Παράξενο αφιέρωμα, αυτό στον Μάνο Ελευθερίου. Δεν ξέρω πώς να σας το περιγράψω. Και καμία σημασία δεν έχει –ούτε καν θα μπω στη διαδικασία να ασχοληθώ με τις επιδόσεις των τραγουδιστών, τα παιξίματα των μουσικών, την προσέλευση του κοινού και τις λοιπές κατηγορίες, όσες καθιστούν επιτυχημένο ή μη ένα live. Γιατί δεν ήταν ένα απλό live. Για μένα, προσωπικά, ήταν ένα «μουδιασμένο» live. Μια συναυλία «ακαταλαβίστικη», κατά κάποιον τρόπο. Κι εξηγούμαι.

Ήταν πολύ παράξενο το συναίσθημα που με κυρίευσε όσο παίζονταν τραγούδια ξεχωριστά, τραγούδια αγαπημένα, τραγούδια «αδιανόητα» στη σύλληψη, τη συγγραφή και τη μελοποίησή τους –σε κάποια φάση πολύ σωστά επισήμανε ο Γιώργος Νταλάρας την εκπληκτική μελοποίηση που έκανε στα "Λόγια Και Τα Χρόνια Τα Χαμένα" ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Τραγούδια υπερβατικά, τραγούδια καθοριστικά, τραγούδια χαρακτηριστικά πολλών εποχών· τραγούδια με λόγια του απόντος(;) Μάνου Ελευθερίου. 

Αυτό ήταν το παράξενο, θαρρώ, τώρα που γράφω τις παρούσες γραμμές και μπορώ να εξηγήσω τι μου συνέβη τη Δευτέρα το βράδυ στο Θέατρο Βράχων: μα, μέχρι πριν έναν χρόνο (και λίγο παραπάνω), ο Μάνος Ελευθερίου ήταν εδώ, ανάμεσά μας. Κάπου-κάπου συναντιόμασταν μάλιστα μαζί του, τυχαία ή προγραμματισμένα· στο ραδιόφωνο, σε κάποια παρουσίαση, στο άκουσμα της "Διαθήκης" (μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος) ή της "Πρώτης Του Δεκέμβρη" (μουσική: Γιάννης Σπανός). Και η ζωντάνια και η νιότη του σε έκαναν να πιστεύεις σε μια παράξενη αθανασία. Σε έκαναν να ελπίζεις σε μια παράταση της νιότης, πνευματική, που ξεγελά τα εγκόσμια. 

Και τώρα, τι; Τι ήταν αυτή η συναυλία; Μια υπενθύμιση ότι «έφυγε»; Συγχωρείστε με, αλλά το live με έφερε σε μια τέτοια διάθεση. Της συνειδητοποίησης της απώλειας της φυσικής παρουσίας, αλλά και στην ταυτόχρονη ευγνωμοσύνη για την παρακαταθήκη –τα τραγούδια.

Από τη θλίψη της απώλειας, στην ευγνωμοσύνη της προίκας και από εκεί, πού; Αν το πιστεύετε, με έπιασε το παράπονο κι ύστερα ο θυμός. Ναι, θυμός. Και τι δεν ακούσαμε στο Θέατρο Βράχων! Κάθε τραγούδι κι ένας κόσμος. Ο ένας να διαδέχεται τον άλλον. Κόσμοι χτισμένοι λέξη-λέξη, με υλικά αναντικατάστατα, ακλόνητα και (κυρίως) μαστόρικα. Και τριγύρω δέκτες ευήκοοι, να καλοδέχονται τα ακούσματα. Πού κρύβονται όλοι αυτοί; Όλα αυτά τα τραγούδια, τα τόσο αγαπημένα, άλλα πασίγνωστα και άλλα «διαμαντάκια», μόνο στα αφιερώματα θα ακούγονται; 

Είπε κάποια στιγμή ο Νταλάρας πως ο Μάνος Ελευθερίου πίστευε ότι το τραγούδι είναι πολλά περισσότερα από 3 λεπτά διασκέδαση. Ναι, έτσι είναι. Τουλάχιστον, έτσι ήταν κάποτε. Και αυτή η πεποίθηση «θωράκιζε» το κοινό, το προστάτευε. Το τραγούδι –εκείνο το τραγούδι που έγραφε ο Ελευθερίου– κάποτε πρωταγωνιστούσε στην καθημερινότητα του κατοίκου της επικράτειάς μας. Τώρα; Πού βρίσκεται αυτό το τραγούδι; Το κουβαλάνε στις πλάτες τους και το περιφρουρούν καλλιτέχνες σαν τον Γιώργο Νταλάρα, τον Μίλτο Πασχαλίδη, την Ασπασία Στρατηγού και μερικούς ακόμα «Δον Κιχώτες»; Ως πότε;

Γι' αυτό θύμωσα. Ο πολιτισμός, και ειδικά το τραγούδι, που είναι εύληπτο, προσβάσιμο και αντιληπτό από όλους κι από όλες, εξισορροπεί και επιμορφώνει τις κοινωνίες. Προάγει την παιδεία και την αισθητική τους. Ή τουλάχιστον έτσι έπρεπε να είναι. 

Δεν θέλω να γκρινιάξω άλλο. Κρατώ τα «μαλαματένια λόγια» των τραγουδιών του Μάνου Ελευθερίου στη μνήμη και στην καρδιά μου. Τα έχω εύκαιρα σε όλες μου τις στιγμές. Με έχουν «σώσει» αμέτρητες φορές και θα με «σώσουν» πολλές ακόμα ως το τέλος. Από τις πρώτες τους εκτελέσεις, αλλά και από νέες, σοβαρές προσεγγίσεις και καλές φωνές· σαν αυτήν της Ασπασίας Στρατηγού, που, για μένα, ήταν για ακόμα μία φορά εξαιρετική σε ό,τι τραγούδησε. 

{youtube}60EW1bVgt8{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured