Η Μανόν του Ζυλ Μασνέ (Jules Massenet) είναι ένα αριστούργημα της γαλλικής όπερας, χέρι-χέρι με την Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ. Η ιστορία μιας Γαλλίδας επαρχιωτοπούλας, του έρωτά της για τον ιππότη ντε Γκριέ και της ανόδου (και καθόδου της) ως Παριζιάνα bonne vivant, γίνεται φόντο για έναν πρωταγωνιστικό χαρακτήρα που βαδίζει επάνω σε στερεότυπα για τη γυναικεία φύση. Αμφίγνωμη προσωπικότητα, η ευκαταφρόνητων καταβολών Γαλλιδούλα θαμπώνεται από τα λούσα και αφήνει τις φαντασιοπληξίες της να την οδηγήσουν σε φτηνούς χειρισμούς και ατοπήματα. Μέσα στους πυκνούς βόστρυχους της Μανόν στροβιλίζονται οι επιθυμίες της ηρωίδας, οι οποίες κοπανιούνται όμως πάνω στα στενά τοιχώματα της τσουλήθρας του έρωτά της για για τον ντε Γκριέ. Κάπως έτσι καταλήγει να κατηγορηθεί ως πόρνη και απατεώνισσα, ξεψυχώντας μετανιωμένη στα χέρια του αγαπημένου της.
Από την πλευρά των μονωδών μείνανε συνολικά πολύ καλές εντυπώσεις. Η πάντα εντυπωσιακή Μυρτώ Παπαθανασίου απέδειξε ότι μία μαγνητική παρουσία απογειώνει μία καλοδουλεμένη και όμορφη φωνή, μαζί και το αυταπόδεικτο υποκριτικό της ταλέντο. Παρά τα κάποια λαθάκια (πάντα θα υπάρχουν στις πρεμιέρες), η λυρική τραγουδίστρια απέδωσε εξαιρετικά τους ποικίλους χρωματισμούς που συνθέτουν τον χαρακτήρα της Μανόν. Αντίστοιχα, ο Ρουμάνος Γιόαν Χοτέα υπήρξε ένας πλήρως ικανοποιητικός ντε Γκριέ, πείθοντάς μας για τα τρικυμιώδη συναισθήματά του απέναντι στην όμορφη Μανόν. Σίγουρη πρέπει πάντως να θεωρείται και η επιτυχία της δεύτερης διανομής, αφού ονόματα σαν και της Χριστίνας Πουλίτση (ως αντίστοιχη Μανόν) και του Τάσου Αποστόλου (ως Κόμη ντε Γκριέ) αποτελούν σχεδόν εχέγγυα. Εξαιρετικά δοσμένη υπήρξε επίσης και η πάρτα από την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (σε διεύθυνση Λουκά Καρυτινού), με μία εκλεπτυσμένη, δυναμική προσέγγιση στις νότες του Μασνέ.
Στη σκηνοθεσία, ο Θωμάς Μοσχόπουλος κάνει ένα πολύ ενδιαφέρον, κάπως πλάγιο βήμα προς την κατεύθυνση του έργου. Κρατώντας τις χρονικές αναφορές της Μανόν σε σημεία, επιλέγει μία μοντέρνα ανάγνωση της ιστορίας, φέρνοντας την ηρωίδα να περπατά πάνω σε πασαρέλα, να λικνίζει το καλλίπυγό της σώμα σε ένα σύγχρονο καμπαρέ (έρχεται στο μυαλό το Berghain του Βερολίνου), αλλά και να τρεκλίζει ταπεινωμένη σε παρηκμασμένους δρόμους. Ο Μοσχόπουλος φαίνεται να έδωσε γενναία σκηνοθετική γραμμή, η οποία είχε άποψη και φιλοδοξίες και πέρασε επιτυχημένα στο κοινό, φτιάχνοντας μία τολμηρή παράσταση.
