«Κάθεται κάποιος δίπλα σου;»
«Όχι, ελεύθερη», μου γνέφει ένα αγόρι με τα μισά μου χρόνια και κατεβάζει την τσάντα του από την θέση, να καθίσω. Στα χέρια του κρατάει σφιχτά το βινύλιο του Arte Povera, του «πρώτου συμφωνικού ραπ άλμπουμ» και τον έχει φάει η ανυπομονησία.
Βρισκόμαστε στον Λυκαβηττό, σαν ψέμα μου φαίνεται το ότι βρήκα θέση ψηλά στις κερκίδες, ακριβώς στο κέντρο, έχω όλο το θέατρο πιάτο, σαν ψέμα μου φαίνεται και το ότι βρίσκομαι εδώ ξανά, 11 (και όχι 15) χρόνια μετά την τελευταία φορά, «το 2012 είδαμε Morrissey εκεί» μου θυμίζουν οι φίλοι μου στα μηνύματα. Από τα early 00s κι έπειτα, στον Λυκαβηττό και τα βραχάκια του έχω τραγουδήσει, έχω γελάσει, έχω σκαρφαλώσει, έχω γκρεμοτσακιστεί, έχω μεθύσει, έχω φιληθεί, έχω δει δεκάδες συναυλίες, μα είναι όλες οι σκηνές μπλεγμένες μεταξύ τους στο μυαλό μου σαν χαοτικό ψηφιδωτό: στα φοιτητικά χρόνια τη ζεις τη ζωή, δεν κρατάς αρχείο. Σήμερα το ημερολόγιο γράφει 14 Οκτωβρίου 2023, το θέατρο έχει ανακαινιστεί και εδώ και ένα μήνα περίπου επαναλειτουργεί, έχοντας φιλοξενήσει από τον Ξαρχάκο, την Γαλάνη και τον Χαρούλη, μέχρι τον Αργυρό, τον Μαζωνάκη και τις MΕΛΙSSES. Απόψε η βραδιά είναι sold out και το 80% όσων βρίσκονται εκεί, λόγω ηλικίας, είμαι βέβαιη πως πατούν το πόδι τους στον συναυλιακό χώρο για πρώτη φορά.
«Πήρες τον δίσκο, ε; Έχεις δει και την ταινία;» ρωτάω τον (οριακά ενήλικο) διπλανό μου.
«Ναι, βασικά είχε γίνει μια προβολή στη Θεσσαλονίκη, είχα πάει εκεί μόνο και μόνο για αυτό.»
«Έλα! Και live, τον έχεις ξαναδεί;»
«Ναι, στο Off the Hook. Αλλά εντάξει, εκεί είχε παίξει μόνο τρία τραγούδια, τελείως άλλη φάση σήμερα.»
Γνέφω καταφατικά, προσποιούμενη εξοικείωση με τον Beats Pliz και το έργο του.
Κοντεύει 9 και η προβολή της ταινίας (του ντοκιμαντέρ που αποτελεί ουσιαστικά το making of του άλμπουμ) δεν έχει ξεκινήσει ακόμα, στις κερκίδες επικρατεί κινητικότητα, αν κάποιος τραβούσε ένα video σε timelapse θα έβλεπε χιλιάδες ανθρώπους με μαύρα hoodies (πόσα αμέτρητα μαύρα hoodies!) σε συνεχές πήγαινε-έλα. Zoom στις λεπτομέρειες: ανδρικές αλυσίδες, γυναικεία αμυγδαλωτά νύχια βαμμένα με βερνύκι silver μεταλλικό, φαρδιά T-shirts με στάμπα, jockey καπέλα, αθλητικά brands, τατουάζ κάθε μεγέθους, χρώματος και αισθητικής, σε κάθε πιθανό σημείο του σώματος.
«Ρε μαλάκααα! Πού θα βρούμε ένα εισιτήριο hard copy, δεν γίνεται να μην το έχουμε!» φωνάζει αγανακτισμένος ένας τύπος στον φίλο του παραπάνω. Στην είσοδο η ουρά για τον πάγκο που πούλαγε merch και έδινε εκτυπωμένα αναμνηστικά εισιτήρια ήταν σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη του μπαρ.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει και οι αντιδράσεις από κάτω είναι τόσο ενθουσιώδεις που δεν μπορώ να διανοηθώ τι θα ακολουθήσει όταν όλοι αυτοί οι τύποι (η αφρόκρεμα της ελληνικής rap) που σκάνε ένας-ένας στην οθόνη, βγουν στα αλήθεια πάνω στη σκηνή.
