων στη δεκαετία του 80, που άφησε εποχή με τις πρωτοποριακές μεθόδους του στο σκηνοθετικό παπατζιλίκι, συγκεντρώνοντας λίγα άτομα σε λίγα τετραγωνικά και δείχνοντας μια εικόνα "χαμού". Μόνο αυτός, ο πράγματι άριστος στη δουλειά του, θα μπορούσε να παρουσιάσει μια εικόνα κάπως αξιοπρεπή, σε όσους (όλους δηλαδή) που δεν προσήλθαν στο club της οδού Μάρνη για να παρακολουθήσουν τους πέντε Mancunians να δίνουν - παίζοντας στην κυριολεξία για τον εαυτό τους - μία από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες και στο τέλος τους λυτρωτικές συναυλίες της χρονιάς. Περισσότερο τα 150 άτομα που βρέθηκαν στο Ρόδον ένοιωσαν έξω από τα νερά τους, παρά οι Elbow...

Το σχεδόν μίζερο και κλειστοφοβικό συναίσθημα που βγάζουν οι Μαντσεστεριανοί στους δίσκους τους, το βράδυ του Σαββάτου είχε περιοριστεί. Όχι ότι μας ενοχλεί, αυτό είναι άλλωστε και βασικό συστατικό της μουσικής τους, αλλά έχω την εντύπωση ότι ζωντανά έβγαινε μία αιθέρια μελαγχολία, ένας ρομαντισμός (που έτσι κι αλλιώς είναι διάχυτος στο πως βλέπουν τα πράγματα μέσα από τους στίχους τους) και μια συνολική ενδοσκοπική διάθεση, που έκαναν τα πρώτα απλώς στιγμιαία, αβάσταχτα φευγαλέα στοιχεία. Αυτή η αιθέρια περιβολή, σε συνδυασμό με τις πιο δυνατές εκτελέσεις που είναι αναμενόμενο να έχουμε σε ένα live, έκανε την παρακολούθηση σχεδόν λυτρωτική και κολλητική εμπειρία για τους περισσότερους. Ο Μάνος ο Μπούρας, μάλιστα, που υποτίθεται ότι ήρθε για λίγο, προκειμένου να μεταβεί αργότερα στο Gagarin 205, μου επαναλάμβανε συνέχεια ότι δεν του έκανε καρδιά να φύγει και, τελικά, κάθησε ως το τέλος σχεδόν του 80λεπτου σετ τους.

Είναι αλήθεια πάντως, ότι πόλη δεν χωρά και πολλά συναυλιακά events που να απευθύνονται στο ίδιο κοινό, κι αν δε ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά παίζει μια αξιόλογη γυναικεία μπάντα που έχει φροντίσει για τη συναυλιακή φήμη της στο ελληνικό κοινό (ενώ οι Elbow αντιθέτως έχουν συμμετάσχει σε ένα από τα αξιοσημείωτα φιάσκο των τελευταίων χρόνων), τότε τα πράγματα είναι σκούρα. Δεν θα πούμε το τρισάθλιο "την παρακολουθήσαμε λίγοι τυχεροί", γιατί δεν πάσχουμε από δόσεις ψευτοελιτισμού. θα θέλαμε και τους υπόλοιπους, να ακούσουν τη μετάλλαξη των πιο proggy δομών του ντεμπούτο, την δυναμική εκτέλεση του "Any Day Now", αλλά και τις άψογες και ελαφρώς πιο χρωματισμένες εκείνων του "Cast of Thousands", όπου ο Guy Garvey δεν είναι ο κλώνος των Jimi Goodwin και Chris Martin με τη χροιά Peter Gabriel, όπως έχουμε χιλιοδιαβάσει, αλλά ένας ολοκληρωμένος τραγουδιστής και απίστευτα δουλεμένος φωνητικά.

Μια εκμεταλλευόμενος το reverb και κάνοντας τη φωνή του να χάνεται από τη σκηνή και να πλημμυρίζει το υπόλοιπο Ρόδον, μία σχεδόν ψιθυρίζοντας υπνωτικά σε άριστο τόνο. Και τελικά το σετ τους ακολούθησε τη βραδυφλεγή πορεία του δίσκου στα αυτιά μας. Αν δεν το ξεφορτωθείς στα γρήγορα, κολλάς επικίνδυνα.

Ιδιαίτερη μνεία όμως θα πρέπει να γίνει τόσο στα πλήκτρα του Craig Potter, αλλά κυρίως στον drummer Richard Jupp, που ειδικά στο encore “Grace Under Pressure”, με τις διονυσιακές αναθυμιάσεις από το "The Soft Bulletin" των Flaming Lips και τα δραματικά κρεσέντο των Spiritualized, έδωσε ...ό,τι είχε. Και μπορεί το γκόσπελ ρεφρέν να έμεινε μια ευχάριστη αυταπάτη, αλλά το “We still believe in love, so fuck you” το είπαμε με την καρδιά μας. Στιγμές, μάλιστα, σαν κι αυτή ή το αδερφάκι του, το "Ribcage", το μελαγχολικό βαλσάκι του "Fugitive Hotel", το ευφορικό "Not A Job" ή το αποκαλυπτικό ζωντανά "Fallen Angel", μας υπενθύμισαν γιατί το "Cast Of Thousands" ήταν μέσα στα αγαπημένα μας άλμπουμ για την περσινή χρονιά.

Ευχόμεθα μόνο καλύτερο συντονισμό στους διοργανωτές στο εξής -για το δικό τους και δικό μας καλό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured