Δεδομένα λειτούργησε η επικοινωνία που προηγήθηκε μέσα από τα περισσότερα πολιτιστικά έντυπα, διαδικτυακά και ραδιοφωνικά ένθετα για το live των Bärtsch και Γιαννούλη, κάτι που πιστώνεται στους ίδιους και τη διοργάνωση. Πέραν του κοινού που ούτως ή άλλως θα βρίσκονταν εκεί, η μεθοδική «διαφήμιση» της συναυλίας, μέσω δημοσιεύσεων και συνεντεύξεων, υπήρξε ουσιαστικός παράγοντας για την προσέλευση αυτού του κοινού, των περίπου 300 ατόμων, που βρέθηκε την Παρασκευή 26 Ιανουαρίου, στην υπέροχη αμφιθεατρική αίθουσα «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» στο Ωδείο Αθηνών. Το οποίο κοινό, πέραν των διαχρονικά πιστών της ECM παράδοσης, των έσχατων θαυμαστών της Γιαννούλη χάρη στο περσινό Solo ή όσων θυμόντουσαν την προ δεκαετίας εμφάνιση του Bärtsch στη Στέγη, συμπληρώθηκε από θεατές με ειλικρινή περιέργεια, απόλυτη άγνοια των παραπάνω, απλούστατα ορμώμενων με την καλοπροαίρετη προσμονή για αυτό το κονσέρτο για δύο πιάνα.
Νομίζω πως ικανοποιήθηκαν όλες οι παραπάνω κατηγορίες, αφήνοντας τον αστερίσκο για όσους προσδοκούσαν μια Ronin έκφανση στα πεπραγμένα του Bärtsch, όπως εκείνη προ δεκαετίας, όμως εδώ η μορφή και το ζητούμενο ήταν εκ των πραγμάτων διαφορετικά. Ας δούμε σύντομα τους δύο άξονες. Η Τάνια Γιαννούλη είναι διεθνώς διακεκριμένη πιανίστρια, συνθέτις, αυτοσχεδιάστρια και bandleader. Έχοντας κλασσικές σπουδές στο Πιάνο και τη Σύνθεση και εμπνευσμένη από διαφορετικές παραδόσεις, συνθέτει και δημιουργεί project που εκτείνονται σε μια σειρά από στυλ που αντανακλούν ένα, χωρίς σύνορα, αμάλγαμα της σύγχρονης παγκόσμιας πραγματικότητας, αψηφώντας τα μουσικά είδη. Χρήσιμο το δελτιοτυπικό σκέλος, ακόμα πιο χρήσιμη η κριτική του Καναδού Donald Brackett που με αφορμή το Solo την χαρακτήρισε ως «μουσικό μετεωρίτη», εντοπίζοντας τις αρετές των Keith Jarrett, Terry Riley και LaMonte Young εντός της, καταλήγοντας στο απίθανο σχήμα του «Αν ο Sun Ra και η Carla Bley πήγαιναν σε τυφλό ραντεβού με τους Cecil Taylor και Joanne Brackeen, το μυθικό παιδί τους θα είχε το όνομα Τάνια»!
Από την άλλη, ο ο Nik Bärtsch ξεκίνησε να σπουδάζει πιάνο και κρουστά πριν από την ηλικία των δέκα ετών, ενώ στη συνέχεια φοίτησε στο Musikhochschule της Ζυρίχης όπου αποφοίτησε το 1997, στήνοντας στη συνέχεια το συγκρότημα των Mobile με επιρροές από συνθέτες της avant-garde όπως ο John Cage, ο Steve Reich και ο Morton Feldman. Επιπλέον, σπούδασε γλωσσολογία, μουσικολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης από το 1998 έως το 2001. Το 2001 μας σύστησε το γκρουπ Ronin, που δικαίως τράβηξε την προσοχή του Manfred Eicher υπογράφοντας στην εταιρεία του ECM Records το 2006 κυκλοφορώντας το πρώτο άλμπουμ με τίτλο Stoa. Η μουσική του Bärtsch ονομάστηκε zen funk, όντας γοητευμένος από την ιαπωνική κουλτούρα Ζεν, αλλά και το ενδιαφέρον του για την ιαπωνική πολεμική τέχνη Aikido.
Το τελευταίο σκέλος, είναι εμφανές εν πρώτοις από την όψη του Bärtsch, μα και ως λειτουργική αποτύπωση στο παίξιμό του. Στην τρίτη σύμπραξη αυτής της ιδέας, έπειτα από εκείνες στο Moods της Ζυρίχης και του γερμανικού Enjoy Jazz Festival, ενόσω το δίδυμο έχτιζε πάνω σε προϋπάρχουσες φόρμες, ο Bärtsch έπαιζε, αν το εκλαϊκεύσουμε, τον υπομονετικό ζεν ρόλο, με τονισμούς και επαναλαμβανόμενα κυκλικά μοτίβα, την ώρα που το μελωδικό πηδάλιο βαστιόταν από την Γιαννούλη, με απόλυτη τεχνική αυτοπεποίθηση. Εκείνος βάδιζε σε μινιμαλιστικά κατατόπια, καθώς η συμπαραστάτριά του εξέφραζε μελαγχολική ελληνικότητα με impro μέτρο, αμφότεροι ακριβείς, μοίρασαν τους ρόλους, με το λυρισμό της Γιαννούλη να στήνει τη δραματουργία πλάι στους κρουστούς χειρισμούς του Bärtsch. Για λίγο περισσότερο από μία ώρα, αυτό το contemporary / neoclassical/ impro και λιγότερο jazz κονσέρτο, κύλησε αβίαστα προσβάσιμο για τους θεατές, με κάματο και σχέδιο εξάρσεων και επιστροφών εκ μέρους των μουσικών, βασισμένο στην πλειοψηφία του στις συνθέσεις της Γιαννούλη, τοποθετημένο περισσότερο στις κλασσικές καταβολές και των δύο. Κι εκεί είναι και το σημείο, που ακροατές της μουσικής των Glass ή Reich, θα χωρούσαν στην ίδια παρέα. Τα πηγαδάκια συνηγόρησαν πως οι αναγνώσεις των δημιουργικών κλιμακώσεων υπήρξαν πολυσήμαντες, τα χειροκροτήματα -στις αλλεπάλληλες επιστροφές τους στη σκηνή- ήταν ειλικρινή.
«Σ’ ευχαριστώ που με έφερες», είχε ήδη ψιθυρίσει από το πρώτο κιόλας θέμα, η διπλανή παρευρισκόμενη στη φίλη της που την προσκάλεσε στη συναυλία της Παρασκευής, ομολογώντας έκπληξη και θαυμασμό. Εφόσον κάτι τέτοιο κερδήθηκε από το δίδυμο, το πρόσημο υπήρξε δεδομένα θετικό. Αναμένεται η συνέχεια, και το ενδεχόμενο μιας δισκογραφικής αποτύπωσης αυτής της σύμπραξης, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις ενδεχόμενες από κοινού ιδέες τους.
Υγ. Κάτι τελευταίο, άξιο λόγο κι ενδεικτικό του κοινού. Στο merch σκέλος μετά το πέρας της συναυλίας, ήταν ευτύχημα να παρατηρείς ικανοποιητικό αριθμό θεατών να αγοράζει τα CD της Γιαννούλη (που λόγω εταιρείας είναι εκ των πραγμάτων δύσκολη η διανομή τους) αλλά και τις ECM κυκλοφορίες του Bärtsch, καθώς και το βιβλίο του.