Τι μάθαμε. Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας Έλληνας παραγωγός, ο Beats Pliz (κατά κόσμον Φώτης Γεωργιάδης), που του άρεσε η ραπ αλλά του άρεσε και η συμφωνική μουσική («Μότσαρτ, Μπετόβεν και τέτοια»). Σκέφτηκε λοιπόν -όπως αφηγείται σε έναν φίλο του, καθώς κόβουν βόλτες με το αμάξι στην πόλη, με τον μουσικό να καπνίζει αρειμανίως- να γράψει τη δική του μουσική, να πάει στο εξωτερικό να την ηχογραφήσει με ορχήστρα και πολυμελή χορωδία, να γυρίσει πίσω να δουλέψει την μείξη και την παραγωγή και να φέρει στο στούντιο όλους τους Έλληνες ράπερ (που «σέβεται και γουστάρει») να ακούσουν το (μιξαρισμένο με beats) υλικό και να πατήσουν ρίμες πάνω του. Bloody Hawk, Dani Gambino, Εθισμός, Hawk, ΛΕΞ, Μικρός Κλέφτης, SADAM, Vlospa και WANG όντως περνάνε από το στούντιο του Φώτη, ενημερώνονται για το concept, πατάνε play στα drafts και «παθαίνουν» από την πρώτη ακρόαση. «Αυτό είναι άρρωστο, μπρο, άρρωστο!»
Στην πορεία του ντοκιμαντέρ ακούγεται ουκ ολίγες φορές πως «αυτό γίνεται για πρώτη φορά», ο Φώτης επεμβαίνει όπου κάποια ρίμα κλωτσάει γιατί δεν βγαίνουν οι συλλαβές ή όπου πρέπει να αλλάξει το μέτρο, ακούγονται φράσεις όπως «Κάτι ξέρεις από μουσική, ε;» ή «Καλός είσαι για ράπερ!», με τον ίδιο να ανταποδίδει τα κοπλιμέντα «Μπρο, τι έγραψες! Πατάει πάνω στη μελωδία τόσο σωστά!». Είναι φανερό πως μέσα από την συνεργασία αυτή καταφέρουν να ταΐσουν το αχόρταγο σύνδρομο μεγαλείου από το οποίο πάσχουν συλλογικά σε ένα βαθμό όλοι οι συντελεστές (προαπαιτούμενο ως ένα σημείο, για κάποιον που θέλει να κάνει καριέρα σε αυτή τη σκηνή αφού Νο1 ζητούμενο είναι το να είσαι «ψαρωτικός»): βιολιά, επικές κινηματογραφικές συνθέσεις, γυναικείες άριες και ένα μηχανικό πιάνο που παίζει μόνο του; «Άντε γεια, μαλάκα! Εννοείται είμαι μέσα, μπρο!» Ένας από τους εννιά παρασύρεται τόσο πολύ που χωράει στην αστική του ποίηση και λέξεις στα γαλλικά. Το πρότζεκτ ολοκληρώνεται, ο Beats Pliz καταλήγει στον τίτλο “Arte Povera” («Αυτό δεν είναι; Κάνουμε την τέχνη των φτωχών»), και όταν είναι έτοιμα τα tracks, ανεβαίνει σε έναν λόφο με ένα «φτιαγμένο» αυτοκίνητο και βάζει τον δίσκο να παίξει με το volume στο τέρμα. Ο ήχος είναι τόσο γεμάτος που το γιγαντιαίο ηχείο στην πίσω θέση πάλλεται εντελώς κινηματογραφικά, όπως θέλαμε. “Beats Pliz on the game, bitch!”
Σε συναυλία με opening act τα παρασκήνια της δημιουργίας της μουσικής που πρόκειται να ακουστεί ζωντανά δεν έχω ξαναπάει, αλλά respect για την ιδέα. Το κλισέ του μουσικογραφιά λέει «το κοινό είχε ζεσταθεί για τα καλά». Ε, το Σάββατο στους τίτλους τέλους της ταινίας, το κοινό δεν είχε απλά ζεσταθεί, έβραζε.
«Μαλάκα απόψε γράφεται ιστορία!» λέει ο από πίσω μου στον κολλητό του.
“Do you like music?” διαβάζουμε στην οθόνη, ενώ μια μοχθηρή ρομποτική φωνή-ρομπότ διαβάζει τις φράσεις. “I love music, but I hate genres”, μας ενημερώνει το ρομπότ. Και βιολί και drill. Φύγαμε.
Ο Beats Pliz βγαίνει στη σκηνή με κοστούμι και το πρόσωπο καλυμμένο, η σοπράνο φορά μαύρα και είναι υπερυψωμένη σαν αλλόκοτη φιγούρα σε ταινία του Tim Burton, η πιανόλα παίζει μόνη της, στο φόντο η Ορχήστρα Νέας Γενιάς υπό την διεύθυνση του Ροδόλφο Πάρτου με την συμμετοχή και της χορωδίας Chorus Vivendi υπό την διεύθυνση του Γιάννη Βρυζάκη, στην οθόνη ο Θεός Έρως έχει εφιαλτική όψη και αντί για βέλος κρατά όπλο. O Beats Pliz βγάζει το σακάκι, μένει με λευκό αμάνικο οργώνει τη σκηνή, τα πιτσιρίκια στην αρένα παραληρούν, στις κερκίδες σηκώνονται όλοι όρθιοι.