Παρόλαυτα, ο οξύνους δημιουργός έπεσε στην παγίδα που πέφτουν συνήθως όσοι θεατρικοί σκηνοθέτες καταπιάνονται με την όπερα, βαδίζοντας ενίοτε άτσαλα (σαφώς όμως ελαφρότερα από την αντίστοιχη προσπάθεια του ομότεχνού του Γιάννη Χουβαρδά στην Υπόθεση Μακρόπουλος) επάνω στη λεπτή μα ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της συνθήκης του θεάτρου και της όπερας· φέρνοντας από το μετερίζι του θεατρικές δομές και μανιέρες, που πάνω στις οπερατικές σκηνές μεταφράστηκαν ως παλιές, αμήχανες και αταβιστικές.
Τα σκηνικά της σταθερής στα χρόνια συνεργάτιδας του Μοσχόπουλου, Ευαγγελίας Θεριανού, υπήρξαν επίσης μετέωρα μεταξύ αποτελεσματικής καλαισθησίας και μισοτελειωμένης σκέψης. Η κατασκευή της, με τις σαφείς αναφορές στον πρώιμο μοντερνισμό του Λε Κορμπυζιέ, υπήρξε πολυχρηστική αλλά κάπως μπατάλικη, αν και πέρασε αποτελεσματικά από το χωριουδάκι της Μανόν στα φώτα του μοδάτου, εμπορικού Παρισιού, για να δώσει σειρά στην εκθαμβωτική πασαρέλα, σε ένα φιλήδονο καμπαρέ και σε μια μετα-ηδονική, μαρασμένη περιοχή. Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ ήταν ένα ακόμα hit or miss σημείο της παράστασης, με τους εκτεθειμένους κλωβούς των κρινολίνων να ισορροπούν μεταξύ bondage και Jean Paul Gaultier. Αλλά και οι πιτζάμες της Μανόν και του Ντε Γκριέ, όπως και η ύστατη φορεσιά της πρωταγωνίστριας (αμήχανα παρόμοια με στολή καθαρίστριας), φάνηκαν φθηνές και άγαρμπες.
Όλα τα παραπάνω είναι λογικά κι επόμενα ατοπήματα, ειδικά σε μία τόσο μεγάλη (και μεγαλόπνοη) παραγωγή. Και συγχωρούνται εύκολα, όταν διακρίνεις ότι στη ρίζα τους βρίσκεται η δίψα των συντελεστών για να δημιουργήσουν κάτι με σκέψη και λεπταισθησία. Κάτι που γινόταν εμφανές στη Μανόν. Αυτό που δεν μπόρεσα όμως να συγχωρήσω, είναι η τσαπατσούλικη αναφορά σε ένα τόσο καίριο και επίκαιρο θέμα όπως το gender bending και τα queer στοιχεία.
Το να δοθεί δηλαδή μία μη-ετεροκανονική «εμφάνιση» και «κινησιολογία» στα αγόρια του χορού σε όσες σκηνές είχαν να κάνουν με τη συβαριτική φύση της Μανόν, φάνηκε λίγο ασεβές προς τις έμφυλες μειονότητες· έγινε χωρίς να φαίνεται ουσιαστική σπουδή επάνω στο θέμα, με το βάρος να πέφτει σε μία γενική αίσθηση και ατμόσφαιρα, όχι στη λειτουργικότητα. Και είναι ακριβώς από σκηνοθέτες σαν τον Μοσχόπουλο απ' τους οποίους περιμένω κάτι περισσότερο από Tumblr aesthetics.
Συνολικά, πάντως, η Μανόν προσμετράται στις επιτυχίες της νέας εποχής της Λυρικής. Μία παράσταση με τον δείκτη στραμμένο μπροστά, μας δείχνει που μπορεί να πάει η όπερα στη χώρα μας, ειδικά όταν υπάρχει διάθεση για πειραματισμό και δουλειά.
{youtube}AvCSjkkVyhM{/youtube}