Με το που σκάει ο Εθισμός για το “Recital in D# Minor” ανάβουν οι πρώτες φωτοβολίδες. Στον στίχο «Έτσι απλά για να γράψω δυο λέξεις / στο στενό που κοιμήθηκε ο Αλέξης» το μικρό όνομα του Γρηγορόπουλου αισθάνεσαι πως αντηχεί σε όλη την Αθήνα.
Τα κομμάτια του Arte Povera στο Spotify έχουν εκατομμύρια views. Τα παιδιά που βρίσκονται στον Λυκαβηττό αυτό το βράδυ ξέρουν όλους τους στίχους απέξω κι έχουν έρθει να τους φωνάξουν δυνατά. Κι αυτό γίνεται σε κάθε track.
«Ποτέ δεν κοιτάω περσόνες / δεν κοιτάω κορώνες
Δε θέλω να με κοιτάν καν / αυτό θέλει cojones, δες»
θα σιγοντάρουν τον Μικρό Κλέφτη στο “Mitropolis in C# Minor”.
«Δεν κοιμάμαι καλά, φοβάμαι να δω τι θα φέρει το μέλλον»
θα συμφωνήσουν με τον Dani Gambino στην “Πόλη Του Ατόφιου Κακού in E Minor”.
«Η μόνη συνταγή επιτυχίας που ξέρουμε
Είναι πως δε χρωστάμε κάτι σε κανένανε
Αφιερώνω τη νίκη αυτή σ' εμένανε
Και στα παιδιά που δεν τα καταφέρανε»
θα ενώσουν τη φωνή τους με εκείνη του Bloody Hawk στο “Victoriam in F Minor”.
«Rest in peace, Mad Clip
Beats Pliz on the game, bitch!»
θα ξεσηκωθούν στο εξαγριωμένο “Λάβαρα & Balaclava in C Minor” μαζί με τον SADAM.
«Πρώτη θέση, κομμένα φρένα, ν' αποδείξω, τίποτα σε κανέναν
Είναι παρανοϊκό, μόνος μου σε μαραθώνιο»
θα τραγουδήσουν στο μελωδικό part του “Pole Position in D Minor” του Vlospa.
«Πάτησα 30, δεν ξέρω ακόμα τι είναι αγάπη
Ακόμα το χρώμα είναι γκρι, σαν μπάρα του ΛΕΞ, σαν στίχος του Bloody»
θα γίνουν ένα με την παρέα των rappers στο “Pièce De Resistance in D Minor” του Hawk.
Πριν την κορύφωση, μεσολαβεί ένα ανορθόδοξο (και αχρείαστο, ίσως) instrumental/dubstep διάλειμμα, η spooky φωνή-ρομπότ στην οθόνη (δεύτερο περιττό feature) παρακινεί τον κόσμο να κλείσει κινητά και οθόνες, τα φώτα σβήνουν, όλοι ετοιμάζονται για γκράντε φινάλε «Γάααμησέ τους ρε Φώτη!», δεν λείπουν και τα οπαδικά.
«Χάρη στον Γιάννη φοράν όλοι μπλούζες Milwaukee
και χάρη στον Wang όλοι Wonderkid»
θα τιμήσουν μαζί με τον WANG τον Αντετοκούνμπο στο “Memento Vivere in F Minor”.
Και όλα αυτά τα «βασανιστικά» προκαταρκτικά, το ντοκιμαντέρ, τα αυτοκίνητα που σπινιάρουν, τα βιολιά, η χορωδία χωρίς πρόσωπο, οι άριες της εφιαλτικής Σοπράνο, το πιάνο που έχει πάνω του γραμμένο με σπρέι τις λέξεις Arte Povera, τα καπνισμένα τσιγάρα του Beats Pliz, όλο αυτό το «χτίσιμο» του (όποιου) αφηγήματος θα βρει κορύφωση στο “Ευτυχισμένες Ημέρες in C Minor” κι όλοι θα το βουλώσουμε για να ακούσουμε τον ΛΕΞ να λέει:
«Ακούνε του Βούλγαρη την Αντιλόπη μέσα σε μια πτήση κάτω από τα άστρα
Το κορίτσι δε φοβάται τα αεροπλάνα πια, τα τραίνα της φέρνουνε δάκρυα
Τίποτα συγκλονιστικό (τίποτα), άλλη μία ιστορία (τα ίδια)
Ένα αγόρι και ένα κορίτσι που ζουν στην Ελλάδα το '23»
Ο Φώτης θα κάνει μέρες να κοιμηθεί από την υπερένταση. Τα αγόρια και τα κορίτσια που έχουν λιώσει το Arte Povera στα ακουστικά από την ημέρα που κυκλοφόρησε θα κατηφορήσουν τον λόφο με τα στομάχια τους γεμάτα ενδορφίνες.
Την επομένη θα ξημερώσει Κυριακή εκλογών, το βράδυ τα κανάλια θα ανακοινώσουν ανατροπή. «Ποιος γαμάει και τον δήμαρχο, αλήθεια, εμάς μας ξέρουν περισσότεροι.»
Φωτογραφίες: Νίκος Ζαραγκόπουλος